Άρθρο: Μαριέτα Δημουλά
Ώρα τώρα βλέπει μια λάμψη να παίζει. Μια λάμψη εκ των έσω. Μια λάμψη μέσα σε ‘κείνη την τρύπα, σαν κάποιος να έχει βάλει ένα φακό και να του κάνει σινιάλα. Δεν τού ‘φταναν τα σινιάλα για βοήθεια που έκανε τεντώνοντας το κεφάλι πάνω, τώρα σκύβει και το κεφάλι του κάτω όλο και πιο συχνά μέσα σε αυτήν την τρύπα, σε αυτον τον υπόνομο δίπλα του για να παρατηρεί το πετάρισμα της λάμψης. Ένα φως- ένα στρογγυλό, τόσο δα, φωτάκι.
Με την περιφερειακή του όραση χαζεύει κρυφά τη μάνα του δίπλα. Η βροχή της έχει κατσαρώσει πολύ τα μαλλιά, οι στάλες αυλακώνουν στις ρυτίδες του μετώπου· Μάρτης μήνας κι έχουν μουλιάσει οι δυο τους. Χτυπάει η βροχή στην ομπρέλα, ο χτύπος της στάλας πάνω στο ύφασμα ειναι τόσο έντονος λες και πέφτει βαρύ αντικείμενο στο δάπεδο. Σε κάθε χτύπο κατι μουρμουρίζει η μάνα του, σα χριστοπαναγιά.
Θυμάται σ’ εκείνο το πανηγύρι, στη Θήβα, ένα αγριεμένο λυκόσκυλο τον είχε πλησιάσει, εκείνος τρεμάμενος το παρατηρούσε να γρυλλίζει απειλητικά – είχε παγώσει η χαρά των γύρω – αρχισε η μάνα του να ψελλίζει σ΄ακατάλληπτη γλώσσα, το σκυλί απομακρύνθηκε. “Όταν μεγαλώσεις θα σου πω τα ξόρκια της μπάμπο*(γιαγιάς)-Αγγέλας”, του είπε.
Δυο χρόνια πέρασαν κι ακόμα δεν του τα ‘πε. Αγκυροβολημένοι τις βραδιές κάτω από μια τεράστια κίτρινη ομπρέλα παραλίας με πλαστική βάση στην άκρη της εισόδου των Carrefour και μπρος τους ποτάμι η Κηφισσίας. Από τη Θήβα στους Αμπελοκήπους, μια φούγκα παραφωνίας ήταν πάντα οι δυό τους. Τους έβλεπαν και μπορεί και να γελούσαν αν δεν άχνιζε η απελπισία από πάνω τους. Σε κάθε περαστικό, έδειχνε η μάνα το παιδί και το παίδι κάρφωνε τον περαστικό με μάτια κάρβουνα. Μια συγχρονισμένη χορογραφία που λαχταρούσε για αναγνώριση, να αγκυλώσει λίγο την καλοσύνη του ξένου.
H λάμψη απ’ τον υπόνομο δεν σταμάταγε, καμιά φορά λιγοψυχούσε σαν κάποιο αμάξι το κάλυπτε με τις ρόδες, αλλά εκείνος είχε την έγνοια του σ’ αυτόν τον πίδακα φωτός. Ένα φως – ένα στρογγυλό, λευκό φώς. Σα φεγγάρι. Ναι! Θα μπορούσε να ήταν το φεγγάρι. “Αχ Ντέβλα*(Θεέ) μου, σκέφτηκε, το φεγγάρι έπεσε μέσα στον υπόνομο και πώς να το τραβήξω;”.
Η μπάμπο-Αγγέλα τούς έλεγε τέτοιες ιστορίες πριν τον ύπνο, για το φεγγάρι που χάθηκε τη νύχτα που πνίγηκε η όμορφη κοπέλα και το παληκάρι που κίνησε γη και ουρανό για να το βρεί. Πότε δεν έμαθε αν το βρήκε, ήταν τόσες οι περιπέτειες του παληκαριού, τόσα μέρη και τόσες θάλασσες επισκέφτηκε, που η αγωνία όλο παρατεινόταν. Ώσπου η μπάμπο έσβησε μια μέρα κι η κλωστή του παραμυθιού κόπηκε.
Η βροχή είχε σταματήσει τα σπασμωδικά της, είχε πέσει για ύπνο κι αυτή μαζί με τη μάνα του κάτω απ’την ομπρέλα. Ο μικρός πήγε και κουλουριάστηκε πάνω απ’ τον υπόνομο, με επιμονή να κοιτάζει το στρογγυλό φως. Ίσως να βρήκε αυτός το φεγγάρι! Να αναστηθεί η όμορφη κοπέλα, να γίνει εκείνος ο θρύλος- μακριά από κίτρινες ομπρέλες κι άγρια λυκόσκυλα! Όπως σήκωσε τα μάτια με χαρά για να βρει ένα κοντάρι και να τραβήξει το φεγγάρι, είδε 2 φώτα αυτοκινήτου να έρχονται κατά πάνω του και την κόρνα να σκούζει. Από την απότομη μετάλλαξη της χαράς σε τρόμο, τα αντανακλαστικά του αδράνησαν κι έμεινε να κοιτάζει ακούνητος το αμάξι.
Χάρη σ’ έναν απότομο ελιγμό του οδηγού, ο μικρός γλύτωσε τη σύνθλιψη. Τ’ αυτοκίνητο απομακρύνθηκε μ’ ένα ζικ-ζακ, κι εκείνος έτρεξε τρέμοντας να χωθεί κάτω από την κίτρινη ομπρέλα, στη φωλιά της μάνας του που δεν κατάλαβε τίποτα μέσα στο λήθαργό της.
Εκεί, τον πήρε ένας ύπνος γλυκός σκεπτόμενος πατέντες για να σώσει το φεγγάρι. Να σωθεί κι αυτός μαζί του.
Την άλλη μέρα έσκυψε πάνω απ’ τον υπόνομο, να διασφαλίσει πως το φεγγάρι του δεν χάθηκε, πως δεν πήρε δρόμο για αλλού, πώς εκείνος θα είναι ο ήρωας του. Στη θέση του φεγγαριού όμως είδε κάτι άλλο.
Ένα κέρμα, και πιο συγκεκριμένα ένα δίευρω μισοβουτηγμένο στα λασπόνερα του υπονόμου.
Ήταν τέτοια η απογοήτευσή του που όλη τη μέρα δεν άπλωσε τη χούφτα σε περαστικό.