Άρθρο: Χλόη Πετρίδη
Ψυχολόγος


Στην αρχή
δεν καταλάβαινα τίποτα.
Ένιωθα, μα δεν καταλάβαινα.
Η σκέψη μου έπαιρνε φόρα κι έπεφτε στο γκρεμό.
Δεν έχουμε λέξεις για αυτό,
μόνο στερεοτυπίες, τελετές, συλληπητήρια.
Ίσως αυτοί που έχουν βρεθεί πιο κοντά του να είναι οι δολοφόνοι
και το πρώτο που αναγκάστηκα να ξεπεράσω ήταν αυτό,
το στάδιο του δολοφόνου.
Δεν κατάλαβα καθόλου αυτά τα ”ωραία τελετή” ”τον πρόσεξαν” ”σα ζωντανός ήταν”,
καταλάβαινα μόνο ότι κάτι είχα κάνει που το χε προκαλέσει
ή κάτι δεν είχα κάνει που θα μπορούσε να το εμποδίσει.

Είναι δύσκολο να καταλάβουμε τις στροφές χωρίς επιστροφή,
την αδυναμία αλλαγής πορείας,
την πλήρη απώλεια ελέγχου.
Δεν μπορούσα να κάνω τίποτα για να το αλλάξω.
Δεν μπορούσα να κάνω τίποτα,
καμία λύση δε θα έλυνε αυτό το πρόβλημα.
Τίποτα δε θα γέμιζε το κενό.
Ήταν μη αναστρέψιμο.

Μου ήταν αδύνατο να συλλάβω πως δεν υπήρχε πια δεξιά κι αριστερά. Πως είχε περάσει μέσα απ’ τον τοίχο χωρίς να αφήσει τρύπα. Πως δεν μπορούσε κανείς να τον ακολουθήσει. Δεν μπορούσα να τον βρω. Η μάσκα του πουθενά είχε πέσει και πίσω της δεν έφταναν οι λέξεις. Δε με είχε μάθει αυτές τις λέξεις. Οι λέξεις του δε μου έφταναν πια. Τίποτα δε φτάνει εκεί πίσω.

Όσο έψαχνα, το μόνο που έβρισκα ήταν:

Τύψεις

Για τις στιγμές που δεν ήμουν εκεί.
Για τις ερωτήσεις που δεν έκανα, τις ιστορίες που κράτησα για μετά ή για μένα.
Για τα τοπία που δε μοιράστηκα μαζί του.
Για όσα έζησα χωρίς εκείνον.
Για όσα έζησε χωρίς εμένα.
Για την ίδια μου την ύπαρξη που ήταν έξω από αυτόν κι η μεγαλύτερη απόδειξη ήταν πως δε με τράβηξε στο θάνατο και δεν τον κράτησα στη ζωή.

Θυμό

Για όσα δεν πρόλαβε να ζήσει.
Για τους συμβιβασμούς που έκανε.
Για τα ταξίδια που δεν έκανε.
Τους περιορισμούς που του επέβαλλαν.
Για όσα ανέβαλλε για αργότερα,
ακουγόταν τόσο γελοίο αυτό το αργότερα.
Ό,τι είχε αναβάλλει είχε ακυρωθεί.

και Ίλιγγο

Το μέλλον είχε γκρεμιστεί, δηλαδή, έπρεπε να το φανταστώ από την αρχή
και στα θεμέλια, αντί για την παλιά βεβαιότητα της παρουσίας θα έβαζα τώρα τη βεβαιότητα της απουσίας του.

Μα το δικό μου αργότερα ακόμα υπήρχε.
Οι τύψεις αντικαταστέκονταν σταδιακά από τύψεις για αυτές τις σκέψεις
και άρχιζα να γεμίζω ξανά, από κάτι που αποκαλούμε υγεία
ή αλλιώς
χρέος προς τη ζωή.
Κάποτε ήξερα μόνο ό,τι με είχε μάθει.
Αντλούσα ό,τι μου έδινε.
Τώρα είχα πάλι την ανάγκη κάτι να μάθω από αυτόν,
κάτι να αποσπάσω από το θάνατό του.

Κάποιο νόημα θα έβρισκα να δώσω, που θα ανέστελλε την πτώση και σα δίχτυ, διάφανο κι αραχνοΰφαντο μα ανθεκτικό, θα με συγκρατούσε πάνω απ’ το κενό.
Έπρεπε κάποιο ρόλο να βρει ο θάνατός του στη ζωή μου.
Αποφάσισα λοιπόν ότι ο θάνατός του θα με μάθαινε να ζω.
Η ανάμνησή του θα μου θύμιζε να ζήσω.
Αποφάσισα να τον θυμάμαι ζωντανό παρά νεκρό,
αποφάσισα να τον θυμάμαι
και χρειάστηκε να μεγαλώσω για να τον χωρέσω.
Όταν τα κατάφερα δεν ήμουν πια παιδί.
Πεθαίνουμε όπως πεθαίνουν τα πουλιά -the cage outlives the bird-
κι όπως το πλαστικό στην κοιλιά της θάλασσας αναπαύονται οι νεκροί στις αναμνήσεις μας
μέχρι να βουλιάξουμε κι εμείς στη μνήμη κάποιου άλλου.
Τα φύλλα εγκαταλείπουν το δέντρο χωρίς να αφήσουν ίχνη.
Η ύλη ζει για πάντα.
Είναι αυτό που αποκαλούμε ψυχή.

Με βοήθησαν πολύ τα λόγια ενός φίλου, που μου μετέδωσε την αίσθηση ότι ο θάνατος είναι κομμάτι της ζωής όπως το σώμα μας είναι κομμάτι της γης.
Μίλησε για το τέλος του εγωισμού,
το τέλος του κόσμου,
το τέλος του τέλους, τα όρια της εμπειρίας μας.
Μου έδειξε πώς να δω στο θάνατο την απόδειξη πως δεν είμαστε τόσο ξεχωριστοί όσο νομίζουμε και πώς να βρω ανακούφιση σ’ αυτή την εξακρίβωση.
Δεν είμαστε τόσο μακριά από τη φύση (μας) όσο ο (δυτικός) πολιτισμός μας μαθαίνει και η τεχνολογία μας επιτρέπει να πιστεύουμε.
Ούτε τόσο μόνοι όσο αισθανόμαστε μέσα στο πλήθος.
Είμαστε τόσο μικροί όσο και μεγάλοι κι τόσο ζωντανοί όσο και νεκροί και κάπου
που δε θα φτάσουμε ποτέ γιατί όταν φτάσουμε δε θα είμαστε εμείς.
Αυτές οι διακρίσεις δεν έχουν σημασία.
Είμαστε ύλη και η ύλη δεν μπορεί παρά να μεταμορφωθεί.
Το καρναβάλι δεν έχει τέλος,
γι’ αυτό στους νεκρούς παλιά φορούσαν μάσκες
και τώρα φοράνε μακιγιάζ.

Γι’ αυτό φόρεσα κι εγώ τα ρούχα του πριν τα φυλάξω
και τα χάρισα σε άλλους πριν τα πετάξω.
Οι αναμνήσεις είναι ελαφριές
μα τα αντικείμενα είναι βαρίδια που μας βουλιάζουν στο παρελθόν.
Πρέπει να τα θάβεις προτού σε θαψουν
για να φυτρώσει το μέλλον.

Κάτι που σκέφτομαι και με παρηγορεί, άρα είναι αλήθεια, είναι ότι δεν χάθηκε όπως νόμιζα στην αρχή. βρίσκεται στον κήπο. ποτίζει τα λουλούδια. είναι ο ίδιος ο κήπος. κι είμαι κι εγώ κι είσαι κι εσύ κήπος. όλοι όσοι αγαπάμε είναι.