Άρθρο: Μιχαέλα Αδαμαντία Φλώρου
Νοσηλεύτρια


Έμαθα για την παράσταση «Η κούκλα που είχε δύο μαμάδες» όταν μου δόθηκε μια πρόσκληση ένα βράδυ, την οποία προσέφερε στο Animartists το περιοδικό ΤΑΛΚ. Ο τίτλος μου άρεσε αμέσως καθώς μου έφερε μνήμες παιδικές και μυρωδιές τρυφερές στη σκέψη. Είπα την Κυριακή το πρωί να αφήσω οτιδήποτε άλλο είχα και να κατηφορίσω προς το Θέατρο Βικτώρια για να την παρακολουθήσω. Βρέθηκα έτσι ανάμεσα σε μπόλικους μικρούς φίλους που είχαν πάρει ήδη θέση και παρατηρούσα με πόση χαρά και έξαψη ανυπομονούσαν να ξεκινήσει. Η παράσταση άρχισε και πραγματικά πολύ γρήγορα χάθηκα για λίγο μέσα σε ένα πανδαιμόνιο τρυφερής «επικοινωνίας» και χαρούμενων παιδικών φωνών. Γίναμε όλοι ένα, μικροί-μεγάλοι αφού επρόκειτο για μια υπέροχη διαδραστική διαδικασία που μέσα από ομοιοκαταληκτικές στιχομυθίες, χορό, χρώματα και ζωντανή μουσική «περνάει» με μια απλότητα, όμορφα και κατανοητά, στα παιδιά την έννοια του δικαίου και της ιδιοκτησίας. Στέκεται με ιδιαίτερη ευαισθησία και στο τρόπο για το πώς διεκδικούνται αυτά αλλά και μας μεταλαμπαδεύει τη σημασία του “μοιράζομαι”. Έβλεπα χαμογελώντας τα ματάκια των μικρών να μεγαλώνουν, να γίνονται τεράστια από τον θαυμασμό και τα ίδια να συμμετέχουν με όλη τους την ψυχή σε αυτά που εξελίσσονταν μπροστά τους.

Μετά το τέλος της παράστασης, ηθοποιοί και κοινό έγιναν μια παρέα στο φουαγιέ του θεάτρου, με τα πιτσιρίκια να φωτογραφίζονται μαζί με τους αγαπημένους τους ήρωες, να γελούν με αυθόρμητη χαρά, τη στιγμή που η γλυκιά τους Μπαλονού τους μοίραζε με τα πολύχρωμα μπαλόνια της τεράστια χαμόγελα. Έζησα όμορφα για λίγες ώρες και δεν πίστευα πως μια τόσο όμορφη παράσταση θα με άγγιζε κατευθείαν στο σημείο που είχα ξεχάσει με τα χρόνια, αυτό της παιδικής μου τρυφερότητας.

Συνήλθα γρήγορα από αυτές τις όμορφες σκέψεις και εικόνες, έπρεπε άλλωστε… αφού ο κόσμος είχε φύγει και όλη η ομάδα του Vivido είχε πια ετοιμαστεί για να μιλήσουμε για την παράστασή τους, για το παιδικό θέατρο αλλά και για το κοινό του, μέσα από την οπτική του Animartists, δηλαδή μέσα από ένα φίλτρο λίγο πιο εσωτερικό.

Η παράστασή σας «Η κούκλα που είχε δυο μαμάδες» παίζεται για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά. Μιλήστε μας λίγο γι’ αυτήν. Ποιά είναι κατά τη γνώμη σας η πιο σημαντική επίγευση που αφήνει στο θεατή;

Νικολέτα Δάφνου: Η παράσταση βασίζεται στα έργα: «Ο κύκλος με την κιμωλία» του Μπέρτολντ Μπρεχτ και στο «Χαμένη κούκλα» του Αλφόνσο Σάστρε. Είναι μια παράσταση με θέμα το δίκαιο και την ιδιοκτησία. Το ηθικό δίδαγμα αυτής της παράστασης είναι ότι τα πράγματα δεν ανήκουν σε αυτόν ο οποίος ίσως να έχει γεννηθεί συμπτωματικά με αυτά ή να έχει αποκτήσει τυχαία ένα προνόμιο αλλά ανήκουν σε αυτόν που τα αγαπάει πραγματικά. Πιστεύουμε ότι στέλνει ένα μήνυμα που ακουμπά κατευθείαν στην καρδιά του προβλήματος που συναντάμε συχνά στην εποχή μας.

Ποιό είναι, κατά τη γνώμη σας, το πιο απαιτητικό κομμάτι αυτής της παράστασης για έναν ηθοποιό;

Θέμης Αμοιρίδης: Επειδή η ομάδα της παράστασης αποτελείται τόσο από ηθοποιούς όσο και μουσικούς, νομίζω πως το πιο απαιτητικό μέρος της ήταν να ανταπεξέλθουν οι ηθοποιοί ενεργά επί σκηνής ως μουσικοί σε επίπεδο σχεδόν επαγγελματικό. Αντίστοιχα, για τους μουσικούς της παράστασης υπήρξε επίσης η ανάλογη δυσκολία, στο να ανταπεξέλθουν δηλαδή άψογα στο υποκριτικό τους κομμάτι. Από εκεί και πέρα όμως πιστεύω πως όλα είναι θέμα δουλειάς και επανάληψης ώστε να βγει το επιθυμητό αποτέλεσμα.

Νικολέτα Δάφνου: Ένα πολύ απαιτητικό κομμάτι είναι επίσης το ίδιο το κοινό. Απευθυνόμαστε σε παιδιά. Βέβαια, προσπαθούμε να τα αντιμετωπίσουμε σαν ίσους και έτσι τα βοηθάμε ενεργά σε αυτό. Από την άλλη όμως, δεν πρέπει να αντιμετωπίσεις την διαδικασία σαν να απευθύνεσαι σε παιδάκια ‘χαζά’, τα παιδιά είναι πιο έξυπνα από όλους εμάς μαζί και πρέπει να τους απευθύνεσαι σαν να μιλάς σε ενήλικες. Αυτό προσπαθήσαμε να κάνουμε με τη βοήθεια του σκηνοθέτη Ακίνδυνου Γκίκα και της Λούσης Μαντά -που είναι βοηθός σκηνοθέτη- και επιθυμούμε να τα αντιμετωπίσουμε ως ίσους, να τους δώσουμε κάποια μηνύματα, κάποια νοήματα στα οποία να ευαισθητοποιούνται από μόνα τους. Φαίνεται πως το πετύχαμε γιατί τα αναγνωρίζουν και έρχονται μετά την παράσταση και μας μιλάνε στο φουαγιέ. Μας λένε για παράδειγμα ότι «εγώ κυρία Μπαλονού δεν τα πετάω τα παιχνίδια μου, τα αγαπάω πάρα πολύ» ή ότι «εγώ από τον αδερφό μου πήρα τα παιχνίδια που έσπαγε γιατί θυμήθηκα τη Ροζίτα και την Πέππα». Αυτό για εμάς είναι τρομερό κέρδος.

Ποιός ρόλος από την παράσταση πιστεύετε πως είναι πιο αγαπητός στους μικρούς μας φίλους;

Νικολάια Τριανταφύλλου: Οι πιο αγαπητοί -και νομίζω πως θα συμφωνήσουν όλοι- είναι ο ‘πορτιέρης’ και ο ‘τσαγκάρης’. Είναι το κωμικό στοιχείο αυτής της παράστασης και αναμφισβήτητα προσφέρουν άφθονο γέλιο και πολλή ενέργεια σε μικρούς και μεγάλους.

Μας λέτε πως η παράσταση απευθύνεται και σε ενήλικες που παραμένουν παιδιά. Πώς πιστεύετε ότι η παράσταση αυτή επιδρά σε έναν ενήλικα;

Νικολάια Τριανταφύλλου: Οι έννοιες του δικαίου και της ιδιοκτησίας που διαπραγματεύεται η παράσταση είναι έννοιες οι οποίες ενέχονται στην ανθρώπινη φύση, σε όλες τις ηλικίες. Οι μεγάλοι θυμούνται ξανά την παιδική τους αθωότητα και λαμβάνουν γνώσεις και μηνύματα που ίσως ως ενήλικες τα θεωρούν δεδομένα και τα έχουν ξεχάσει.

Πώς είναι να παίζετε σε μια παράσταση για ενήλικες και πώς για παιδιά;

Νίκος Κρίκας: Πιστεύω πως έχει εξίσου μεγάλες δυσκολίες το να παίζεις τόσο για ενήλικες όσο και για παιδιά. Τα παιδιά είναι πάντοτε πιο αυθόρμητα και αυτό τα κάνει κατά συνέπεια πιο ειλικρινή και πιο σκληρά ως κοινό απέναντι στην κριτική, τόσο για το έργο που βλέπουν όσο και για εμάς τους ηθοποιούς. Επίσης, τα παιδιά είναι πάντοτε ένα κοινό πιο “ανοιχτό” και πιο δεκτικό στα μηνύματα και τα ερεθίσματα του κάθε έργου. Οι ενήλικες πάλι έχουν την ικανότητα να φιλτράρουν και να ελέγχουν τις αντιδράσεις τους. Έτσι λοιπόν θα μας πουν συχνά πολύ καλά λόγια, είτε τα πιστεύουν είτε όχι. Σίγουρα όμως, με την εμπειρία της ζωής έχουν τη δυνατότητα να προσλαμβάνουν και να κατανοούν καλύτερα τα ερεθίσματα της παράστασης. Το σημαντικότερο όμως για μένα είναι σε ποιό βαθμό ο κάθε ηθοποιός καταθέτει την ψυχή του και την αλήθεια του, είτε απευθύνεται σε ενήλικες, είτε απευθύνεται σε παιδιά.

Λέγεται πως τα παιδιά είναι πάντοτε ένα πιο απαιτητικό κοινό σε σχέση με τους μεγάλους. Το πιστεύετε εσείς αυτό;

Νικολάια Τριανταφύλλου: Σίγουρα, είναι πιο μεγάλο το βάρος που έχεις σαν ηθοποιός απέναντι στα παιδιά. Το μήνυμα που θέλεις να τους δώσεις πρέπει να είναι εντελως “ξεκάθαρο” και να μην τα μπλέκει. Στα παιδιά αποτυπώνεται πολύ πιο εύκολα -ειδικά σε αυτές τις ηλικίες- κάθε εικόνα που βλέπουν, οπότε πρέπει να είναι σωστή και ποιοτική και να εκφράζει το σωστό μήνυμα για να μην συγχέει στη κατανόησή του και τα μπερδεύει. Τα παιδιά είναι πιο εύπλαστα και καθετί που βλέπουν τα στιγματίζει με διαφορετικό τρόπο το καθένα.

Γιατί πιστεύετε πως το παιδικό θέατρο είναι τόσο σημαντικό;

Λουκία Μάνδαλη: Νομίζω πως όταν ανακάλυψα από μέσα πια το θέατρο κατάλαβα πώς επιδρά στους ανθρώπους. Κατά τη γνώμη μου το παιδικό θέατρο είναι πολύ σημαντικό γιατί διαμορφώνει τους αυριανούς ενήλικες. Αποτελεί την κινητήριο δύναμη της σκέψης και της διαμόρφωσης του μυαλού τους. Αξιοσημείωτη επίσης προσφορά του είναι η ενίσχυση της επικοινωνίας μέσα στην οικογένεια. Είναι πραγματικά πολύ όμορφες οι συζητήσεις των γονιών με τα παιδιά μετά το τέλος της παράστασης σχετικά με το τι είδαν, πως το εισέπραξαν, τι ήταν αυτό που τους άρεσε περισσότερο και γιατί, αυτό που τους έκανε εντύπωση. Το ζητούμενο για εμάς είναι τα ίδια τα παιδιά να μπαίνουν σε αυτή τη διαδικασία σκέψης και κατά τη διάρκεια της παράστασης που είναι και η πιο σημαντική στιγμή καθώς επίσης και βγαίνοντας από αυτή συζητώντας, όχι για το αν τους άρεσε η παράσταση ή οτιδήποτε άλλο αλλά αν κατανόησαν τα συγκεκριμένα κομμάτια που έχουν να κάνουν με τον ίδιο τους τον εαυτό.

Θέμης Αμοιρίδης:
Το θέατρο γενικότερα αλλά ειδικά το συγκεκριμένο που απευθύνεται σε παιδιά δημιουργεί πρότυπα και όπως είναι γνωστό ένα πρότυπο μπορεί να εμπνεύσει ή να σκοτώσει τη φαντασία σε έναν άνθρωπο. Συνεπώς, πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί στο τι δίνουμε στα παιδιά μας μέσα από το θέατρο αλλά και στο πως το δίνουμε.

Πώς κατά τη γνώμη σας αξιολογείται το παιδικό θέατρο στην Ελλάδα; Ποιά είναι η εξέλιξή του μέχρι σήμερα;

Νικολέτα Δάφνου: Τα παιδικά θεάματα ανέκαθεν σε αυτή τη χώρα ήταν ένας χώρος «πάρκινγκ» των παιδιών. Μία νταντά, στην οποία τα αφήνουμε κάμποσες ώρες για να μπορέσουμε να πιούμε έναν καφέ, να συζητήσουμε ανενόχλητοι και να ξεχάσουμε ότι έχουμε παιδιά. Δηλώνω πολύ δύσπιστη πια μετά από αρκετά χρόνια που ασχολούμαι με τα παιδιά τόσο για το γιατί γίνεται μια παράσταση όσο και για το ποιό θέλουμε να είναι το αποτέλεσμα αυτής. Δυστυχώς οι περισσότερες κατά τη γνώμη μου παραστάσεις δεν σέβονται την παιδική τους ψυχή. Έχω δει και έχω ακούσει παραστάσεις με βωμολοχίες, με νοήματα που δεν αφήνουν τίποτα στην ψυχούλα τους. Για να μην είμαι όμως εντελώς άδικη πρέπει να πω πως έχω δει και παραστάσεις, οι οποίες είναι μικρά διαμάντια, που σε πείσμα των καιρών φτιάχνονται από νέα άτομα τα οποία έχουν να πουν και να δώσουν κάτι στα παιδιά, κάτι που θα τους μείνει σαν πολύτιμη μνήμη, σαν παρακαταθήκη για πολλά χρόνια μετά. Το πρώτο με υποψιάζει και με στεναχωρεί ενώ το δεύτερο, με κάνει πολύ ευτυχισμένη και θετική για το μέλλον του παιδικού θεάτρου και του θεάματος γενικότερα.

Τι είναι αυτό που σας ώθησε να πείτε το ναι” στη συμμετοχή σας σε ένα παιδικό θέατρο;

Δάφνη Καφετζή: Είναι επιλογή μου να συμμετέχω γενικώς στο παιδικό θέατρο γιατί μου αρέσουν πολύ τα παιδιά και θεωρώ ότι είναι το πιο ειλικρινές κοινό. Η επικοινωνία μου μαζί τους είναι κυρίως συναισθηματική παρά εγκεφαλική. Επικοινωνουμε με τις ψυχές μας.

Νίκος Κρίκας: Είναι η πρώτη φορά που παίρνω μέρος σε παιδική παράσταση και πραγματικά ήταν ένα στοίχημα προσωπικής αναμέτρησης με το παιδικό κοινό.

Λουκία Μάνδαλη: Το παιδικό θέατρο μου αρέσει γιατί είναι ειλικρινές ως προς τον ενθουσιασμό, ως προς τον αυθορμητισμό, ως προς τα συναισθήματα και κυρίως γιατί το γέλιο είναι αυθόρμητο, αυθεντικό και είναι ζωντανό, είναι από την ψυχή σου.

Μέσα σε μια εποχή που υπάρχουν πολλά καθημερινά ερεθίσματα για τα παιδιά, ποιό είναι αυτό το στοιχείο που κάνει το θέατρο να ξεχωρίζει;

Δημήτρης Σκούρτης: Το θέατρο είναι μια ζωντανή διαδικασία. Είναι μια διαδικασία που σου δίνει τη δυνατότητα να έρθεις σε επαφή με ανθρώπους. Η ανάγκη του ανθρώπου να πάει σε μια ζωντανή παράσταση προκύπτει από μέσα του. Είναι η ανάγκη να υπάρχει επαφή μεταξύ τους και η ιστορία να ειπωθεί ζωντανά, να ειπωθεί από έναν άνθρωπο που την έχει κατανοήσει και θέλει να την μεταδώσει στον άλλο. Η επαφή λοιπόν με τους θεατές που βλέπουν όλοι μαζί κάτι είναι ζωντανή, μια ενεργή διαδικασία, τον έχεις δίπλα σου τον άλλο, τον έχεις πίσω σου, ακούς την ανάσα του. Γίνεσαι δέκτης αυτού που η άλλη ομάδα ανθρώπων έχει να σου πει και πιστεύω πως είναι μια εμπειρία που δεν μπορεί να συγκριθεί με οποιαδήποτε μορφή άλλης ψυχαγωγίας.

Νίκος Κρίκας: Το θέατρο είναι ένα μέσο που κινητοποιεί τα παιδιά να λειτουργήσουν με το μυαλό τους και τη σκέψη τους, να συμμετέχουν ενεργητικά και όχι παθητικά σε όλη τη διάρκεια της παράστασης. Είναι ένα μέσο που εξάπτει τη φαντασία τους και τους δίνει απλόχερα τα όνειρα.

Νικολέτα Δάφνου: Το σημαντικότερο στοιχείο του θεάτρου για μένα και αυτό που είναι αναντικατάστατο είναι ότι όλα συμβαίνουν στο “εδώ” και στο “τώρα”. Αυτό σημαίνει πως ο,τιδήποτε συμβαίνει είναι αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης των ηθοποιών με το κοινό και από μόνο του κάνει την εμπειρία ανεκτίμητη και μοναδική.

Τελειώσαμε, πέρασε ο χρόνος τόσο ευχάριστα κουβεντιάζοντας μαζί σας αλλά δεν θέλω να σας κουράσω περισσότερο. Θα ήθελα όμως να σας ευχαριστήσω, τόσο εγώ όσο και εκ μέρους του περιοδικού Animartists για αυτή μας την τόσο ζεστή κουβέντα και θα ήθελα να κλείσουμε με μια δική σας φράση από την παράστασή σας.

Νικολάια Τριανταφύλλου: Θα πω χαρακτηριστικά την αγαπημένη φράση της Μπαλονούς «τα πράγματα δεν ανήκουν σε όποιον λάχει, αλλά σε όποιον νοιάζεται και χαίρεται που τα ‘χει».

Δήμητρης Σκούρτης: Εγώ πάλι θα πω αυτό που λέω στο ρόλο μου «…κλείσε τα ματάκια τώρα, ο γιατρός ήρθε στην ώρα κι όμορφη θα γίνεις πάλι με εγχείρηση μεγάλη» ως γενίκευση του ό,τι κι αν έχουμε, όλα θα πάνε καλά με λίγη προσπάθεια.

Για πληροφορίες και κράτηση εισιτηρίων, μπορείτε να επισκεφτείτε την ιστοσελίδα: viva.gr