Άρθρο: Αναγνώστου Ευθυμία
Κλινική Ψυχολόγος-Ψυχοθεραπεύτρια, Κοινωνιολόγος
Ψυχ/κή Κοιν. Λειτουργός
Η ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΜΗΤΡΙΚΗΣ ΣΧΕΣΗΣ
Μετά από πολλά χρόνια έπεσε ξανά στα χέρια μου το γνωστό μυθιστορηματικό αριστούργημα του Γκόρκι «Η Μάνα» και άρχισα να το διαβάζω και πάλι, γοητευμένη όπως και την πρώτη φορά. Αυτό όμως που μου έμεινε ως επίγευση ήταν μάλλον διαφορετικό από το παρελθόν. Τότε είχε κυριαρχίσει μέσα μου το θυελλώδες της κοινωνικοπολιτικής επανάστασης, ενώ σήμερα κράτησα στο μυαλό μου τη δύναμη της αλληλεπίδρασης και της αφοσίωσης στη σχέση της Πελαγίας Νίλοβνα και του γυιού της. Στο πρόσωπο αυτής της μάνας καθρεφτίζεται η αφύπνιση της ανάπτυξης και της εδραίωσης της επαναστατικής συνείδησης μέσα από την αγάπη της για το παιδί της. Με αφορμή λοιπόν τη μαγεία αυτής της μυθιστορηματικής σχέσης και όσων γέννησε, ένοιωσα την ανάγκη να γράψω τις δικές μου σκέψεις και απόψεις όχι μόνο από τη θέση του ειδικού αλλά και της μητέρας και να μπορέσω να τις μοιραστώ….
Είναι γνωστό ότι οι σύγχρονες κοινωνικές αλλαγές έχουν επηρεάσει τους ρόλους των μελών της λεγόμενης παραδοσιακής οικογένειας και έχουν οδηγήσει στη μεταβολή του χαρακτήρα και της λειτουργίας της, με επιπτώσεις στην ταυτότητα και στις μεταξύ τους σχέσεις. Ως προς τις γυναίκες, όλες οι κοινωνικές μεταβολές και η ενεργέστερη συμμετοχή τους στην αγορά εργασίας μετέβαλαν ταυτόχρονα τον συζυγικό και μητρικό τους ρόλο, την ευρύτερη συμμετοχή τους στη διατήρηση του νοικοκυριού, την κοινωνική τους παρουσία, αλλά και τον ψυχισμό τους.
΄Ετσι, στη δίνη των καθημερινών κοινωνικών απαιτήσεων, εύκολα ξεχνάμε τον πυρήνα –και όχι μοναδικό παράγοντα- κάθε μετέπειτα ανθρώπινης εξέλιξης, δηλαδή τη σημασία της σχέσης μητέρας παιδιού.
Κάθε μικρός νέος άνθρωπος πραγματοποιεί την πρώτη του ψυχική συναλλαγή με τον έξω κόσμο διαμέσου καταρχήν της μητέρας του. Μεγαλώνει, ωριμάζει σταδιακά κι εντάσσεται στο κοινωνικό «γίγνεσθαι», επαναλαμβάνοντας αυτή την πρωταρχική εμπειρία σχέσης με την μητέρα, σε μια επαναλαμβανόμενη διαδικασία «σχετίζεσθαι» με τους γύρω του μέχρι το θάνατό του.
Ωστόσο, κάθε γυναίκα σήμερα φαίνεται να ακροβατεί σε τεντωμένο σχοινί όταν προσπαθεί να συγκεράσει ποικίλους και κάποιες φορές αλληλοσυγκρουόμενους ρόλους, προκειμένου να συμβάλλει στη διατήρηση ενός πολύπλοκου πλέον οικογενειακού συστήματος και να ικανοποιήσει τις σύγχρονες κοινωνικές προσδοκίες.
Το αποτέλεσμα αυτής της προσπάθειας συνήθως δεν είναι και το επιθυμητό. Γυναίκες στα πρόθυρα νευρικής κρίσης, γυναίκες σε κατάθλιψη, γυναίκες που ταλαιπωρούνται από ψυχοσωματικά συμπτώματα, ακόμη και κρίσεις πανικού, γυναίκες μέσα σε συγκρουσιακές σχέσεις και οικογενειακές αιματοχυσίες. Γυναίκες που ίσως πέρασαν οι ίδιες επώδυνες και ταπεινωτικές εμπειρίες με τους δικούς τους γονείς και που ασυνείδητα αναπαράγουν γονικές συμπεριφορές που θα ήθελαν να αποφύγουν. Άλλωστε, ο μητρικός ρόλος δεν είναι σε όλες τις περιπτώσεις ανθρώπων, ιδανικά εκφρασμένος… Καμιά φορά, η σκοτεινή πλευρά της μητρότητας αναδύεται και γεννά Μήδειες… Συνθήκες λοιπόν που δεν αφήνουν ανέπαφα παιδιά κι εφήβους, επηρεάζοντας και συχνότατα καθορίζοντας αποφασιστικά την ψυχοσυναισθηματική τους κατάσταση και συμπεριφορά. Οι ψυχοσωματικές εκδηλώσεις, οι συναισθηματικές διαταραχές, οι διαταραχές στη συμπεριφορά, οι μαθησιακές δυσκολίες, ή ακόμη και ψυχοπαθολογία που εκτείνεται στο ψυχωτικό φάσμα, μπορεί να αποτελούν συμπτωματολογία που εμφανίζουν παιδιά και έφηβοι, σε μια ασυνείδητη προσπάθεια να εκφράσουν την αδυναμία τους να αντέξουν τα προβλήματα των ενηλίκων, παίρνοντας την θέση του «επονομαζόμενου ασθενή» μέσα σε ένα οικογενειακό σύστημα που πάσχει.
Τα πρώτα πέντε με έξη χρόνια ζωής είναι μάλλον τα σημαντικότερα για την ανάπτυξη και τη δόμηση της προσωπικότητάς μας. Είναι, δηλαδή, η περίοδος κατά την οποία μέσα από διεργασίες εσωτερικεύσεων και εξωτερικεύσεων, δομείται το ψυχικό όργανο του ατόμου, οι ψυχολογικοί μηχανισμοί άμυνας, οι σχέσεις με «το αντικείμενο’ (δηλαδή με το άλλο άτομο) και τελικά επιτυγχάνεται με θετικούς ή και με αρνητικούς όρους η φάση αυτή της πρώτης ωρίμανσης. Μετά τον πρώτο χρόνο ζωής του περίπου, το άτομο στοιχειωδώς ανεξαρτητοποιείται από τη μητέρα του. Επικοινωνώντας, αλληλεπιδρώντας με τον «Σημαντικό Άλλο» (δηλαδή τη μητέρα) μεγαλώνει και ωριμάζει.
Σε ό,τι έχει σχέση με αυτό, μπορούμε να διδαχθούμε από τη δουλειά της Malher (1963), η οποία μίλησε για τη «συμβίωση» και το στάδιο του «αποχωρισμού/εξατομίκευσης», που αφορά στην φυσιολογική ανάπτυξη του νηπίου. Για το μωρό όλα είναι καινούργια. Στην αρχή δεν αναγνωρίζει χρόνο, λέξεις, ούτε καν τον εαυτό του. Ας φανταστούμε το μωρό με την μαμά του σαν ένα αυγό, δηλαδή σαν ένα αδιαχώριστο «όλον». Η μητέρα γίνεται σιγά-σιγά η γέφυρα που διευκολύνει το βρέφος να αναγνωρίσει τη ξεχωριστή του ύπαρξη, να προσαρμοστεί στο περιβάλλον, να αναπτυχθεί και να αξιοποιήσει τις κληρονομημένες του δυνατότητες. Ο τρόπος που αυτό θα συμβεί είναι σημαντικός για τη φυσιολογική του ανάπτυξη. Ο Winnicot (1965), αναφέρει ότι «τα μωρά βρίσκουν τον αληθινό εαυτό τους μέσω της αρκετά καλής μητρικής φροντίδας» (good enough mothering). Κάποιοι άλλοι θεωρητικοί μίλησαν για τον κατοπτρικό ρόλο της μητέρας και συνολικά της οικογένειας στην ανάπτυξη του παιδιού και στην διαμόρφωση του ΕΓΩ του κατά τη διάρκεια της βρεφικής, παιδικής και εφηβικής του ηλικίας. Η συναισθηματική και λεκτική επικοινωνία του παιδιού με τους γονείς, φαίνεται να δημιουργεί τη βασική οικογενειακή ατμόσφαιρα και πιθανόν τις δυσλειτουργίες στις οικογενειακές σχέσεις, όταν αυτή είναι προβληματική.
Η ατμόσφαιρα λοιπόν, παίζει καθοριστικό ρόλο στη φυσιολογική ή παθολογική ψυχοσυναισθηματική ανάπτυξη των παιδιών, όταν δηλαδή συμβεί να υπάρξουν ανεπάρκειες στην προσφερόμενη γονική φροντίδα ή προβλήματα στις σχέσεις των γονιών. Με λίγα λόγια, αυτοί οι παράγοντες είναι βασικοί αν και όχι οι μόνοι (οικογενειακή ατμόσφαιρα, σχέσεις ζευγαριού, τρόπος επικοινωνίας γονιών-παιδιών κλπ.) για την εξέλιξη ευτυχισμένων και ολοκληρωμένων αυριανών ενηλίκων ή δυστυχισμένων ανθρώπων με διάφορα ψυχολογικά προβλήματα. Αυτό που δεν πρέπει να παραλείψουμε είναι ότι η σημαντικότητα της μητρικής σχέσης υποστηρίζεται και ενισχύεται από την ενεργή παρουσία του πατέρα που κατανοεί, αποδέχεται την ξεχωριστής σημασίας επικοινωνία μεταξύ μητέρας–παιδιού και συμμετέχει συναισθηματικά σε αυτήν. Τα περισσότερα άλλωστε μηνύματα στα πλαίσια αυτού του επικοινωνιακού συστήματος δίνονται κυρίως εξωλεκτικά, μέσα από το βλέμμα, το χαμόγελο, το άγγιγμα στην αρχή της ζωής του παιδιού και λιγότερο με το λόγο. Κάθε έκφραση του προσώπου, κάθε σωματική κίνηση ή στάση, κάθε σιωπή όπως και κάθε λέξη, μεταδίδουν από τον ένα στον άλλο ένα συναισθηματικό μήνυμα. Ακόμη και ο θηλασμός είναι μια μορφή επικοινωνίας που εμπεριέχει τα χαρακτηριστικά της μεταεπικοινωνίας, που μεταφέρει δηλαδή χωρίς λόγια, συναισθήματα, ασυνείδητες και συνειδητές επιθυμίες και ανάγκες από τη μητέρα στο βρέφος και το αντίστροφο. Το γεγονός ότι μια άπειρη μητέρα γνωρίζει ή πολύ γρήγορα ανακαλύπτει με τη διαίσθησή της το πώς να κρατάει, πώς να φροντίζει στις βασικές του ανάγκες και πώς να επικοινωνεί με το μωρό της, για να νοιώθουν και οι δύο άνεση κι ασφάλεια, αποτελεί σαφέστατη απόδειξη του ισχυρού δεσμού τους και της σημασίας του. Αντίστοιχα και το μωρό, ασυνείδητα και διαισθητικά αναγνωρίζει τη μητρική αγκαλιά, το μητρικό πρόσωπο και συναίσθημα. Κάθε λοιπόν επικοινωνία ανάμεσα σε γονείς και παιδιά, κυρίως ανάμεσα στη μητέρα και το παιδί της, αποτελεί μια δυναμική διαδικασία αλληλεπίδρασης, συναισθηματικά επενδεδυμένη και από τις δύο πλευρές που δομεί μια ξεχωριστή σχέση, επηρεάζει και μπορεί να διαμορφώνει την προσωπικότητα των μικρότερων.
Τι είναι ωστόσο αυτό που καμμιά φορά παρεμποδίζει τους γονείς και στη συγκεκριμένη συζήτηση τη μητέρα να μεταδώσουν/σει ένα καθαρό και αποδοτικό μήνυμα στα παιδιά; Οι μητέρες φαίνεται να βιώνουν τον πανικό των μπερδεμένων τους ρόλων και των πολλών υποχρεώσεων σε μια πιεστική καθημερινότητα κι ανάλογα με την προσωπικότητα της καθεμιάς, τις συγκυρίες και τα υποστηρικτικά συστήματα που τις περιβάλλουν, καθορίζεται η διαχείριση που κάνουν. Συχνά, οι συνέπειες δεν είναι θετικές. Τα μηνύματα που δίνουν είναι εξίσου μπερδεμένα με όσα οι ίδιες βιώνουν, το χαοτικό και το ανοριοθέτητο επεκτείνεται και τα παιδιά γίνονται θύματα της ασυνέπειας και της αστάθειας των μητρικών διπλών μηνυμάτων, τόσο ώστε να αντιδρούν, να θυμώνουν, να επιτίθενται ή ακόμη και να διαταράσσονται σοβαρά ψυχικά. Είναι σημαντικό να έχουμε κατά νού, ότι οι συναισθηματικά υγιείς και συγκροτημένοι ενήλικες μπορούν να μεγαλώνουν υγιή και ήρεμα παιδιά, ενώ ταυτόχρονα δημιουργούν λειτουργικές κοινωνικές δομές.
Από όσα αναφέρθηκαν μέχρι τώρα, εύκολα καταλαβαίνει κάποιος ότι ο ανθρώπινος χαρακτήρας διαμορφώνεται τόσο βάση κληρονομημένων ιδιοτήτων όσο και βάση περιβάλλοντος. Η επαφή του ανθρώπου με τον άνθρωπο, οι διαπροσωπικές σχέσεις, είναι ο καταλύτης που προωθεί την ανάπτυξη των ατομικών δεδομένων του καθενός, οι οποίες βρίσκονται σε λανθάνουσα πιθανόν κατάσταση ή αναχαιτίζει εκείνες τις τάσεις που φαίνεται να είναι επιβλαβείς. Η αγάπη και η φροντίδα της μητέρας είναι ένας από τους πιο βασικούς παράγοντες εδραίωσης της ανθρώπινης προσωπικότητας. Η μητρική φροντίδα αναπαράγεται δια μέσου των γενεών και προσδιορίζεται στα επιμέρους χαρακτηριστικά της από το εκάστοτε κοινωνικό σύστημα.
Επομένως, από την πλευρά της γυναίκας–μητέρας του σήμερα χρειάζεται αυτή να προωθήσει αλλαγές στους τρόπους που βιώνει και ασκεί τους ρόλους της, προκειμένου να καταπολεμήσει τα άγχη, τη θλίψη της και να νιώσει πιο ευτυχισμένη και αποδοτική σε όσους τομείς μπορεί.
Άλλωστε, με βάση τη συστημική σκέψη, η αλλαγή σε έναν τομέα μπορεί να προκαλέσει αλλαγές και σε άλλους τομείς, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό.
Γι’ αυτό «μην πετάτε την μαμά σας από το τρένο…»