Άρθρο: Χριστίνα Ζερδεβά
Επικοινωνιολόγος


Ξέρεις τώρα πως γίνονται αυτά. Είναι βράδυ, δεν έχεις ύπνο και κάνεις ζάππινγκ στo κουτί. «Μπανάλ» θα μου πεις εσύ, άντε «κλισέ» θα σου πω εγώ -δεν θα τα χαλάσουμε εκεί τώρα- την ώρα που μονολογώ κομψά προσπαθώντας να ξεχάσω τις αιτίες που με έκαναν να ανιχνεύω μέσα στη νύχτα έτσι άχαρα ένα κουτί με πάλλουσες εικόνες. Ήταν λες και εξερευνούσα ένα νεοφερμένο σπάνιο ιό από το υπερπέραν. Τέλος πάντων, δεν έχει και πολύ σημασία η προσωρινή μου αϋπνία όσο το γεγονός ότι σκάλωσε το μάτι ξαφνικά σε μια ταινία που, απ’ότι κατάλαβα εκ των υστέρων, είχε πριν λίγο ξεκινήσει. Είναι αυτό το αίσθημα που νομίζεις ότι η ματιά είναι αποσυνδεδεμένη από τον εγκέφαλο και όλα λειτουργούν μηχανικά. Δεν θα σου το αρνηθώ, έτσι ήταν αλλά ένα κουνέλι ζωγραφισμένο που κινούνταν με χάρη μου έφερε συνειρμικά την Αλίκη στη σκέψη μου. Αχ! αυτή η Αλίκη, το λατρεμένο παραμύθι των παιδικών μου χρόνων, μην σου πω πως και τώρα ακόμα αλλά δεν θέλω να βάλεις περίεργες ιδέες για μένα μέσα σου. Το κουνέλι λοιπόν αυτό, κάτι μου «έκανε», με φρέναρε απότομα από τη μηχανική κρεπάλη των δακτύλων που έπαιζαν νευρικά κάτι σε ζούμπα σε γνώριμο χορευτικό τέμπο πάνω στο κουτάκι. Τηλεκοντρόλ το λένε, να μην σε παιδεύω να ψάχνεις τι εννοώ. Η ταινία τέλειωσε και μου άφησε μια γλύκα στο στόμα. Άλλοι που έχουν γνώσεις τηλεκριτικής θα σου τα πουν σπουδαία και με λόγια πολύπλοκα για το τι θέλει να πει ο σκηνοθέτης. Εγώ τις ταινίες τις κρίνω από την γεύση που μου αφήνουν στο στόμα. Έκατσα λοιπόν και το έψαξα που λες το θέμα, το κουνέλι. Την ταινία περίμενες να σου πω, όχι πες την αλήθεια. Εμένα το κουνέλι μου έκανε κλικ, εκείνου λοιπόν αλλά και της δημιουργού του ήθελα να βρω την ιστορία. Και το έκανα. Νύχτα ατέλειωτη ήταν αυτή αφού ξαγρύπνησα κιόλας να μην μάθω; Για την μις Μπέατριξ Πόττερ ο λόγος που πέρασε από αυτή τη ζωή αφήνοντας πίσω της όμορφες εικόνες και ιστορίες που ζεσταίνουν ακόμα τις παιδικές ψυχές.

Το κουνέλι λοιπόν που δημιούργησε η Μπέατριξ Πόττερ, το ονόμασε Πήτερ Ράμπιτ, επηρεασμένη από το παιδικό της κουνελάκι τον Πήτερ Πάϊπερ. Φορά ένα καλοδουλεμένο μπλε σακάκι και όμορφα σκαρπίνια. Έχει ολόκληρη οικογένεια πίσω του, ζει σε μια κουνελότρυπα εξοπλισμένη με μια κουζίνα ζηλευτή και διαθέτει ακόμα όλες τις ανέσεις μιας ανθρώπινης κατοικίας. Η πρώτη ιστορία του όμορφου αυτού κούνελου «Η ιστορία του Πήτερ Ράμπιτ» προέκυψε το 1893, όταν η Μπέατριξ έστειλε με μια επιστολή της τις ζωγραφιές και το παραμύθι στον Νόελ Μουρ, ένα πεντάχρονο αγοράκι μιας συγγενικής της οικογένειας, που ήταν άρρωστο για να ξεπεράσει πιο εύκολα την ασθένειά του και να διασκεδάσει με τις περιπέτειές του. Τον Ιούνιο του 1902, ο εκδοτικός οίκος Frederick Warne & Co ανέλαβε την έκδοση του πρώτου της βιβλίου και μέχρι το τέλος του χρόνου είχαν εξαντληθεί περισσότερα από 28.000 αντίτυπα. Στο πέρασμα των χρόνων, η Ιστορία του Πήτερ Ράμπιτ πούλησε παγκοσμίως πάνω από 40 εκατ. βιβλία ενώ μέχρι το 2008, όλες οι ιστορίες του κουνελιού ξεπέρασαν τα 151 εκατ. αντίγραφα σε 35 γλώσσες.

Θα σου πω όμως και λίγα λόγια για τη δημιουργό του, την Μπέατριξ Πόττερ, μια λαμπερή προσωπικότητα. Γεννήθηκε στις 28 Ιουλίου 1866 στο Λονδίνο και ήταν κόρη μιας αρκετά ευκατάστατης οικογένειας. Συγγραφέας, εικονογράφος, φυσική επιστήμων και οικολόγος. Σε αντίθεση με τα άλλα της αδέλφια, εκείνη μεγαλώνει απομονωμένη με τη νταντά της και τους υπηρέτες μέσα σε ένα ιδιαίτερα αυστηρό και συντηρητικό περιβάλλον. Σε αυτή την πνιγηρή ατμόσφαιρα, η μοναδική της παρέα είναι τα πάμπολλα ζωάκια που συγκεντρώνει γύρω της τα οποία προσέχει και τους διοχετεύει αγάπη και φροντίδα. Είχε καταφέρει να συγκεντρώσει βατράχια, κουνέλια, σαλαμάνδρες και κουνάβια μέχρι και μια “κατοικίδια” νυχτερίδα φρόντιζε. Η ιδιαίτερη σχέση που αναπτύσσει με τα δυο της κουνέλια την ενέπνευσαν αργότερα να γράψει και να εικονογραφήσει την πιο επιτυχημένη της ιστορία.

Τα καλοκαίρια τα περνάει με τους γονείς της στη Σκωτία, κοντά στη λίμνη Ντίστρικτ, όπου χωρίς καμία προηγούμενη εκπαίδευση παρατηρεί, σκιτσογραφεί και ζωγραφίζει όσα της προκαλούν το ενδιαφέρον. Η ομορφιά της φύσης και τα ζωάκια της είναι αυτά που μονοπωλούν το ενδιαφέρον της, εξάρουν τη φαντασία της ενώ ζωγραφίζει ασταμάτητα. Η ζωγραφική της είναι αριστοτεχνική και αποδεικνύει πόση φαντασία, καθαρή σκέψη και ελεύθερο πνεύμα κρύβει τελικά μέσα της κόντρα στις όποιες αντιξοότητες. Η Μπέατριξ διαφοροποιείται εντελώς και αποφασίζει να βαδίσει τα δικά της μονοπάτια καθώς έρχεται αντιμέτωπη με τη θέληση των γονιών της. Παρόλο που την εποχή εκείνη δεν ήταν και τόσο εύκολο για τις γυναίκες να λαμβάνουν τη μόρφωση που επιθυμούσαν, η Μπέατριξ κατάφερε να διεισδύσει εύκολα στο αντρικό επιστημονικό άβατο, αυτό της μηκυτολογίας, αφού κατάφερε να αποδώσει εξαιρετικά και να παρουσιάσει στα μέλη του κάποιες αναλυτικές υδατογραφίες μηκύτων.

Όπως είπαμε παραπάνω, η Μπέατριξ έστειλε στον Νοέλ την ιστορία της συνοδεύοντάς την με αυτά τα λόγια: «Αγαπητέ μου Νόελ, δεν ξέρω τι να σου γράψω, γι’αυτό θα σου διηθηθώ μια ιστορία για τέσσερα μικρά κουνέλια…».

Κάπως έτσι γεννήθηκε ο «Πήτερ Ράμπιτ», που η έκδοσή του υλοποιήθηκε 8 χρόνια αργότερα. Αυτό συνέβη διότι σε όσους εκδότες και αν είχε απευθυνθεί η Μπέατριξ αυτοί της αρνήθηκαν να το εκδόσουν και μόνο ο Φρέντερικ Γουάρνι αποδέχεται την πρόκληση. Εκεί τότε γνώρισε το γιό του Νόρμαν όπου αναπτύχθηκε μεταξύ τους μια τρυφερή σχέση αγάπης και αρραβωνιάστηκαν ανεπίσημα εξαιτίας της άρνησης της οικογένειάς της. Δυστυχώς, ο Νόρμαν πεθαίνει λίγο πριν το γάμο τους, αφήνοντας την Μπέατριξ μόνη, θλιμμένη και μακρυά από την οικογένειά της.  Η δύναμη της ψυχής της αλλά και το ανεξάρτητο πνεύμα της την κάνουν να συνεχίσει τη ζωή της παρ’όλη τη θλίψη που νιώθει και τη μοναξιά της. Αρχίζει να γράφει, να εικονογραφεί ασταμάτητα και να εκδίδει πανέμορφα παιδικά βιβλία. Ανεξαρτητοποιείται οικονομικά και με τα έσοδα από τις πωλήσεις τους αγοράζει μια μεγάλη φάρμα, το Χιλλ Τοπ, στη λίμνη Ντίστρικτ όπου παντρεύεται στα 40 της χρόνια έναν τοπικό δικαστή. Οι τεράστιες εκτάσεις γης που αγοράζει γύρω από τη λίμνη αυξάνονται, και σύντομα χτίζει ένα εντελώς δικό της αγρόκτημα στο οποίο μπορεί να ασχοληθεί απερίσπαστη πια με τη μεγάλη της αγάπη, τα ζώα. Διατηρεί το προσωπικό της φάρμας και ασχολείται με την καλλιέργεια της γης ενώ συνεχίζει να γράφει παιδικά βιβλία με ήρωες τα αγαπημένα της ζωάκια.

Στις 22 Δεκεμβρίου 1943, έχοντας εκδώσει 23 υπέροχα βιβλία, η Μπέατριξ Πόττερ πεθαίνει, αφήνοντας πίσω της ένα τεράστιο λογοτεχνικό έργο. Τα βιβλία της εξακολουθούν να πωλούνται και να μεταφράζονται σε όλες στις γλώσσες ακόμα και σήμερα σε κάθε σημείο της γης.

Τελικά, ακόμα και οι νύχτες φαίνεται πως κρύβουν μερικές φορές μικρές εκπλήξεις. Εκεί που νομίζεις πως μια πρόσκαιρη δυσκολία σε κάνει να χάσεις τον ύπνο σου ένα βράδυ, έρχεται απρόσμενα μια αληθινή ιστορία να σου υπενθυμίσει πως η δύναμη της ψυχής και η θέληση διαλύουν και τα πιο δυσβάσταχτα εμπόδια αρκεί να μπορείς να ονειρεύεσαι και να “ζωγραφίζεις”… τον επόμενο στόχο.