Άρθρο: Χριστίνα Ζερδεβά
Μεσημέρι Κυριακής και εγώ κοιτάζω έξω από το μεγάλο μου παράθυρο αφήνοντας χωρίς βιασύνη το βλέμμα μου να περιπλανηθεί στης θάλασσας την άκρια. Την παρακολουθώ, στηλώνω τη ματιά μου ακριβώς εκεί που ξεχωρίζει και κόβεται με μια παράλληλη γραμμή από του ορίζοντος το άλλο μπλε αφού στο τσάκισμά της αρχίζει να χρυσίζει τόσο ευνοημένη από του ήλιου την πλουσιοπάροχη προσφορά. Με προκαλεί, με προσκαλεί, με ταξιδεύει στης ψυχής μου την απλωσιά μ’ αυτή της την κίνηση, αργή και νωχελική, θαρρείς πως θέλει να μου νανουρίσει προς στιγμή όλες μου τις αισθήσεις, να απαλύνει τις γωνίες και να με προετοιμάσει για τα «άλλα» μου ταξίδια… Είναι από εκείνα τα ταξίδια, που με μία τούμπα άξαφνη σε «ρίχνει» απότομα, δίχως να το πάρεις καν εσύ χαμπάρι, μέσα στου χρόνου τα γυρίσματα και σου διευκολύνει τις φυγές. Δεν ξέρω τελικά αν η θάλασσα είναι πραγματικά τόσο αληθινή ή είναι οι φήμες που εξαγνίζουν την αλήθεια της, αν της αξίζουν πάντα τα παινέματα για όσα νομίζεις ότι προκαλεί στις ψυχές των ανθρώπων ή είναι της ανάγκης μας τα εσωτερικά καταφύγια που έλκουν. Σημασία έχει πάντως πως τελικά μάλλον «διευκολύνει» αυτό το χάσιμο μέσα στο χρόνο –τον άχρονο- προσέχει να μην γίνουν οι μνήμες άκαμπτες δίχως ουσία, να μην στεγνώσει το χρώμα στις εικόνες των στιγμών που «επέλεξες» να ζήσεις, να μην ξεχάσεις τις μορφές που στόλισαν της ζωής σου το μονότονο μονοπάτι αλλά ίσως να της έδωσαν νόημα εν τέλει και πλούσιες εμπειρίες. Όχι μονάχα οι χαρές αλλά και εκείνα τα «δύσκολα» ακόμη, οι πόνοι και οι λύπες που τρυπώνουν σαν τους απρόσκλητους συγγενείς και σε παρασύρουν σε ένα χορό αλλιώτικο, λυσσομανώντας στης ψυχής σου τα φιλοκάρδια. Και αυτές έχουν το μερτικό τους. Όλα αυτά είναι που σε καθόρισαν και σε έκαναν αυτό που είσαι σήμερα, δεν φταίει η θάλασσα γι’αυτό, εκείνη απλά στο υπενθυμίζει. Εσύ, εγώ, μέσα στον ήχο της σιωπής μας τυλιγμένοι, αναζητούμε συχνά το κάλεσμά της, το ακούμε, το βλέπουμε και ας μην είναι αλήθεια γιατί ό,τι μας πόνεσε δεν χάθηκε ποτέ, δικό μας είναι το εύσημο και ας το κρύψαμε με περισσή φροντίδα στα πιο κατάβαθα βελούδινα κουτάκια μας. Αρκεί ένα βλέμμα στης θάλασσας την ηλιογέννητη φιγούρα για να ξεσηκώσει τους εσωτερικούς ασκούς και να μας θεριέψει άγρια τη μνήμη, να ανασύρει από της λησμονιάς αυτά που πρέπει να σωθούν για να απαλύνει ο χρόνος. Να γίνουν βίωμα και να ιδωθούν με άλλο μάτι. Να αποδεχτούμε στο τέλος και εμείς όλα αυτά που χάσαμε ανεπιστρεπτί, αυτά που δεν μπορέσαμε να «χωνέψουμε» γιατί μας βάραιναν και τα κρύψαμε κάπου πρόχειρα από φόβο. Τα ανομολόγητα που μας λεηλάτησαν και εκείνα που κάποτε παιγνίδισαν στης φαντασίας μας μέσα τις κρυφές γωνιές, χωρίς να τολμούν να εμφανιστούν στης λογικής μας τα απόκρυφα. Έτσι είναι η «μνημοσύνη», ξύνει πληγές και ξεσηκώνει. Όλα, μορφές και εικόνες τρεμοπαίζουν ανάκατα -όπως σε κόσμους αόρατους στο ανθρώπινο το μάτι όπου οι σκιές καμώνονται ιστορίες- μέσα στης φαντασίας μας το μπαμπακένιο το «κορμί» με τα φτερά ξεδιπλωμένα, μήπως και δούμε τελικά τι θα κρατήσουμε, τι θα πετάξουμε. Άλλωστε, έχει σπουδαίο νόημα η «λέξη» τούτη, Μνημοσύνη, της είχανε λέει κάποτε δώσει και μορφή, στη Θεογονία αν δεν κάνω λάθος –διόλου τυχαία θα σου πω εγώ- αφού ήταν μία εκ των Τιτάνων, κόρη της Γαίας και του Ουρανού.
Το μπλε μπροστά μου κουράστηκε να παίζει και οι σκέψεις μου ησυχάσαν τόσο πολύ που δύσκολα ξεχώριζες πια τον ήχο από τον ψίθυρο, μόνο η σιωπή έσμιγε το νόημά τους. Άνοιξα τα μάτια και ένιωσα πως άλλα μάτια ταξιδεύαν τόσην ώρα στης θάλασσας τις μνήμες μου. Βαρκούλες που αράξαν τελικά στης λησμονιάς τα καταφύγια και αναπαυτικά σταθμεύσαν μέχρι τον επόμενο ξεσηκωμό τους. Που θα πάει, μονολογώ, κάποια μέρα θα καταλάβω και εγώ …πως όλα τούτα είναι της φαντασίας μου παιχνίδια και πως τίποτα από όλα όσα νόμισα πως έζησα δεν γίνηκαν τελικά ποτέ στην πράξη!
Μου ήρθε τότε συνειρμικά αναλαμπή μεγάλη, μια τόση δα μικρούλα ταινιούλα θυμήθηκα που κάποτε είχα δει. Την έψαξα, την βρήκα. Γι’αυτό το περίεργο ταξίδι της ψυχής μιλάει, για όλα αυτά που νιώθουμε αλλά μένουν τελικά σιωπές. Θέλω να το δεις και εσύ, αν δεν το ξέρεις ήδη. Οι «Όμορφες Ερωτήσεις» είναι ένα εκπληκτικά όμορφο animation από αυτά που σου καρφώνονται στο νου και δεν τα αποσύρεις εύκολα. Μια ταινιούλα που λέγεται Preguntas Hermosas από την Süperfad. Είναι σαν ένα παραμύθι που τα έχει όλα. Επιθυμίες που ξεχειλίζουν ανήμπορα να βασταχτούν, πόθοι που μπλέκονται με μια νοσταλγική διάθεση αναμετάξυ τους και όλα αυτά σε μια μελαγχολία που υφέρπει για να δημιουργήσει “εικόνα”. Eίναι μια ιστορία για το χρόνο που μοιράστηκαν δύο άνθρωποι, δοσμένη μέσα από το συνδυασμό του «Poema Χ» (Χάσαμε πάλι αυτό το δείλι), αυτό το τόσο αισθαντικό ποίημα του Pablo Neruda και του «Under the Harvest Moon», του βραβευμένου ποιητή Carl Sandburg. Εκτυλίσσεται με λυρισμό και αναδεικνύει συγκινητικά τα συναισθήματα ειδωμένα μέσα από τρεις διαδικασίες, αυτό της μνημοσύνης, της απώλειας και τέλος της αναγκαίας αποδοχής. Μόλις το δείτε, είμαι σίγουρη πως θα καταλάβετε ακριβώς της μνήμης μου αυτή την τοσοδούλα αναλαμπή!
Χάσαμε πάλι αυτό το δείλι.
Χάσαμε πάλι αυτό το δείλι.
Κανείς δε μας είδε απόψε με ενωμένα τα χέρια
ενώ η γαλάζια νύχτα έπεφτε πάνω στον κόσμο.
Από το παράθυρο μου είδα τη γιορτή της δύσης
πάνω στους μακρινούς λόφους.
Καμιά φορά σαν ένα νόμισμα
άναβε ένα κομμάτι ήλιου ανάμεσα στα χέρια μου.
Εγώ σε θυμόμουνα με την ψυχή σφιγμένη
από εκείνη τη θλίψη μου που εσύ ξέρεις.
Τότε πού ήσουνα;
Ανάμεσα σε ποιους ανθρώπους;
Λέγοντας ποια λόγια;
Κάτω από τα ρόδα του καλοκαιριού,
όταν το βαθύ κόκκινο του δειλινού<
κρύβεται μέσα στ’ άγρια κόκκινα φύλλα,
η αγάπη, µε µικρά χεράκια, έρχεται,
σ’αγγίζει µε χιλιάδες αναµνήσεις
και σε ρωτά… …όμορφες,
αναπάντητες ερωτήσεις.