Άρθρο: Αναγνώστου Ι. Ευθυμίας
Κλιν.Ψυχολόγος – Ψυχοθεραπεύτρια
Ψυχ/κή Κοιν. Λειτουργός – Κοινωνιολόγος
«Κατάθλιψη, η ασθένεια που φαίνεται να κυριαρχεί στην εποχή μας»
Όταν η αβεβαιότητα στην περίοδο της οικονομικής κρίσης εντείνεται…
Όταν τα πράγματα δεν πάνε και τόσο καλά στη ζωή μας…
Όταν το βάρος των υποχρεώσεων συνθλίβει την ανταποκριτικότητά μας σε μικρές ή μεγαλύτερες χαρές και ικανοποιήσεις…
Όταν το άγχος μας κατακλύζει…..
Όταν τραυματικά γεγονότα, όπως είναι οι χωρισμοί, οι ασθένειες, οι θάνατοι αγαπημένων προσώπων, οι απώλειες (ερωτικές απογοητεύσεις, επαγγελματικές αποτυχίες, κ.ά.), αλλά και αλλαγές συμβαίνουν… τότε αυθόρμητα συνηθίζουμε να λέμε προσπαθώντας να περιγράψουμε ό,τι αισθανόμαστε, πως «μάλλον είμαι σε κατάθλιψη…».
Έτσι φαίνεται να κλείνουμε σε μια μόνο λέξη, όλο το βάρος και την απόγνωση των αρνητικών συναισθημάτων που βιώνουμε, μάλλον εντονότερα, σε κάποια ή κάποιες χρονικές φάσεις της ζωής μας. Η αλήθεια είναι πως ζούμε σε πολύ δύσκολους καιρούς όπου η συχνότητα των συναισθηματικών διαταραχών σε παγκόσμια κλίμακα παρουσιάζει μια αυξητική τάση, πόσο μάλλον στην Ελλάδα. Φαινόμενο που εύκολα επεξηγείται με τις απότομες κοινωνικοοικονομικές, πολιτικές και τεχνολογικές αλλαγές που συμβαίνουν, την πολυπλοκότητα της επικοινωνίας και των σχέσεων, την αποξένωση αλλά και την απουσία αξιακού προσανατολισμού και εφικτών στόχων.
Με τέτοια δεδομένα και όπως προκύπτει από σχετικές αμερικάνικες έρευνες εκτιμάται ότι, το ποσοστό των ανθρώπων που αναφέρουν σε κάποια χρονική περίοδο της ζωής τους ότι παρουσίασαν βαρύτερα ή ηπιότερα καταθλιπτικά συμπτώματα (στα πλαίσια των διαταραχών της διάθεσης κατά τη νοσογραφική κλίμακα DSM IV) κυμαίνεται από 8% έως και 20% περίπου. Ωστόσο η κατάθλιψη και ό,τι μπορεί αυτό να σημαίνει, είτε εκλαιϊκευμένα είτε βάση επιστημονικών νοσογραφήσεων, δεν παύει να είναι μια κλινική οντότητα που με κάπως διαφορετικό περιεχόμενο αναφέρθηκε ως «μελαγχολία», αναγνωρίστηκε και περιγράφτηκε δε ήδη από την αρχαιότητα. Σύμφωνα λοιπόν με την «θεωρία των χυμών» του σώματος του Ιπποκράτη, η Μελαγχολία ήταν αποτέλεσμα της «μαύρης χολής» που επικρατούσε στο σώμα του ασθενή με τη συγκεκριμένη πάθηση, ενώ συνοδευόταν από απώλεια όρεξης, αίσθημα αδυναμίας, αυπνία, ανησυχία και ευερεθιστότητα. Στη σύγχρονη ιστορία της Ιατρικής, ο Ψυχίατρος Equirol ήταν ο πρώτος που επεσήμανε τη διαταραχή του συναισθήματος ως βασικό στοιχείο της κατάθλιψης, ενώ μέχρι τότε, η μελαγχολία θεωρείτο διαταραχή της σκέψης, δηλαδή μια μορφή τρέλας.
Έκτοτε και έως σήμερα, ο ορισμός και η περιγραφή των συναισθηματικών διαταραχών ή διαταραχών της διάθεσης ή αλλιώς θυμικών διαταραχών καθώς και το περιεχόμενο των κλινικών τους μορφών (κατάθλιψη, μανία και μικτή μορφή, δηλαδή μανιοκατάθλιψη), αποτέλεσε το αντικείμενο μελέτης πολλών επιστημόνων, διαφορετικών σχολών ερμηνευτικής και θεραπευτικής προσέγγισης, καθώς και νοσογραφικών συστημάτων κατάταξης.
Αυτό που με βεβαιότητα μπορούμε να παρατηρήσουμε είναι ότι τέτοιου τύπου διαταραχές αφορούν σε ποικίλες βιολογικές, ψυχολογικές και συμπεριφορικές δυσκολίες (δυσλειτουργίες) που μπορεί να έχουν διαφορετική σοβαρότητα και διάρκεια. Η κατάθλιψη, με το εύρος και την ποικιλία των συμπτωμάτων της, φαίνεται να είναι «πανταχού παρούσα» και γι’ αυτό είναι αναγκαία η δυνατότητα αναγνώρισής της. Για να βρίσκεται κάποιος σε κατάθλιψη, δεν είναι πάντα απαραίτητο η καταθλιπτική του διάθεση να γίνεται εμφανής, αν και αυτή αποτελεί τη συχνότερη εκδήλωση. Μπορεί να παρουσιάζονται και άλλες διαταραχές στο συναίσθημά του, όπως είναι η ανηδονία, δηλαδή η απώλεια ευχαρίστησης από δραστηριότητες που μέχρι τώρα του έδιναν ικανοποίηση (το φαγητό, το σέξ, οι οικογενειακές και κοινωνικές εκδηλώσεις, το αγαπημένο του επάγγελμα, τα χόμπυ κ.άλ.). Το άγχος -εκφρασμένο σαν μια εσωτερική δυσφορία, φόβο, αίσθημα επικείμενου κινδύνου καταστροφής- η ευερεθιστότητα, οι προσβολές πανικού που συνοδεύονται και από συμπτώματα ταχυκαρδίας, εφίδρωσης, τρόμου κλπ. Ακόμη, συχνή είναι η παρουσία συμπτωμάτων που σχετίζονται με το νευροφυτικό σύστημα, όπως είναι οι διαταραχές ύπνου, όρεξης, η απώλεια ενέργειας, η ελάττωση της σεξουαλικής επιθυμίας, η ψυχοκινητική επιβράδυνση ή η διέγερση. Επιπλέον, ως προς την κινητοποίηση του ατόμου, αυτή μπορεί να μειωθεί έως της παντελούς απώλειας ενδιαφέροντος για το κάθε τι, της μη λειτουργικότητας, της έλλειψης ελπίδας, των αρνητικών σκέψεων ή και της απόπειρας αυτοκτονίας. Ο τρόπος σκέψης και αντίληψης του ατόμου επηρεάζονται σε τέτοιο βαθμό, ώστε η ενοχή, η αναξιότητα και η χαμηλή αυτοεκτίμηση, να προεξάρχουν. Το άτομο σε κατάθλιψη δυσκολεύεται, εκτός των άλλων, να συγκεντρωθεί σε κάτι. Χαρακτηρίζεται από αναποφασιστικότητα, αργούς ρυθμούς στο «σκέπτεσθαι» ενώ η μνήμη και η προσοχή του κάμπτονται σημαντικά. Η κατάθλιψη μπορεί να είναι βαριά όταν περιλαμβάνει ψυχωτικές εκδηλώσεις, δηλαδή ψευδαισθήσεις, ή παραληρηματικές ιδέες, σύμφωνες με την καταθλιπτική του διάθεση. Μπορεί επίσης να υπάρχει ένας μεγάλος αριθμός σωματικών ενοχλημάτων που ξεφεύγουν από τα κλασσικά συμπτώματα. Τέτοια μπορεί να είναι η κεφαλαλγία, οι μυικοί πόνοι, η δυσκοιλιότητα, η δυσχέρεια στην αναπνοή, ο πόνος στο στήθος, η ναυτία και πολλά άλλα. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις χρησιμοποιείται ο όρος «καλυμμένη κατάθλιψη». Όσοι ασθενείς υποφέρουν από τέτοιες ενοχλήσεις, συνήθως επιμένουν σε οργανικούς ελέγχους που δεν φέρουν κάποιο αποτέλεσμα και δεν ανακουφίζονται παρά μόνο για λίγο, όταν επιβεβαιώνουν ότι δεν πάσχουν από κάποια σωματική ασθένεια.
Στα παιδιά ιδιαίτερα αλλά και στους εφήβους οι καταθλιπτικές εκδηλώσεις διαφοροποιούνται από αυτές των ενηλίκων. Για παράδειγμα στους προεφήβους, θα μπορούσε να αναπτυχθεί το λεγόμενο «άγχος αποχωρισμού» που συνήθως εκφράζεται με προσκόλληση στους γονείς, παράλογο φόβο μήπως πάθουν κακό, άρνηση για το σχολείο. Στους εφήβους μπορεί να εμφανιστεί αρνητισμός ή ακόμη και αντικοινωνική συμπεριφορά. Οι τάσεις φυγής από το σπίτι, ο εκνευρισμός, η επιθετικότητα, η τάση απομόνωσης, τα μαθησιακά προβλήματα, η παραμέληση της εμφάνισης, η εξάρτηση από ουσίες ή αλκοόλ, είναι μερικές από τις εφηβικές αντιδράσεις. Το φάσμα των θεραπευτικών προσεγγίσεων για την αντιμετώπιση της κατάθλιψης είναι ευρύ και περιλαμβάνει σωματικές, ψυχολογικές και ψυχοθεραπευτικές μεθόδους, που ανάλογα με την περίπτωση και τη βαρύτητα των συμπτωμάτων κάθε ασθενή, χρησιμοποιούνται σε κατάλληλο συνδυασμό. Οι στόχοι των σωματικών θεραπειών εντοπίζονται περισσότερο στη βελτίωση των φυσιολογικών λειτουργιών (ύπνος, όρεξη, σεξουαλικότητα κ.άλ.) και αφορούν στη χορήγηση φαρμακευτικής αγωγής, ενώ οι ψυχολογικές–ψυχοθεραπευτικές θεραπείες, στοχεύουν στη βελτίωση της διαπροσωπικής λειτουργικότητας του ατόμου και στη συναισθηματική του εξισορρόπηση.
Παρότι οι συνέπειες αυτής της διαταραχής δημιουργούν ένα μεγάλο οικονομικό κόστος που σχετίζεται κυρίως με την απόσυρση των ατόμων από την εργασιακή παραγωγικότητα, εξίσου σοβαρή βλάβη είναι και αυτή που προκαλείται σε κοινωνικό επίπεδο, όταν οι άνθρωποι δυστυχούν, πονούν, συγκρούονται ή διαλύουν τις οικογένειες τους, όταν αγγίζουν την αρρώστια ή φθάνουν ακόμα και στο θάνατο. Από την άλλη μεριά μέσα από τη βύθιση στη δυστυχία, κάποιοι έχουν την ευκαιρία για την πλέον σημαντική προσωπική τους ενδοσκόπηση που μπορεί να γίνει μια χρήσιμη διαδρομή προς τα ανώτερα επίπεδα πνευματικότητας και συνειδητότητας.
Θα μπορούσαν εδώ να γραφούν και να ειπωθούν πολλά, επιστημονικά ή μη, όπως άλλωστε έχει συμβεί σε αρκετές περιπτώσεις. Αυτό όμως που νομίζω πως είναι το σημαντικότερο, για να κρατηθεί στην ψυχή και στο μυαλό μας, είναι η ανάγκη να βρίσκουμε πάντα διεξόδους στα σκοτεινά μονοπάτια των πολύπλοκων αρνητικών συναισθημάτων μας, δίνοντας την ευκαιρία στον εαυτό μας να αναζητά και να παίρνει την κατάλληλη βοήθεια, από τους κατάλληλους ανθρώπους…