Άρθρο: Αναγνώστου Ι. Ευθυμία
Κλιν.Ψυχολόγος – Ψυχοθεραπεύτρια
Ψυχ/κή Κοιν. Λειτουργός – Κοινωνιολόγος


«Ένα μικρό παραμύθι για μικρούς, για πιο μικρούς, για μεγάλους και για μεγαλύτερους….»

Μια φορά κι ένα καιρό, σε μια χώρα φαντασμάτων, ζούσε ένα μικρό φαντασματάκι. Ήταν ένα χαριτωμένο κι ανήσυχο πλασματάκι, που διέσχιζε διαρκώς τη χώρα του από τη μια άκρη της μέχρι την άλλη. Προσπαθούσε πάντα να κάνει κάτι, κάτι σαν ζουζουνιά ας πούμε, για να ταράξει αν μπορούσε την ήρεμη ζωή της φανταστικής αυτής πολιτείας. Όλοι και όλα ήταν τόσο γαλήνια εκεί, γαλήνια και ακίνητα μέσα στο απέραντο λευκό και αόρατο.. σαν να μην υπήρχαν δηλαδή, ούτε καν μέσα στη φαντασία. Για όλα τα άλλα φαντάσματα της χώρας, η φανταστική τους ζωή έμοιαζε να είναι αυτή ακριβώς που ήθελαν να έχουν, λευκή και αόρατη, σαν ένα σύννεφο, σαν ένας ύπνος. Κανένα άλλο φάντασμα δε γελούσε ή δεν έκλαιγε, δε μιλούσε ή δεν έπαιζε. Όλα είχαν την ίδια έκφραση, το ίδιο συναίσθημα, την ίδια ασχολία, να υπάρχουν δηλαδή σαν να μην υπήρχαν. Μάταια όμως, το μικρό φαντασματάκι προσπαθούσε κάτι ν’ αλλάξει! Μάταια πάσχιζε το καημένο να ζωντανέψει την κοιμισμένη φανταστική του πολιτεία!

Οι μέρες, οι μήνες, τα χρόνια περνούσαν, μα ο χρόνος έμοιαζε ακίνητος, δεν πέρναγε με τίποτα. Το μικρό φαντασματάκι κουράστηκε να γελά, κουράστηκε να διασχίζει τη χώρα από την μια της άκρη ίσα με την άλλη και να ζουζουνίζει διαρκώς, κουράστηκε να προσπαθεί “κάτι” ν’ αλλάξει. Αποφάσισε λοιπόν ν’ ανέβει ψηλά στον ουρανό της κοιμισμένης κι άχρωμης πολιτείας και εκεί να μείνει, μακρυά απ’ όλους και απ’ όλα! Δεν ήξερε για πόσο και δεν ήθελε ούτε καν να το σκεφτεί. Έτσι κι αλλιώς, κανένα από τα άλλα φαντάσματα δεν θα νοιαζόταν για την απουσία του αφού κανένα άλλωστε δεν νοιαζόταν ούτε για την παρουσία του.

Έμεινε λοιπόν στον ουρανό της πολιτείας του “καιρό πολύ” και όλο έκλαιγε και έκλαιγε και έκλαιγε και έκλαιγε.. έκλαιγε τόσο πολύ που τα δάκρυά του έγιναν βροχή. Βροχή που έπεφτε για μέρες και για μήνες στη φανταστική αυτή χώρα, μα που και πάλι κανένας δεν το πρόσεξε, κανένας δε χάρηκε ή δε λυπήθηκε γι’ αυτό. Τότε το μικρό φαντασματάκι σταμάτησε να κλαίει, αλλά αντίθετα θύμωσε. Θύμωσε τόσο πολύ που άρχισε να χτυπά με όλη του τη δύναμη τον ουρανό της πολιτείας, έχοντας μία και μόνη βαθιά επιθυμία… να τον σπάσει, να τον ανοίξει και να ελευθερωθεί.

Ξάφνου ο ουρανός σχίζεται στα δύο, το μικρό φαντασματάκι γλιστρά μέσα από το άνοιγμά του και αρχίζει να αιωρείται στον αέρα σα να πετά. Να πετά σ’ έναν άλλο ουρανό. Έναν ουρανό γαλάζιο αυτή τη φορά. Όλα έμοιαζαν μαγικά! Ο αέρας ανέδυε μυρωδιές κι αρώματα. Που και που το φαντασματάκι έβλεπε γύρω του κι άλλους ταξιδιώτες και κάπου εκεί στο βάθος μιαν άλλη πολιτεία, χρωματιστή αυτή τη φορά. Πετούσε, γελούσε, τραγουδούσε και χαιρόταν και διασκέδαζε με την ψυχή του. Συνέχεια πετούσε, στροβιλιζόταν και γελούσε! Ήταν τόσο μεγάλη η χαρά του, που ακόμη δεν είχε προσέξει καλά την καινούργια αυτή πολιτεία. Ήταν “η πολιτεία της πραγματικότητας αυτή.. Σαν έστρεψε λοιπόν την ματιά του προς τα εκεί, τον περίμενε μια ακόμη μεγαλύτερη έκπληξη. Παντού υπήρχαν χρώματα, πολλά και διαφορετικά, έντονα και αχνά. Όχι μόνο γαλάζιο, αλλά και κίτρινο και κόκκινο και πράσινο και μπλέ. Υπήρχαν δέντρα και σπίτια, άνθρωποι και ζώα, ακούγονταν φωνές, γέλια, κλάματα και μουσικές. Το μικρό φαντασματάκι στάθηκε γοητευμένο να κοιτάζει από ψηλά την χρωματιστή πολιτεία, την αληθινή πολιτεία. Χρειάστηκε κάμποση ώρα για να συνέλθει από την έκπληξή του. «Φαίνεται ότι υπάρχουν στην πραγματικότητα, όσα δεν τολμούσα να ονειρευτώ..» σκέφτηκε μέσα του.

Τότε πήρε την μεγάλη απόφαση! Αποφάσισε να κάνει την πιο μεγάλη βουτιά της μέχρι τότε ζωής του. Μια βουτιά στην «πολιτεία της πραγματικότητας», στην «χρωματιστή πολιτεία», στην πραγματικότητα της χαράς, της λύπης, της σιωπής, του ήχου και του χρώματος. Παίρνει τότε μια βαθιά ανάσα και βουτά. Βουτά και προσγειώνεται στην καινούργια πολιτεία. Ξαφνικά κάτι αλλάζει, νιώθει να παίρνει βάρος. Νιώθει να πατά στο έδαφος, να έχει σώμα, να έχει φωνή που ακούγεται, να έχει ψυχή που νιώθει και την νιώθουν. Αισθάνεται πως μπορεί να πετά και τώρα, όχι όμως όπως πριν, γιατί τώρα έχει αυτή την ψυχή και αυτή την σκέψη. «Είναι τελικά πολύ όμορφη ετούτη η πολιτεία» φώναξε δυνατά «μπορεί πια να γίνει η δική μου πολιτεία..».