Άρθρο: Αναγνώστου Ι. Ευθυμίας
Κλιν.Ψυχολόγος – Ψυχοθεραπεύτρια
Ψυχ/κή Κοιν. Λειτουργός – Κοινωνιολόγος


«Αγχώδεις διαταραχές» Η ψυχοσωματική τους έκφραση και οι επιπτώσεις τους στην καθημερινή ζωή.

Όλοι ή σχεδόν όλοι βιώσαμε σε κάποια στιγμή της ζωής μας, σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό αυτό που συνηθίζουμε να λέμε «άγχος». Άνθρωποι, που κάποτε και για κάποιους λόγους νιώσαμε περισσότερο απ’ ότι συνήθως συναισθηματικά ευάλωτοι, ψυχολογικά πιεσμένοι και χωρίς να συνειδητοποιούμε από την αρχή την αιτία, υποφέραμε από έντονα σωματικά συμπτώματα όπως κεφαλαλγίες, στομαχικές κράμπες, πόνους στο στήθος, τρέμουλο ή και αδυναμία στα άκρα, ζαλάδες, βούισμα στ’ αυτιά, εφίδρωση σε διάφορα μέρη του σώματος και πολλά άλλα, τα οποία πολύ συχνά μας οδήγησαν μοιραία σε παθολόγους ή καρδιολόγους ή ακόμη και στις εφημερίες των γενικών νοσοκομείων, από το φόβο ότι είχαμε προσβληθειί από κάποια σοβαρή σωματική ασθένεια.

Σχεδόν πάντα, πίσω από κάθε τέτοια ενοχλητική κατάσταση ελλοχεύουν κάποια συγκεκριμένα γεγονότα, οι κατάλληλες συνθήκες αλλά και ίσως «ανάλογης ευαισθησίας» προσωπικότητες, που διευκολύνουν την εμφάνιση αυτών των διαταραχών άγχους. Υπολογίζεται στατιστικά ότι, περίπου το 2% – 4% του γενικού πληθυσμού παρουσιάζει σε κάποια φάση της ζωής του κάποια από αυτές τις αγχώδεις διαταραχές. Παρ’όλα αυτά, είναι δύσκολο να ορίσουμε την έννοια του άγχους με ακρίβεια, γιατί στα πλαίσια μιας εκλαϊκευμένης αντίληψης εκφράζει ποικιλία συναισθημάτων που κινητοποιούνται από διαφορετική αιτιολογία και διαφέρουν σε ποιότητα, ένταση και τρόπο εκδήλωσης. Το βέβαιο είναι ότι το «άγχος αποτελεί μια πολύ δυσάρεστη συναισθηματική κατάσταση που περιλαμβάνει αίσθημα φόβου ή ακόμη και τρόμου, σαν απάντηση σε απειλή κινδύνου, του οποίου η πηγή είναι συνήθως άγνωστη ή μη αναγνωρίσιμη από τον άνθρωπο που την βιώνει». Σε αντίθεση λοιπόν με το φόβο αυτόν καθαυτόν η πηγή του άγχους είτε είναι άγνωστη είτε έχει ελάχιστη ένταση σε σύγκριση με την ένταση της σωματικής και ψυχολογικής αντίδρασης που προκαλεί. Το άγχος θεωρείται παθολογικό όταν δημιουργεί προβλήματα στην καθημερινή λειτουργικότητα, στην επίτευξη στόχων ή και στην ηρεμία του κάθε ατόμου, οπότε σε αυτή την περίπτωση αρχίζουμε να μιλάμε για την εμφάνιση κάποιας αγχώδους διαταραχής.

Το άγχος λοιπόν γίνεται πρόβλημα όταν το άτομο που πιέζεται ψυχολογικά εμπλέκεται διαρκώς σε αγχογόνες καταστάσεις που διαιωνίζουν και τροφοδοτούν ψυχολογικές αντιδράσεις, συμπεριφορές και σωματικά συμπτώματα, τα οποία συνιστούν τις αγχώδεις διαταραχές, όπως αυτές κατατάσσονται νοσογραφικά, δηλαδή τη διαταραχή πανικού και αγοραφοβία, τις φοβικές διαταραχές (αγοραφοβία, κοινωνική φοβία, απλή φοβία), την ψυχαναγκαστική–καταναγκαστική διαταραχή, τη διαταραχή μετά από ψυχοτραυματικό στρές και τη γενικευμένη αγχώδη διαταραχή. Μια από τις πιο δημοφιλείς διαταραχές άγχους που τα τελευταία χρόνια προσβάλλει με πολύ μεγαλύτερη συχνότητα άτομα, κυρίως νεαρής ηλικίας, είναι η Διαταραχή Πανικού.

Παρά την πολυπαραγοντικότητα της αιτιολογίας, χρειάζεται να επισημανθεί εδώ ότι η εμφάνιση της Διαταραχής Πανικού έχει ενισχυθεί σε μεγάλο βαθμό από τη διεύρυνση των ψυχοπιεστικών συνθηκών, φαινόμενο που κάνει την εμφάνισή του κυρίως την εποχή της οικονομικής κρίσης που βάλλει τις παραγωγικές κυρίως ηλικιακές ομάδες, οι οποίες και εγκλωβίζονται στον κυκεώνα των ανεκπλήρωτων υποχρεώσεων με μικρές έως ανύπαρκτες δυνατότητες επαγγελματικής δραστηριότητας για τη διευθέτησή τους. Η μεγάλη αρχική προσδοκία για την κατάκτηση της γρήγορης και αποδοτικής επαγγελματικής και κοινωνικής επιτυχίας που χαρακτήριζε τις αρχές της δεκαετίας 2000+ αποτέλεσε μεγάλη παγίδα για τη ματαίωση των νέων ανθρώπων που ακολούθησε στα τελευταία 4-5 χρόνια της κρίσης. Έτσι, αυτοί οι νέοι άνθρωποι, συχνότατα ματαιωμένοι από μια πραγματικότητα που εμποδίζει την εκπλήρωση των προσδοκιών τους, θλιμμένοι και εξαντλημένοι ψυχολογικά, προσβάλλονται από κρίσεις υπερβολικού άγχους, δυσφορίας και φόβου, με παράλληλες σωματικές εκδηλώσεις. Οι προσβολές αυτές συμβαίνουν ξαφνικά και χωρίς να εμφανίζουν κάποιο εμφανές και συγκεκριμένο ερέθισμα τις περισσότερες φορές. Τα κύρια χαρακτηριστικά μιας τέτοιας προσβολής είναι κυρίως το έντονο αίσθημα φόβου, η υπερβολική ένταση και η εμμονική ιδέα ότι θα συμβεί κάτι πολύ κακό, μια καταστροφή που πλησιάζει, ενώ ταυτόχρονα το σώμα μπορεί και να αντιδρά με πολλούς τρόπους, όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, με τη μορφή δύσπνοιας, ζάλης, εφίδρωσης, λιποθυμικής τάσης, ναυτίας, τρόμου, μουδιάσματος κ.ά.

Συνήθως οι κρίσεις πανικού έχουν ποικίλη χρονική διάρκεια (από λεπτά έως και ώρα ή και παραπάνω). Μπορεί επίσης να συμβαίνουν αρκετές φορές την εβδομάδα ή και κάθε μέρα, ενώ μπορεί να διαρκούν από μια μέρα έως και χρόνια, με περιόδους όξυνσης και ύφεσης. Φαίνεται να είναι πιο συχνές σε βιολογικούς συγγενείς πρώτου βαθμού. Τώρα, ως προς την αιτιολογία τους θα ήταν σκόπιμο να αναφερθούν μερικά από τα πιο στρεσσογόνα γεγονότα που προκαλούν κι ενισχύουν αγχώδεις αντιδράσεις διαφορετικής βαρύτητας. Συνήθως αυτά είναι:

  1. Οι απώλειες γονιών ή άλλων σημαντικών προσώπων.
  2. Οι αποχωρισμοί από γονείς ή άλλα σημαντικά πρόσωπα.
  3. Η απώλεια μιας αγάπης ή ενός μεγάλου έρωτα.
  4. Η κάθε μορφής απόρριψη από σημαντικά ή μη πρόσωπα.
  5. Η αποτυχία στην επίτευξη κάποιου στόχου.
  6. Η οικονομική καταστροφή ή η απώλεια εργασίας.
  7. Μια ασθένεια που αλλάζει την καθημερινότητα ενός ατόμου.
  8. Η μη εκπλήρωση προσδοκιών.
  9. Οι αλλαγές κατοικίας, εργασίας, τόπου διαμονής, μετανάστευση.

Με λίγα λόγια, οι θάνατοι, οι ασθένειες, οι μεταναστεύσεις, οι έντονες συγκρούσεις με αγαπημένα πρόσωπα, οι επαγγελματικές αποτυχίες, οι ανεκπλήρωτοι έρωτες, οι οικονομικές καταστροφές κ.ά. είναι μερικές από τις αιτίες ή και τις αφορμές για αγχώδεις αντιδράσεις έως και σωματοποιήσεις. Ο πιο δόκιμος τρόπος για να σταματήσει κάποιος τη διαιώνιση των αγχογόνων συνθηκών που συντηρούν τα προβλήματα και οδηγούν συχνά στην εκδήλωση των διαταραχών άγχους είναι η αναγνώριση των παραγόντων που τα προκαλούν και τα ενισχύουν.

Βέβαια, η θεραπευτική τους αντιμετώπιση διακυμαίνεται σε ένα ευρύ φάσμα, ανάλογα με τη βαρύτητά τους και την παθολογική τους έκφραση, καθώς και με τις επιμέρους ιδιαιτερότητες των ατόμων που τις βιώνουν. Σαφέστατα, θα πω πως η ψυχοθεραπεία (είτε πρόκειται για τη μορφή της αποκαλυπτικής ψυχαναλυτικής ψυχοθεραπείας, είτε πρόκειται για θεραπεία συμπεριφοράς, είτε οποιαδήποτε άλλη) είναι η κατεξοχήν ενδεικνυόμενη αντιμετώπιση που όμως σε πιο βαριές περιπτώσεις χρειάζεται να συνοδεύεται απαραίτητα και από μια κατάλληλη φαρμακευτική αγωγή, προκειμένου να διευκολύνεται η θεραπευτική διαδικασία και να ανακουφίζεται συντομότερα ο ασθενής από τη συμπτωματολογία που παρουσιάζει.

Συνεπώς, αυτό που τελικά απαιτείται είναι η αναγνώριση καταρχάς του προβλήματος αλλά και η αναζήτηση παράλληλα μιας υποστήριξης από ειδικούς για τη συγκροτημένη και υπεύθυνη αντιμετώπισή του, εφόσον η βαρύτητά του ξεφεύγει από τα όρια των δικών μας δυνατοτήτων αυτοβοήθειας.

«Ψυχή, ψυχή, που δύσκολες σε συνταράζουν έγνοιες, ορθώσου! Και αν ίσως και νικηθείς, να μην καυχιέσαι φανερά, μήτε να κλαίς στο σπίτι πέφτοντας χάμου, αν νικηθείς…!» (Αρχίλοχος. Μετ. Η. Βουτιερίδης).