Άρθρο: Βασιλική Μαμαλίγκα
Πραγματικά το πιστεύω κι έχω τους λόγους μου. To διέθετε ο πατέρας μου. Φλεγματικό, μαύρο, καυστικό, σουρεάλ άλλοτε, πάντα αποτελεσματικό όμως. Θα καταλάβετε τι εννοώ από το παρακάτω οικογενειακό «ανέκδοτο».
Το σκηνικό: το καθιστικό του σπιτιού μας με όλη την οικογένεια μαζεμένη. Η γιαγιά η Βαλιλή (από το Βασιλική), η μαμά (κόρη της Βαλιλής), ο μπαμπάς, η αδελφή μου, τέσσερα χρόνια μικρότερη και η αφεντιά μου.
Είναι η ιερή ώρα του καφέ μετά τη μεσημεριανή σιέστα (του μπαμπά και της γιαγιάς), όπου τα λέμε ως οικογένεια, πριν φύγει ο μπαμπάς για το ιατρείο του.
Η εποχή: Δεκαετία ’80. Εγώ είμαι ήδη φοιτήτρια και η αδελφή μου πρέπει να ετοιμάζεται για τις εισαγωγικές στο Πανεπιστήμιο, τις Πανελλήνιες που λέμε σήμερα.
Το story: Μάνα με έφηβη κόρη… διαφωνούν. Η μάνα της έφηβης θεωρεί ότι, αφού η κόρη της είναι καλή στο σχέδιο και στα μαθηματικά και δεξιοτέχνης στο να φτιάχνει ό,τι φανταστείτε με τα χεράκια της, ΠΡΕΠΕΙ να σπουδάσει Αρχιτεκτονική. Η έφηβη απ’ την άλλη, θέλει τα ταλέντα της αυτά να τα αξιοποιήσει στις Γραφικές Τέχνες και δεν την ενδιαφέρει καθόλου η Αρχιτεκτονική. Παράλληλα δε, ζει το πρώτο της love story με νέο, ο οποίος, φευ, δεν είναι Ανωτάτης, αλλά Ανωτέρας Τεχνικής Σχολής, πράγμα το οποίο έχει ανησυχήσει την υπερπροστατευτική, κοντρόλ φρικ, κλασσική Ελληνίδα μάνα σε βαθμό αλλοφροσύνης:
«Ξέρω εγώ γιατί δε θες να σπουδάσεις Αρχιτεκτονική… Για να μην είναι ο «καλός» σου κάτω από σέναααα!! Θα καταστραφείς, θα, θα…»!
«Τι λες μάνα, έχεις παλαβώσει; Δε θέλω να γίνω αρχιτέκτονας, δεν καταλαβαίνεις; Δεν ακούς;»
Το επεισόδιο: Μάνα κι αδελφή, Κριαρίνες και οι δύο στο ζώδιο και ο νοών νοήτω, όρθιες στη μέση του καθιστικού τσακώνονται αγρίως. Η μάνα έχει κοκκινίσει τόσο, που το ότι γλύτωσε το εγκεφαλικό, είναι θαύμα. Η έφηβη κόρη έχει αφρίσει στην κυριολεξία και τρέμει σύγκορμη. Έχουν πλησιάσει μούρη με μούρη και, όπως στα καρτούν, σπίθες και αστραπές πετάγονται προς όλες τις κατευθύνσεις.
Η γιαγιά κλαίει με αναφιλητά στην άκρη του καναπέ βλέποντας το παιδί της και του παιδιού της το παιδί, που ‘ναι δυό φορές παιδί της, να αλληλοεξοντώνονται. Ο μπαμπάς αντιθέτως κάθεται σταυροπόδι στην πολυθρόνα του και πίνει τον ελληνικό, μέτριο καφέ του, παρακολουθώντας τον αγώνα με ενδιαφέρον και απόλυτη ψυχραιμία.
Εγώ, τέλος, όρθια προσπαθώ ηλιθιωδώς να τις χωρίσω τραβώντας πότε τη μία, πότε την άλλη και ανεβάζοντας volume στη διαπασών, μπας και ακουστώ, χωρίς κανένα αποτέλεσμα.
Απεγνωσμένη, κάποια στιγμή, λέω στο μπαμπά φωνάζοντας και με ύφος επικριτικό «Κάνε κάτι βρε μπαμπά! Εσύ δεν είσαι ο άντρας του σπιτιού; Δεν τις βλέπεις; Έχουν ξεφύγει!»
Αφήνει, αμέσως, το φλυτζανάκι του καφέ στο τραπεζάκι δίπλα του, σηκώνεται αργά και σταθερά και… χάνεται στο σαλόνι δίπλα. Ενώ η μάχη συνεχίζεται με αμείωτο ζήλο κι εγώ πια αρχίζω να απελπίζομαι σοβαρά, επανεμφανίζεται κρατώντας μια φοντανιέρα με σοκολατάκια και μας πλησιάζει, κερνώντας μία-μία τις μαινόμενες πρώτα και μετά εμένα!
Αυτές τώρα, τα χάνουν τόσο πολύ με το σουρεάλ του πράγματος που μαρμαρώνουν. Κοιτάνε γύρω-γύρω σαν κεραυνοβολημένες, ξεφυσάνε και φεύγουνε με φόρα η κάθε μία για το δωμάτιό της. Εγώ έφαγα τα σοκολατάκια, η γιαγιά ήπιε μια ρακή να συνέλθει, ο μπαμπάς έφυγε για το ιατρείο του και το επεισόδιο, επιτέλους, έληξε αναίμακτα.
Αυτό το χιούμορ του μπαμπά, το αποδομητικό, το σουρεάλ στην προκειμένη περίπτωση, μας έσωσε. Πάντα το θυμάμαι αυτό του το χιούμορ και πάντα με διδάσκει. Θα μου πείτε, «Ε δεν το ‘χουμε όλοι, τι να κάνουμε τώρα;». Συμφωνώ. Αλλά αν προσπαθούσαμε λίγο να μην παίρνουμε τα πράγματα και κυρίως τους εαυτούς μας τόσο σοβαρά, διότι αυτό σημαίνει «έχω χιούμορ», κάτι θα καταφέρναμε, δε νομίζετε;