Άρθρο: Χριστίνα Ζερδεβά
Ο Γιάννης Τσαρούχης γεννήθηκε σαν σήμερα στον Πειραιά το 1910. Ήταν ένας έξοχος ζωγράφος αλλά και σκηνογράφος, σκηνοθέτης, ενδυματολόγος, συγγραφέας ακόμα και μεταφραστής αρχαίων τραγωδιών! Εκτός από την ιδιαίτερη τεχνοτροπία του να ζωγράφιζει την ίδια τη ζωή διέθετε και ένα ασύλληπτο χιούμορ που μαζί με την πολύπλευρη προσωπικότητα και οξύνοια τον έκαναν να εκφράζει συχνά τις σκέψεις του που έμειναν μέχρι σήμερα επίκαιρες με την υφέρπουσα δύναμή τους!
Τα πρώτα του έργα εκτέθηκαν το 1929 στο “Άσυλο Τέχνης”. Η μεγάλη επιτυχία αυτής της έκθεσης τον οδήγησε στη συνέχεια να φοιτήσει στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών του Μετσόβιου Πολυτεχνείου (1929 – 1935) με καθηγητές τους Ιακωβίδη, Βικάτο και Παρθένη. Υπήρξε παράλληλα και μαθητής του Κόντογλου (1931 – 1934) που τον μύησε στη βυζαντινή αγιογραφία, ενώ μελέτησε επίσης τη λαϊκή αρχιτεκτονική και ενδυμασία. Μαζί με τους Πικιώνη, Κόντογλου και Αγγ. Χατζημιχάλη πρωτοστάτησε στο αίτημα της εποχής του για την ελληνικότητα της τέχνης. Την περίοδο από το 1935 μέχρι το 1936 και αφού πρώτα επισκέφτηκε την Κωνσταντινούπολη, ταξίδεψε στο Παρίσι και στην Ιταλία. Επισκεπτόμενος τα διάφορα μουσεία ήρθε σε επαφή με δημιουργίες της Αναγέννησης και του Ιμπρεσιονισμού καθώς και με τα σύγχρονα καλλιτεχνικά ρεύματα εκείνου του καιρού. Ανακάλυψε το έργο του Θεόφιλου και γνώρισε καλλιτέχνες όπως ο Ματίς και ο Τζακομέτι. Μαζί με τη ζωγραφική ασχολήθηκε και με τη θεατρική σκηνοθεσία. Σχεδίασε σκηνικά και ενδυμασίες για τα θέατρα “Εθνικό”, “Κοτοπούλη”, “Δημοτικό” Πειραιώς κ.ά., ειδικά πρόζας, καθώς και για το κλασσικό έργο “Ρωμαίος και Ιουλιέττα” που ανέβηκε το 1954, στον τότε Βασιλικό κήπο και σήμερα “Εθνικό”.
Το έργο του Γιάννη Τσαρούχη διαπνέει κυρίως η χαρά και το θαύμα της ζωής. Προσπάθησε να ισορροπήσει τις μεγάλες παραδόσεις και να συλλάβει τις αιώνιες καλλιτεχνικές αξίες.
Ένας άνθρωπος με τέτοια ευρυμάθεια και μια τόσο πολύπλευρη φύση δεν μπορούσε παρά να σημαδέψει πέρα από την τέχνη αυτού του τόπου με το έργο του αλλά και με τις σκέψεις του. Ενδεικτικά παραθέτουμε μερικές από τα γνωμικά του που έμειναν στου χρόνου την πνοή και μας κεντρίζουν διαχρονικά!
“Το να μην μπορείς να πιστέψεις είναι ένα είδος αναπηρίας“. “Τα έργα τέχνης που δείχνουν μη ολοκληρωμένα, τελειώνουν μόνα τους με τον καιρό“. “Είναι αγών ο έρωτας. Αγών επικρατήσεως“. “Είναι οδυνηρό, για να σε εκτιμήσουν, να προσπαθείς να κάνεις πράγματα που να αρέσουν σε ανθρώπους που δεν εκτιμά”. “Στην Ελλάδα όλα γίνονται όπως θέλουν οι μέτριοι“. “Η μετριότητα κατάντησε να είναι κάτι το απαραίτητο! Η μετριότητα και η καπατσοσύνη!” “Αρετές μας είναι τα ελαττώματά μας που τα παραδεχτήκαμε“. “Χρειάζεται η θεία αφέλεια για να βρεις μέσα σου την αλήθεια“.
Πολλοί βέβαια ασχολήθηκαν για τον άνθρωπο Τσαρούχη, για το έργο του αλλά και το πνεύμα του. Ενδεικτικά επιλέξαμε την αναφορά του Αλέξιου Σαββάκη για τον εξαιρετικό ζωγράφο!
“Το μέρος που κυριολεκτικά συχνάζαμε στο Παρίσι ήταν το Λούβρο. «Εδώ μέσα», έλεγε, «είναι οι καλύτεροί μου φίλοι». Γνώριζε και την τελευταία γωνιά του μουσείου. Σταματούσαμε ακόμα και με ψώνια στα χέρια για να μπει και να σημειώσει κάτι στα βιαστικά. «Μα τώρα;» δυσανασχετούσα εγώ. «Τώρα», απαντούσε, συμπληρώνοντας ότι η χειρότερη ελληνική αρρώστια είναι η αναβλητικότης. Και έμπαινε να ανανεώσει τη ματιά του στο μαύρο φόντο του Βαν Ντάικ ή στο κιαροσκούρο του Τιτσιάνο. Έτσι σχηματιζόταν βέβαια της τέχνης του η περιοχή, όπως λέει ο ποιητής. Από τις πιο οικείες αίθουσες ήταν αυτή με τα πορτρέτα Φαγιούμ. Τα ήξερε όλα με τα ονόματά τους: Λεύκιος, Δημήτριος, Αμμώνιος, Μελάνθιος, Αρτεμίδωρος, Φιλοκλής. Είχε έντονες αντιρρήσεις για το φωτισμό και γενικά για την παρουσίασή τους”.