Άρθρο: Βασιλική Μαμαλίγκα


Αρχές καλοκαιριού, έχω πάει στην όμορφη Κάρπαθο, ως εκπαιδεύτρια, για να κάνω ένα σεμινάριο με θέμα «Τουριστική Ανάπτυξη και Ποιοτική Εξυπηρέτηση» σε επιχειρηματίες και εργαζόμενους στον τουρισμό.

Τα μαθήματα είναι απογευματινά. Έτσι έχω τη δυνατότητα να κάνω τις βόλτες μου απ’ το πρωί, να γνωρίσω το μέρος και τους ανθρώπους του, ν’ απολαύσω τη θάλασσα και τα δροσερά νερά της.

Το σκηνικό: Η πιο κοντινή παραλία, τεράστια και αμμουδερή, δυο βήματα απ’ το ξενοδοχείο μου. Έχω πάρει το βιβλίο μου, έχω απλώσει την πετσετούλα μου, έχω βάλει την καπελαδούρα μου, το αντιηλιακό με δείκτη προστασίας 30, το μαύρο το γυαλί και απόλυτα προστατευμένη, έτσι τουλάχιστον νομίζω, ξαπλώνω την αρίδα μου κι ετοιμάζομαι να απολαύσω την ηλιοθεραπεία μου και το βιβλίο μου, χαλαρά, ήσυχα κι ωραία.

Το επεισόδιο – Πράξη Α’: Δεν έχω τελειώσει μια σελίδα, όταν, να σου, και καταφθάνουν τρία αγόρια, στο φόρτε της εφηβείας τους. Δώδεκα – δεκατριών, με τα μυαλά στα κάγκελα και μια μπάλα αγκαλιά, έτοιμα να επιτεθούν στη «σπαστική την κοινωνία των κωλόγερων». Με όπλο αυτή τη μπάλα και πυρομαχικά τις αγριοφωνάρες τους, την επανάληψη της τιμημένης λέξης μα…κας, σε όλους τους τόνους και την τσίτα στο βλέμμα, ν’ αστραποβολάει προς όλες τις κατευθύνσεις, στήνουν το «στρατόπεδό» τους μέσα στα πόδια μας. Στην κυριολεξία. Όχι γιατί δεν υπήρχε χώρος να παίξουν και να ξελυσσάξουν τα παιδιά, διότι υπήρχε: τεράστια η παραλία, είπαμε, αρχές καλοκαιριού, αραιά τα πράματα και πιο κάτω, οργανωμένες αθλοπαιδιές, αλλά, έτσι! Χάριν της «επανάστασης»!

Με το που αρχίζουν να εκσφενδονίζονται μικρά χαλικάκια και άμμος επάνω μου, ανακάθομαι, βγάζω το γυαλί και τα καρφώνω με βλέμμα αυστηρό, του τύπου «ντάξ’ παιδιά, μην το παραχοντρύνουμε!». Ναι, καλά! Έφηβοι – Ενήλικες 1-0! Το χαρήκανε κιόλας, που με προκάλεσαν και συνεχίσαν ακάθεκτα.

Μμμ! Σκούρα τα πράγματα! Κοιτάω δεξιά-αριστερά, τον άμαχο πληθυσμό. Στ’ αριστερά μου, μια γιαγιά, ντόπια, μόνη, με τα 5 εγγονάκια της και το φόβο στο βλέμμα. Πιο ‘κει, μια γραία Εγγλέζα, μόνη, με τα ασημί μαλάκια της, τα ροζ μαγουλάκια της και πλήρη άγνοια κινδύνου. Ενώ έμπαινε στη θάλασσα, σιγά-σιγά, της έρχεται μια μπαλιά στο κεφάλι, χάνει την ισορροπία της και πέφτει μέσα στο νερό. Λαχταράω εγώ, μέχρι να τη δω να αναδύεται ξανά, τινάζεται αυτή και … χασκογελάει.

Στα δεξιά μου κανείς. Ήμουν η πρώτη-πρώτη της παραλίας. «Έτσι και το παραχοντρύνουν αυτά, δεν έχουμε σωτηρία», σκέφτομαι. «Ποιος ν’ αντισταθεί; Η έντρομη γιαγιά; Τα 5 εγγονάκια; Η γραία Εγγλέζα, που το διασκεδάζει στην κοσμάρα της ή εγώ, το σακατλίκι, με διάστρεμμα αριστερού αστραγάλου και το πόδι τούμπανο; Σαν ηρωίδες της Αγκάθα Κρίστι, θα μας φάνε τα παλιόπαιδα και άντε μετά να ψάχνουν τους δολοφόνους!»

Αυτά πρόλαβα να σκεφτώ και.. τρώω τη μπαλιά στο πόδι το στραμπουληγμένο. Δεν ήταν τόσο ο πόνος, όσο αυτή η αυθάδικη, τσαμπουκαλίδικη, προκλητική συμπεριφορά τους, που μου ανέβασε το αίμα στο κεφάλι και είπα «ή τάν ή επί τάς»! Βουτάω τη μπάλα αγκαλιά και όπως είμαι οκλαδόν, την κλειδώνω ανάμεσα στα πόδια μου, αποφασισμένη να μην τους τη δώσω πίσω με τίποτα και.. βλέπουμε!

Πράξη Β’: Έρχονται τα λυσσάρικα κατα πάνω μου, με φόρα. Και τα τρία, δύο ψηλόλιγνα, με ύφος λίγο χαμένο και σπυράκια στα μούτρα τους κι ένα πιο κοντό, με κασκετάκι χακί, φορεμένο ανάποδα, που ήταν ο «αρχηγός». Αυτός ο «αρχηγός», κολλάει τη μούρη του στη δική μου, φωνάζοντας κι αφρίζοντας.

«Δόμου τη μπάλα μου! Δικιά μου είναι η μπάλα!»

«Δε στη δίνω»

«Δόμου τη μωρή», να και το δάχτυλο τεντωμένο και τα σάλια του να με φτύνουν στα μούτρα. Λύσσα σας λέω!

«Δε στη δίνω!! Με χτύπησες με τη μπάλα σου, είσαι επικίνδυνος και δεν υπάρχει περίπτωση να την πάρεις πίσω μέχρι να φύγω από την παραλία. Βρες κάτι άλλο να παίξεις!»

«Ο μπαμπάς του φίλου μου είναι αστυνομικός, το ξέρεις;»

«Α, ναι; Κι εγώ είμαι δικηγόρος (μούσι)! Να πάρω λοιπόν τηλέφωνο την αστυνομία, να καταγγείλω το γεγονός και να ενημερώσω και τον μπαμπά του φίλου σου για τα κατορθώματα του κανακάρη του»

Εδώ, κοκκάλωσε ο «αρχηγός». Έφηβοι – Ενήλικες 0-1! Αναθαρρεύω εγώ, παίρνω το κινητό μου και κάνω πως καλώ την αστυνομία:

«Ναι, παρακαλώ, είμαστε εδώ, στην κεντρική παραλία, και είναι τρία παιδιά που μας έχουν αναστατώσει. Μας πετάν τη μπάλα επάνω μας, μας κλωτσάνε και μας απειλούν. Ναι, ναι! Θέλετε περισσότερες λεπτομέρειες; Το καταλαβαίνω, δικηγόρος είμαι (το χαβά μου εγώ και παραλίγο να με πιάσουν τα γέλια). Θα μάθω, και θα σας ξανακαλέσω, για να κάνω και αγωγή. Ευχαριστώ»

Η ντόπια γιαγιά, από δίπλα, μου κλείνει το μάτι. Τα χάνουν αυτά, αλλά δε φεύγουν. Αντιθέτως, κάθονται τριγύρω μου και τα τρία! «Καλό σημάδι» σκέφτομαι, «αρχίζει να υποχωρεί ο εχθρός». Η Εγγλέζα γραία, πιο κει, μου κάνει το “ok” με το δάχτυλο. Κάτι κατάλαβε, φαίνεται, από τη γλώσσα του σώματος.

Μα ποιος «εχθρός»; Έτσι όπως τα βλέπω και τα τρία, καθισμένα σα βρεμένα γατιά, τριγύρω μου, με πιάνουνε τα συμπονετικά μου, τα μητρικά μου, τα βουδιστικά μου, θυμάμαι και τη δύσκολη εφηβεία τη δικιά μου, κι αρχίζω το κήρυγμα:

«Tο ξέρετε, ότι αν η Εγγλέζα κυρία, που της ήρθε η μπάλα στο κεφάλι, προηγουμένως, μέσα στο νερό, πάθαινε ανακοπή από την τρομάρα της ή πνιγόταν κανένα παιδάκι απ’ τις μπαλιές σας, εσείς θα πηγαίνατε σε ειδικές φυλακές ανηλίκων;»

«Εσείς, κυρία, έχετε πάει εκεί; Πως είναι, κυρία;»
(
από «μωρή» έγινα «κυρία», καλά πάμε)

«Φυσικά και έχω πάει (άλλο μούσι κι εγώ)! Δε θέλω να σας τρομάξω, αλλά είναι ό,τι χειρότερο!»

«Τον Κούγια τον ξέρετε, κυρία;» (φτου σας, άτιμα, αυτόν τον ξέρετε, ε;)

«Και τον Κούγια ξέρω και όλους τους ξέρω (το χαβά μου, εγώ)! Αλλά, εσείς, αυτό ονειρεύεστε για το μέλλον σας; Ένα κρύο κελί στο αναμορφωτήριο, να σας την πέφτουν κάτι καλόπαιδα χειρότερα από ‘σας;»

«Εγώ κυρία, μια φορά πήγα στο σούπερ μάρκετ να πάρω κάτι και πήρα και μια γκοφρέτα και άφησα τα λεφτά στον πάγκο, αλλά αυτή δεν τα είδε και είπανε πως την έκλεψα και φωνάξανε την αστυνομία. Άδικο δεν είναι αυτό κυρία; Και μετά ήρθε ο πατέρας μου και τους έβρισε και με αφήσανε.»

Εδώ, μετράμε λάθος πρότυπα, το ένα μετά το άλλο, όπως καταλαβαίνετε!

«Αλήθεια την πλήρωσες, βρε;»

«Ναι, καλέ κυρία, αφού σας λέω!»

«Άδικο είναι βέβαια! Είδες πόσο άσχημα σ’ έκανε να νιώθεις η αδικία; Άδικο δεν είναι, να μας αναστατώνετε κι εμάς εδώ, στην παραλία; Σας πειράξαμε εμείς; Η παραλία είναι για όλους, δεν είναι; Άδικο δεν είναι που με χτύπησε η μπάλα σας;»

Μούγγα ο «εχθρός», ακάθεκτη εγώ:
«Καταλαβαίνω απόλυτα την ανάγκη σας να παίξετε. Το παιχνίδι είναι ιερό δικαίωμα όλων των παιδιών. Το σέβομαι και το υπερασπίζομαι και πρέπει να το σεβόμαστε και να το υπερασπιζόμαστε όλοι. Μπορείτε να παίξετε λίγο πιο ‘κει, που έχει άπλα και όχι μέσα στα πόδια μας, όμως. Γιατί κι εμείς έχουμε δικαίωμα ν’ απολαύσουμε το μπάνιο μας, με την ησυχία μας και να χαλαρώσουμε. Εσείς δεν πρέπει να το σεβαστείτε αυτό;»

«Μάλιστα κυρία…» με τα μάτια χαμηλωμένα, ο «αρχηγός».

Το τελειωτικό «χτύπημα», εγώ:
«Έπειτα, σας αρέσει να λένε όλοι εδώ, τι παλιόπαιδα είναι αυτά; Γιατί, έτσι λέμε όλοι, μ’ αυτά που κάνετε. Ενώ, όπως βλέπω τώρα, που κουβεντιάζουμε, κατά βάθος είστε καλά παιδιά. Κρίμα δεν είναι;»

«……»

«Λοιπόν, θα σας δώσω τη μπάλα σας, αν μου υποσχεθείτε πως θα πάτε να παίξετε πιο πέρα, στην άπλα και δεν θα κάνω αγωγή, τώρα που καταλάβατε το λάθος σας, φαντάζομαι»

«Ευχαριστώ κυρία» είπε ο «αρχηγός», πήρανε τη μπάλα τους και φύγανε ήρεμα, χωρίς εκείνη την αγριάδα στο μάτι.

Το φινάλε: Στο μάθημα, όταν τους διηγήθηκα το περιστατικό, αμέσως κατάλαβαν ποιος ήταν ο μικρός «αρχηγός». Ο μπαμπάς του, γνωστός τσαμπουκάς της περιοχής. «Αν τους μίλαγαν οι γονείς τους, όπως τους μιλήσατε εσείς, αλλιώς θα ήταν τα πράγματα», είπε μια εκπαιδευόμενη και συνεχίσαμε με το μάθημα.

Το θέμα της ημέρας ήταν: “Συναλλακτική Ανάλυση – Το Μοντέλο «Γονέας-Ενήλικας-Παιδί»”, του Έρικ Μπερν.

Με τέτοιο υλικό, από τη ζωντανή καθημερινότητα, το μάθημα βγήκε μεστό και αποτελεσματικό και μας έδωσε τροφή για ωραίες αναλύσεις, μα και προσωπικές ενδοσκοπήσεις.