Άρθρο: Αναγνώστου Ι. Ευθυμία
Κλιν.Ψυχολόγος – Ψυχοθεραπεύτρια Ψυχ/κή
Κοιν. Λειτουργός – Κοινωνιολόγος


Ο ΧΩΡΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΔΙΑΖΥΓΙΟ ΣΤΗ ΖΩΗ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΕΦΗΒΩΝ

 «Εάν δεν μπορούμε να πετύχουμε στο γάμο μας τουλάχιστον ας πετύχουμε στο διαζύγιό μας… για χάρη των παιδιών μας!».

Διανύουμε πλέον εποχές κοινωνικής πολυπλοκότητας, δεχόμαστε ένα καταιγισμό πληροφοριών και νέων πρακτικών ως απόρροια της μεταμοντέρνας τεχνολογικής και οικονομικής εξέλιξης, η οποία γέννησε αφενός μεν μεγάλες κατακτήσεις του ανθρώπινου πνεύματος, αφετέρου δε ανομία αλλά και κορεσμό. Ταυτόχρονα πολλοί από εμάς, λίγο έως πολύ και μάλλον ορθά, «φέρουμε» βαθιά ριζωμένο στον ψυχισμό μας έναν ζωντανό οργανισμό παραδόσεων, αξιών και προτύπων συμπεριφοράς, που βιώσαμε μέσα στα πλαίσια της πατρικής μας οικογένειας. Δύσκολοι καιροί λοιπόν για τη διατήρηση ισορροπιών, αλλά και μιας αποδοτικής επικοινωνίας μεταξύ μας, αφού οι εσωτερικές και εξωτερικές συγκρούσεις απειλούν καθημερινά τις προσωπικές, οικογενειακές και κοινωνικές μας σχέσεις, ιδιαίτερα μέσα στη δίνη της διαφορετικότητας του καθενός από εμάς, αλλά και των συνθηκών ζωής. Οι άνθρωποι επικοινωνούν μεταξύ τους, ανάλογα με το περιβάλλον στο οποίο βρίσκονται (οικογένεια, επαγγελματικό πλαίσιο, κοινωνικός περίγυρος) και επηρεάζονται από αυτό σε ανάλογο βαθμό με βάση το φύλο, την ηλικία, τα συναισθήματα, τις σκέψεις, τις διαθέσεις, τη προσωπικότητα, την ταυτότητά τους, αλλά και τους ρόλους που υιοθετούν.

Το να επικοινωνούμε μεταξύ μας, σαφέστατα, δεν είναι μια απλή διαδικασία. Βασίζεται, καταρχάς, σε ένα διάλογο από «ψυχής», είναι μια συναισθηματική αλληλεπίδραση, είναι η εγκαθίδρυση μιας σχέσης. Όταν η σχέση αυτή για κάποιους λόγους φτάσει σε ένα «σημείο ρήξης», όταν οι συνομιλητές αγγίξουν τα όριά τους, όταν βιώσουν την ένταση στρεσογόνων γεγονότων, τότε η επικοινωνία τους γίνεται δύσκολη, δύσκαμπτη και πολλές φορές ανέφικτη, με αποτέλεσμα την ιδιαίτερη επιβάρυνση της ψυχοσυναισθηματικής τους κατάστασης, ακόμη και της σωματικής τους υγείας.

Μια τέτοια περίπτωση ρήξης ή αλλιώς κρίσης της σχέσης επικοινωνίας για ένα οικογενειακό σύστημα είναι και η απειλή ενός διαζυγίου, ο χωρισμός καταρχάς του ζευγαριού και η αλλαγή του οικογενειακού σχήματος ευρύτερα. Το διαζύγιο, βέβαια, είναι μια δύσκολη απόφαση που έχει επιπτώσεις σε όλα τα μέλη μιας οικογένειας και όχι μόνο στους συντρόφους. Είναι ένα σημαντικό γεγονός «ζωής», το οποίο σύμφωνα με σχετικές έρευνες καταλαμβάνει τη δεύτερη υψηλότερη θέση πρόκλησης άγχους (stress) ανάμεσα σε 43 τραυματικές άλλες καταστάσεις, που ταλαιπωρούν τους ανθρώπους. Το πιο σημαντικό είναι, ότι το διαζύγιο ισοδυναμεί με την απώλεια ενός προσώπου, δηλαδή με ένα θάνατο και επηρεάζει κυρίως τα παιδιά, όσο υπερβολικό κι αν ακούγεται κάτι τέτοιο. Η απώλεια αυτή είναι, είτε παροδική, είτε μονιμότερη, αλλά οπωσδήποτε έχει σαν αποτέλεσμα, σε μεγάλο βαθμό, την «διάρρηξη των συναισθηματικών του δεσμών» με το πρόσωπο που επιλέγει τον δρόμο του χωρισμού και μάλιστα χωρίς διάθεση να φροντίσει για τον επαναπροσδιορισμό της σχέσης του με τα παιδιά του. Το αποτέλεσμα αυτής της τραυματικής διαδικασίας είναι αυτό που στη γλώσσα των ειδικών αναφέρεται ως «άγχος αποχωρισμού» και οι αντιδράσεις του «θρήνου» μοιάζουν συχνά με αυτές που παρατηρούνται μετά από ένα θάνατο κάποιου γονιού.

Μια από τις χαρακτηριστικές αντιδράσεις αυτού του θρήνου είναι η διαρκής αναζήτηση του χαμένου προσώπου. Και επειδή η οικογένεια είναι μια κοινωνική δομή, που εξακολουθεί να υπάρχει και μετά τη νομική της διάλυση, είναι σημαντικό κι οι δύο γονείς να γνωρίζουν, ότι αυτό που θα προστατεύσει την ψυχική ισορροπία των παιδιών τους, είναι το να διατηρήσουν μια στενή συναισθηματική επαφή, ο κάθε γονιός από την πλευρά του μαζί τους. Καταστάσεις, όπου το παιδί διχάζεται λόγω της σύγκρουσης, που προκαλεί η αφοσίωση στον ένα ή στον άλλο γονέα, είναι φυσικά μια «συνταγή καταστροφής». Το παιδί μπορεί να νιώθει αγάπη και στοργή και για τους δύο γονείς, όσο παράλογα, ανώριμα και πιθανόν σκληρά κι αν έχουν συμπεριφερθεί ο ένας προς τον άλλο.

Ένα διαζύγιο βέβαια δεν προκαλεί απαραίτητα ψυχοπαθολογία, εκτός εάν υπάρχουν και άλλα δεδομένα για κάτι τέτοιο (και αυτό ως εκδοχή απαιτεί μια άλλη ειδικότερη συζήτηση), όμως υπάρχουν περισσότερες πιθανότητες ένα παιδί χωρισμένων γονιών να αναπτύξει προβλήματα συμπεριφοράς, ψυχοσυναισθηματικές δυσκολίες και υπερβολικές αντιδράσεις, που χρειάζεται να τις διαχειριστούμε προσεκτικά και τρυφερά από τη θέση του ενήλικα και να του προσφέρουμε ανακούφιση. Άλλωστε, η μονομερής αντίληψη που επικρατεί σχετικά με την άποψη, ότι το διαζύγιο έχει περισσότερο δυσμενείς συνέπειες από ένα κακό γάμο (ό,τι κι αν σημαίνει αυτός ο χαρακτηρισμός) δε λαμβάνει σίγουρα υπ’ όψιν της, «ότι τα παιδιά που ξεπερνούν τη θλίψη τους ικανοποιητικά για τη διάλυση των πιο στενών τους σχέσεων, μπορούν να γίνουν φυσιολογικοί και πλούσιοι σε εμπειρία αυριανοί ενήλικες». Τα συναισθήματα, που συνήθως βιώνονται σε τέτοιες περιπτώσεις, είναι πολλά και ποικίλα, τόσο στα μικρά παιδιά της προσχολικής ηλικίας, όσο και σε αυτά της σχολικής αλλά επίσης και στους εφήβους και τους μετεφήβους. Παράλληλα, όσο πιο μακρά είναι αυτή η χρονική περίοδος της αβεβαιότητας που νιώθουν σχετικά με τη σχέση των γονιών τους, τόσο πιο επιζήμια αυτή καθίσταται.

Τι συμβαίνει όμως στη κάθε ηλικιακή ομάδα παιδιών; Πώς εκφράζονται τα συναισθήματά τους για το χωρισμό των γονιών τους και πώς εμείς, από τη θέση του ενήλικα, οφείλουμε να σταθούμε απέναντι σε αυτά; (Όσα θα περιγραφούν παρακάτω αφορούν αδρές αναφορές και γενικεύσεις. Χρειάζεται να έχουμε υπ’ όψιν μας ότι κάθε περίπτωση είναι αυστηρά εξατομικευμένη και μπορεί να είναι και σημαντικά διαφοροποιημένη).

Για τα παιδιά ηλικίας 0-6 ετών δεν είναι ασυνήθιστο να εκφράζονται φόβοι την ώρα του ύπνου ή και άρνηση στο να μείνουν μόνα τους, ακόμη και σε κάποιο άλλο δωμάτιο, για περιορισμένη χρονική διάρκεια. Η απειλή του χωρισμού, συνήθως, τα οδηγεί σε μεγαλύτερη προσκόλληση προς τους γονείς τους και αναπτύσσουν πιο έντονες απαιτήσεις από αυτούς. Η επιθετικότητα προς τα άλλα παιδιά, ακόμα πολλές φορές και προς τα ίδια τα αδέρφια τους, μπορεί να είναι μια ακόμη εκδήλωση αντιδραστικής συμπεριφοράς. Στα κάπως μεγαλύτερα παιδιά ηλικίας 7-10 ετών, η λύπη ή ακόμη και η θλίψη, αν και κυριαρχούν, δεν εκδηλώνονται παρά μόνο με τη μορφή θυμού και μάλιστα απέναντι στους γονείς τους και κυρίως προς τον γονιό που μένει, ενώ αυτός που φεύγει από το σπίτι συχνά συμβαίνει να εξιδανικεύεται. Τα παιδιά στην ηλικία των 10-12 ετών τείνουν να δείχνουν λιγότερο τον εσωτερικό τους πόνο, τη λύπη και τη στενοχώρια τους. Συνήθως καλύπτουν τα συναισθήματά τους αναζητώντας παρηγοριά στο παιχνίδι ή κάπου αλλού. Αυτό που εκφράζεται είναι, μάλλον, μια φαινομενική αδιαφορία και κάποιες φορές θυμός. Μπορεί να πάρουν το μέρος κάποιου από τους δυο γονιούς τους, συνήθως αυτού που εισπράττουν ως τον πιο αδύναμο, ενώ συνήθως αποφεύγουν να μιλούν γι’ αυτό, που τους συμβαίνει. Οι έφηβοι ηλικίας 12-18 ετών και οι μετέφηβοι 18-22 ετών παρουσιάζουν συχνά έκδηλη μορφή κατάθλιψης. Δίνουν συνήθως την εντύπωση, ότι αποσύρονται από την οικογενειακή ζωή και καταφεύγουν σε άλλες σχέσεις εκτός σπιτιού, ιδιαίτερα σε φίλους, που γίνονται οι «σημαντικοί άλλοι», γιατί τους προσφέρουν την αίσθηση «του ανήκειν», της ταυτότητας, της συνέχειας και της σταθερότητας.

Επομένως, με αυτόν τον τρόπο μπορεί οι κακές παρέες να πάρουν σημαντική θέση στη ζωή τους, οδηγώντας τους σε αυτοκαταστροφικές ενδεχομένως συμπεριφορές, αλλά και παραπτωματικότητα.

Απέναντι σε αυτές τις πιθανές εκδηλώσεις βρισκόμαστε όλοι «εμείς»… γονείς και ειδικοί, για να κατανοήσουμε, να συναισθανθούμε, να στηρίξουμε και να ανακουφίσουμε τους ανήλικους ή και ενήλικους αγαπημένους μας στη δίνη της τραυματικής αλλαγής που βιώνουν. Τους αντιμετωπίζουμε με την ειλικρινή έκφραση καταρχάς των δικών μας απόψεων και συναισθημάτων γι’ αυτό που βιώνουν, τα ενισχύουμε με τρυφερότητα και τα βοηθούμε με ευαισθησία να εκφράσουν και εκείνα με τη σειρά τους τα δικά τους βαριά συναισθήματα, που επιτρέπεται να βρουν κάποια διέξοδο και φροντίζουμε να υπάρχει αρκετός χώρος γι’ αυτό, τα συμβουλεύουμε τέλος να αποφύγουν τους διχασμούς, τις κατηγόριες και την άσκοπη αιματοχυσία.

Σε κάθε περίπτωση όλοι γνωρίζουμε, ότι ο θρήνος είναι το τίμημα που πληρώνουμε για τις χαμένες αγάπες. Αυτόν τον θρήνο χρειάζεται να επιτρέψουμε να συμβεί και στα παιδιά μας, όταν βιώνουν την αλλαγή και τον αποχωρισμό του ενός από τους δυο γονιούς τους, αφού στην πραγματικότητα εμείς, οι ενήλικες, επιλέξαμε το χωρισμό στη προσωπική μας ζωή. Έτσι, επιβεβαιώνουμε στα παιδιά μας την παρουσία μας και τη στήριξή μας στη ζωή τους. Τα παιδιά θα νιώσουν ευτυχισμένα, όταν βεβαιωθούν από εμάς τους ίδιους, ότι «οι γονείς τους έχουν επιλέξει αυτό που πραγματικά επιθυμούν και τους ταιριάζει, για να ζήσουν μια ικανοποιητική ζωή».

Άλλωστε μια αλλαγή, ένα προχώρημα, η γέννηση μιας νέας κατάστασης μπορεί πάντα να είναι ελπιδοφόρα, όσο πόνο και αγωνία κι αν αρχικά προκαλεί!