Άρθρο: Αλέξανδρος Κωτσαλάς,
Μιχαέλα Αδαμαντια Φλώρου


“Άφησε το νησί της και πάει αλλού, μα φεύγοντας έκρυψε το κεφάλι της να μην την αναγνωρίσουν οι άνθρωποι· γιατί το πρόσωπο της ήταν παράξενα λυπημένο που άφηνε το νησί της… Ξέχασε όμως να κρύψει και τα φτερά της, λησμόνησε πως τα φορούσε φεύγοντας… Και από τα φτερά της, την εγνώρισαν…” “Σαμοθράκη” – Ίων Δραγούμης

Ένα από τα βράδια εκείνα που δε με χωρούσε το σπίτι, βρήκα την ευκαιρία να τρέξω έξω, να αισθανθώ τον άνεμο και τη θάλασσα που με τόση μαεστρία βρίσκουν τον τρόπο πάντα να με ηρεμούν. Προχωρώντας λοιπόν στην ιστορική παραλία της Χαλκίδος δίπλα από τη γέφυρα του Ευρίπου, έπεσαν ξαφνικά τα μάτια μου επάνω σε ένα γλυπτό, που κοσμεί το σημείο εκεί. Δεν ήταν φυσικά η πρώτη φορά που το αντίκρυζα, αλλά ήταν σίγουρα η πρώτη φορά που είχε καταφέρει να μου τραβήξει τόσο πολύ την προσοχή. Στημένο σε ένα υψηλότερο σημείο, έχοντας μια δυναμική και μια ενέργεια που σε προκαλούσε να μάθεις τα μυστικά του. Τα δυο δυνατά φτερά του έμοιαζαν έτοιμα να το απογειώσουν ξανά. Και ενώ στη πραγματικότητα έβλεπα πως στέκει εκεί ακίνητο, ένιωθα πως είναι έτοιμο να ζωντανέψει, να πάρει σάρκα και οστά. Σαν να ήθελε κάτι να μου πει, σαν να ήθελε να μου εκμυστηρευτεί την ιστορία του…

Πήγα κοντά του και στάθηκα. «Βρίσκομαι εδώ, ως δώρο της Σικελικής πόλης Giardini Naxos προς την πόλη της Χαλκίδας, με αφορμή τη μεταξύ τους αδελφοποίηση. Είμαι “παιδί” του Ιταλού γλύπτη Carmelo Mendola (1895 – 1976) και αναπαριστώ τη Νίκη της Σαμοθράκης.»

Το κοιτάξα με ένα τόνο θαυμασμού, αλλά και ταυτόχρονα λύπης. Είναι σαν να βλέπω τον καλλιτέχνη του μέσα από αυτό. Το έχει δημιουργήσει με μια δόση ζωής και πνοής σφυριλατιμένο μέσα από άψυχα υλικά με απώτερο σκοπό να εγείρει και να αφυπνίσει στον καθένα από εμάς, ξεχωριστά συναισθήματα. Προσωπικά το βιώνω ως μια αλληλεπίδραση που ασυναίσθητα και αβίαστα γεννιέται. Και αναρωτιέμαι πόσοι από εμάς προσπερνούμε καθημερινά, απομονωμένοι στις σκέψεις μας, δημιουργήματα που κουβαλούν μια ξεχωριστή ιστορία, χωρίς να μάθουμε τι υπάρχει πίσω από αυτές τις μορφές που στέκουν αγέρωχες και ακίνητες;

Η Νίκη της Σαμοθράκης αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα έργα της ελληνικής αρχαιότητας. Ένα μαρμάρινο γλυπτό της ελληνιστικής περιόδου, που δυστυχώς το όνομα του ιδοφυή γλύπτη, που το φιλοτέχνησε, μας είναι άγνωστο. Έχει 3,28 μέτρα ύψος (με τα φτερά) και χρονολογείται κάπου στο 190 π.Χ.. Βρέθηκε στο ναό των “Μεγάλων Θεών” στο νησί της Σαμοθράκης από το Γάλλο ερασιτέχνη αρχαιολόγο Σαμπουαζό, το 1863 και σήμερα έχουμε την τύχη να το θαυμάζουμε στην κορυφή μιας μεγαλοπρεπούς σκάλας στο μουσείο του Λούβρου στο Παρίσι, όπου και εκτίθεται από το 1884.

Η Νίκη ήταν θεά της Ελληνικής μυθολογίας που, σύμφωνα με το μύθο, στελνόταν από το Δία, είτε για να εξυμνήσει μία νίκη, είτε για να προσφέρει σπονδές, είτε για να στεφανώσει έναν νικητή. Γι’ αυτό το λόγο, οι γλύπτες την απαθανάτιζαν πάντα σαν μια γυναίκα με τεράστια φτερά στη πλάτη της.

Τα αγάλματα στην αρχαιότητα αποτελούσαν το σημείο της ένωσης μεταξύ των θεών και των ανθρώπων και ήταν αυτά που γεφύρωναν την επικοινωνία μεταξύ τους. Δεν είχαν το ρόλο απλά μια «εικόνας», αλλά ενός συμβόλου. Αποτελούσαν έναν πομπό, όπου με το συντονισμό ενός δέκτη, είχαν την ικανότητα μέσα από ένα σημείο επαφής να μεταδώσουν πληροφορίες. Όσοι γνώριζαν αυτή την κωδική γλώσσα λοιπόν, μπορούσαν να αντιληφθούν τη λειτουργία των θείων δυνάμεων και να αντλήσουν γνώση και δύναμη.

Σήμερα οι άνθρωποι είμαστε συντονισμένοι να στεκόμαστε μόνο στην οπτική επαφή με ο,τιδήποτε γύρω μας και ξεχνάμε να παρατηρήσουμε όσα γεννιούνται στην ψυχή μας. Παρακολουθούμε «εικόνες» χωρίς να κάνουμε διάλογο μαζί τους. Μα οι εικόνες εξακολουθούν να μιλούν ακόμα και σήμερα, αλλά ποιος τις ακούει;

Τα αρχαία Ελληνικά αγάλματα μιλούσαν μέσα στην ψυχή των ανθρώπων. Σύμφωνα με το Λεξικό του Ησύχιου από την Αλεξάνδρεια “άγαλμα είναι κάθε τι με το οποίο αγάλλεται κάποιος”, δηλαδή κάτι που τον γεμίζει συναισθήματα χαράς, τον αναζωογονεί και τον εντυπωσιάζει. Η λέξη άγαλμα όμως χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τον Όμηρο με τη σημασία «κόσμημα, στόλισμα, αφιέρωμα στους θεούς».

Ας κοιτάξουμε όλα αυτά που μας περιβάλλουν λοιπόν, τα γλυπτά, τα αγάλματα. Ας αφουγγραστούμε τους ήχους, που μας πλημμυρίζουν καθημερινά. Ας εναρμονιστούμε μαζί τους κι ας επιτρέψουμε στο καθένα από αυτά να ακουμπήσει στην ψυχή μας το δικό του κομμάτι. Όλα αυτά τα κομμάτια είναι όλα όσα μας έχουν απομείνει από τους προγόνους μας. Είναι οι μάρτυρες της πορείας μας στο χρόνο, η κληρονομιά μας, η βάση του πολιτισμού και των παραδόσεών μας. Μιλούν την ίδια ελληνική γλώσσα με εμάς, αρκεί να είμαστε ανοιχτοί να τα ακούσουμε.

Κλείνοντας θα ήθελα να σας παραθέσω ένα κομμάτι του Γιώργου Λαθύρη από την εισαγωγή της Ελληνικής έκδοσης του βιβλίου «Περί Αγαλμάτων»:

«Αν θέλαμε να διακρίνουμε αδρομερώς την ανθρωπότητα, θα μπορούσαμε με βεβαιότητα να πούμε ότι διαιρείται σε τρεις κατηγορίες: Σε αυτούς που φτιάχνουν αγάλματα, σε αυτούς που τα καταστρέφουν και στο επαμφοτερίζον πλήθος. Με άλλα λόγια: στους Δημιουργούς, τους Καταστροφείς και τους Αδιάφορους. Το επαμφοτερίζον πλήθος είναι που κάνει τη ζυγαριά να γέρνει πότε από τη μια και πότε προς την άλλη κατεύθυνση. Δημιουργικότητα και καταστροφικότητα φαίνεται πως έχουν κοινή ενεργειακή βάση, αλλά εντελώς διαφορετική πορεία. Η πρώτη είναι δρόμος, ενώ η δεύτερη σύνδρομο. Συχνά η ανικανότητα προς δημιουργία «δημιουργεί» ικανότητα προς καταστροφή.»


Προτεινόμενη Βιβλιογραφία

Πορφύριος. (2000). Περί Αγαλμάτων, Εκδόσεις Ηλιοδρόμιον

Η Νίκη της Σαμοθράκης 

Γλυπτό “Η Νίκη της Σαμοθράκης” – Χαλκίδα