Άρθρο: Βασιλική Μαμαλίγκα
Τους συγγενείς μας δεν τους διαλέγουμε, σου λέει. Ό,τι μας κάτσει!
Παρ’ όλο που δεν τους διαλέγουμε πάντως, τους σεβόμαστε. Α! Όλα κι όλα! Μπορεί κάποιοι να μας τη σπάνε, μπορεί κάποιους να τους βαριόμαστε θανάσιμα, μπορεί κάποιους να μην τους χωνεύουμε καθόλου κιόλας, αλλά τους δεσμούς τους κρατάμε. Με ό,τι αυτό συνεπάγεται… Από ένα απλό τηλεφώνημα, που και που, για να ‘μαστε τυπικώς εντάξει, επισκέψεις σε ονομαστικές γιορτές, γενέθλια, άντε και Χριστούγεννα και Πάσχα, παρουσία σε κοινωνικά γεγονότα, οπωσδήποτε: γάμους, γεννητούρια, βαφτίσια, κηδείες, μνημόσυνα μέχρι: γλέντια, πάρτυ και γιορτές με τους πιο αγαπημένους μας. Πιστοί στα μικροαστικά μας ήθη και έθιμα.
Στο δικό μας σόι, ανταλλάσσαμε οπωσδήποτε επισκέψεις με τα ξαδέλφια του μπαμπά μου, από την Αίγυπτο, που το γλεντούσαμε, γελούσαμε, περνούσαμε υπέροχα. Και, οπωσδήποτε, με τις αδελφές της γιαγιάς μου, της Βαλιλής από την Κρήτη, τη Φεβρωνία και τη Μαρία, που γειτονέψανε κάποια στιγμή και πετύχαμε «μ’ ένα σμπάρο, δυο τρυγόνια». Στις βασικές και μη εξαιρετέες περιστάσεις μόνο, όμως. Αγαπιόμαστε, ναι μεν, αλλά… καλησπέρα πλήξη!
Σε μια τέτοια περίσταση, πριν πολλά – πολλά χρόνια, πάμε για Κούλουμα στην αδελφή της γιαγιάς της Βαλιλής, τη Φεβρωνία, στις Κουκουβάουνες. Οικογενειακώς: μάνα, πατέρας, αδελφή και φυσικά η Βαλιλή, μάνα της μάνας μου.
Η Φεβρωνία, «διδασκάλισσα» χήρα ενός απίστευτα τζαναμπέτη άντρα, μάνα του μονάκριβού της γιου, του Μάνου, που δεν της βγήκε και ιδιαίτερα ευφυής, για να το πω κομψά… Διορίστηκε όμως κάπου, γύρευε πως παντρεύτηκε τη Γεωργία, θρήσκα και θεούσα, νοικοκυρεύτηκε, έκαναν κι ένα γιο, τον Τάκη, λίγο μικρότερο από την αδελφή μου. Μια χαρά τα κατάφερε, να τιμήσει το μικροαστικό του καθήκον και να τον καμαρώνει η μάνα του και όλες οι Κουκουβάουνες. Ο γιος του Μάνου, ο Τάκης, έμοιαζε του μπαμπά του. Καταλαβαίνετε… Η δε Γεωργία, υπερήφανη σύζυγος του Μάνου και μητέρα του Τάκη, άναβε καθημερινά τα καντήλια στην εκκλησία, ευγνωμονούσα, φαίνεται, την καλή της τύχη και εξασκούσε τα οικιακά με ζήλο κι αφοσίωση.
Μετά τις χαιρετούρες, εκείνη την Καθαρά Δευτέρα, λοιπόν, τα φιλιά της πόρτας, στο όρθιο, και τις πρώτες ευχές, καθόμαστε γύρω-γύρω όλοι στη μικρή τραπεζαρία, αυθαίρετη κάλυψη μπαλκονιού, με τζαμαρία και θέα στο ρέμα απέναντι. Ήρθε και το ουζάκι, ήρθε κι η ρακή με τα νηστήσιμα μεζεδάκια.
«Χρόνια πολλά, με υγεία και καλή Σαρακοστή!», η μάνα μου.
«Μια χαρά σε βλέπω, Μάνο μου»
«Δόξα πω Θεώ, Νπόρα μου! Πέλος καλό, όλα καλά!», τον ακούω να λέει!
«Περαστικά να ‘ναι, αυτό έχει σημασία», η μάνα μου.
«Στην υγειά σου».
«Σπην υγειά σου, Νπόρα μου», τον ξανακούω!
«Δεν είναι δυνατόν», σκέφτομαι, «λέει όλα τα ταυ (Τ), πι (Π) ο Μάνος ή ιδέα μου είναι; Μα από πότε; Δεν τα ‘λεγε έτσι! Μασέλα άλλαξε ή εκείνο το μικρό εγκεφαλικό…»
«Και τι σου είπε ο γιατρός; Πρέπει να κάνεις κάποια δίαιτα;», συνεχίζει η μάνα.
«Πφφφ! Δίαιπα! Οι γιαπροί όλο δίαιπα και δίαιπα, σου λένε. Λένε και πίποπ’ άλλο; Χάπια και δίαιπα!»
Αμάααααν! Λέει όλα τα ταυ, πι! Πεθαίνωωωω! Αλλά … κρατιέμαι!
Κοιτάζω το μπαμπά μου απέναντι, ψύχραιμος, χαμογελαστός, κύριος. Η Βαλιλή δίπλα του, συγκινημένη, που είδε την αδελφή της, μασουλάει ένα ντολμαδάκι, για να συνοδεύσει τη ρακή της. Δίπλα μου η μάνα, έχει αναλάβει spokesman της οικογένειας και δεν τη πτοεί τίποτα. Η αδελφή μου κάθεται δίπλα στη μάνα από την άλλη μεριά και δεν τη βλέπω. Προσπαθώ να συγκρατήσω τα γέλια μου, βλέποντάς τους όλους ψύχραιμους γύρω μου και το καταφέρνω, όταν…
«Μωρέ έφπιαξε η Γεωργία προχπές, καπσικάκι σπο φούρνο με παπάπες, μούρλια! Καθίζω και πρώω μισό παψί και πην έκανα παράπσα! Άμα, πιααα!»
Ααααααα! Θα σκάσω! Σκύβω λίγο μπροστά και βλέπω την αδελφή μου, να έχει σκύψει κι εκείνη και να με κοιτά,με μάτια γουρλωμένα, κατακόκκινη από την προσπάθεια να μην της φύγει το γέλιο ανεξέλεγκτο, να τρεμοπαίζει το κάτω χειλάκι ελαφρά και τα μάτια να κλαίνε, κορόμηλο το δάκρυ από το ζόρι!
Αυτό ήταν! Η κατά τ’ άλλα, πληκτική, οικογενειακή επίσκεψη έκανε την ανατροπή! Άθελά της ίσως, αλλά την έκανε! Ξεσπώ εγώ σε γέλια τρανταχτά και η αδελφή μου επίσης, εν χορώ, λες και περίμενε το σύνθημα, αριστερά και δεξιά της μητρός μας στο μικρό δωματιάκι, που να μη σταματάμε με τίποτααα! Γέλια, λέμε όμως. Αυτά τα νευρικά, που τα ‘χεις καταπιέσει, γιατί δεν είναι πρέπον, που κάνουν τις επαναστάσεις τους πότε – πότε κι όποιον πάρει η μπάλα.
«Γιατί γελάτε κορίτσια;» ρωτά η θεία Φεβρωνία, αμήχανη. Τι να πεις τώρα; Τι;
«Πάρπε παραμοσαλάπα, κορίπσια!»
«Ένα ανέκδοτο μου θύμισε η Σόφη, θεία! Χαχαααα», εγώ (ουφ!)
«Εγώ την έκανα με λευκό ταραμά, φέτος!» (φτου σου, ρε μάνα κι εσύ! Χαμπάρι δεν έχει πάρει.)
«Καλή και η λευκή παραμοσαλάπα! Αλλά και οι χπαποδοκεφπέδες, μούρλια είναι! Πρώπη φορά πους έκανε η Γεωργία φέπος, αλλά πους πέπυχε!! Φάπε και σπανακόπιπα. Με χωριάπικο φύλο! Εμένα μ’ αρέσουν οι πίπες, γενικώς! Ε, Γεωργία; Κάνει φοβερές πίπες η Γεωργία!»
«Α, κι εμένα μ’ αρέσουν οι πίτες, γλυκιές, αλμυρές!» (σταμάτα μάνααα!)
«Πίπα να ‘ναι κι ό,πι να ναι, ε, Νπόρα; χαχαχααα!»
Γιούργιαααα! Χαχαχαχααααα!
«Πώς τα λέει ο θείος ο Μάνος! Χαχααα!» εγώ. (ουυφ!)
«Κι ο Πάκης, πάνπως, ξέρει ωραία ανέκδοπα! Πάκη, πες εκείνο που μου έλεγες εχπές»
Ααααχαχαχααααχαααα!!! Εμείς, εν εξάλω! Κολλάει κι ο μπαμπάς, απ’ απέναντι:
«Χαχαχαααα! Εγώ γελώ που βλέπω εσάς» προλαβαίνει να δικαιολογηθεί εκείνος και συνεχίζει, απενεχοποιημένα, αλλά αθόρυβα!
«Πάκη, πες αυπό με πον Ποπό!»
Αααχαχαχαχαααα!!! (πες το αυτό με τον Τοτό, Τάκη! Έλεος!)
Ντροπαλός ο Τάκης…
«Έλα, μην νπρέπεσαι! Πα κορίπσια νπρέπεσαι;»
Αααχαχαχααααα!
Εκεί, κάπου, χάθηκε ο έλεγχος. Να γελάμε όλοι, μέχρι δακρύων. Ν’ ανεβοκατεβαίνει, με ρυθμό το στήθος του μπαμπά από το τράνταγμα, χωρίς να βγάζει ήχο. Να κακαρίζω εγώ, να ουρλιάζει η αδελφή μου, να κρυφογελάει η Βαλιλή κάτω απ’ τα μουστάκια της, ν’ αρχίσει κι η μάνα μου δειλά, κάπως, στην αρχή, με δυνατό κρεσέντο στη συνέχεια, χωρίς να έχει καταλάβει γιατί, όπως αποδείχτηκε… Πάει, την αποδομήσαμε τελείως τη μικροαστική επίσκεψη για Κούλουμα στις Κουκουβάουνες!
«Άνπε, με υγεία και που χρόνου!»
«Και του χρόνου, και του χρόνου!» όλοι μαζί!
Δε θυμάμαι, ειλικρινά, αν το είπε τελικά, το ανέκδοτο ο Τάκης, αλλά αυτή την επίσκεψη δεν τη ξεχνώ! Τέτοια ανατροπή η οικογενειακή επίσκεψη, από το «καλησπέρα πλήξη»…στο σύστριγγλο! Έ, κάτι τέτοια σου κάνει η ζωή και λες, χαλάλι η ρουτίνα, που δεν παλεύεται, για να τη σπάμε κι εμείς με κάτι τέτοια περιστατικά που και που και να την ξορκίζουμε. Έχω κι άλλες ιστορίες από οικογενειακές επισκέψεις που ξεφύγανε… Αλλά σαν κι αυτή, καμιά! Πάντα δε, όταν τη διηγούμαι, κολλάω κι εγώ για λίγο, με τα ταυ και τα πι. Α, μην ξεχάσω: Μην μπείτε στον πειρασμό, είναι …κολληπικόοοοο! Καραπσεκαρισμένο!! Πο νου σααας!