Άρθρο: Βασιλική Μαμαλίγκα


Συχνά ακούω τις φίλες μου, που έχουν παιδάκια, να διαμαρτύρονται για τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν, για να τα μεγαλώσουν σωστά και να τους παρέχουν τα πάντα ή τουλάχιστον, τα καλύτερα. Εργαζόμενες μητέρες όλες, κάνουν ό,τι μπορούν για να τα ευχαριστήσουν, για να τα ηρεμήσουν, όταν τσινάνε και πεισμώνουν. Τι σε ψυχολόγους πάνε, για να καταλάβουν και ν’ αντιμετωπίσουν την «περίεργη» συμπεριφορά τους, τι βιβλία διαβάζουν, τι ειδικά σεμινάρια παρακολουθούν, για να κατανοήσουν τις «αναποδιές» τους και τα ξεσπάσματά τους! Ό,τι μπορούν κάνουν, οι πιο συνειδητοποιημένες και οικονομικά επαρκείς, για να τους προσφέρουν ένα ανθρώπινο περιβάλλον, μια που αποκοπήκαμε από τη φύση με ό,τι αυτό συνεπάγεται και μας έχει καπελώσει η σκληρή, απαιτητική, ανταγωνιστική, παρά φύσει, καθημερινότητα.

Τα παιδιά, από την άλλη, τα βλέπεις πως λαχταράνε την άπλα και το χώμα, την εξοχή και το παιχνίδι έξω, γενικά. Το προτιμούν 1000 φορές από το Τζάμπο ολόκληρο, που συσσωρεύεται στα παιδικά τους δωμάτια. Δώρα από γονείς, φίλους και συγγενείς, που, ενοχικά σχεδόν, προσπαθούμε να υποκαταστήσουμε αυτή την ελευθερία της αλάνας και της φύσης, που τους έχουμε στερήσει με προϊόντα κατασκευασμένα ειδικά για να ξελογιάζουν τα μυαλουδάκια των παιδιών και να αδειάζουν τις τσέπες των μεγάλων.

Άμα θυμηθώ, τη δική μου παιδική ηλικία, σε δύο συμπεράσματα καταλήγω σήμερα. Πρώτον, ότι είμαι πολύ τυχερή που μεγάλωσα στην Ελληνική επαρχία του ’60, στους δρόμους και τις αλάνες και δεύτερον, άμα ξεφεύγεις από τις νόρμες της εποχής, άμα εκτός από «ζωηρό» παιδί, είσαι και «ανάποδο» η «διαφορετικό με όποιο τρόπο, τα πράγματα δυσκολεύουν ακόμα περισσότερο.

Ένα τέτοιο θεματάκι είχα κι εγώ ως παιδάκι… Το παιδικό politically correct, κάπως μου διέφευγε. Η μάνα μου, η καημένη, το κατάλαβε πολύ νωρίς αυτό, από τη γέννησή μου στην ουσία και είχε να το λέει «απ’ όταν γεννήθηκες, ήσουν ανάποδο παιδί».

Γεννήθηκα στο Κάιρο, το σωτήριον έτος 1957, Ιούνη μήνα! Μες στο κατακαλόκαιρο και τη Κρίση στο Σουέζ, μετά από 36 ώρες ωδινών της καημένης της μάνας και εν μέσω των λάγνων ήχων της μαγεμένης ανατολής, αφού τα μπαλκόνια του μαιευτηρίου έβλεπαν στο open-air Cabaret Seharazad!! Πως βλέπουμε εδώ απ’ τα μπαλκόνια τα θερινά τα σινεμά; Ένα τέτοιο πράμα. Μέσα στο δωμάτιο, μάνα και κόρη αγωνιζόμασταν να έρθω στον κόσμο ετούτο: προ εκλαμψία η μάνα και πόνοι βεριτάμπλ και ασταμάτητοι για 36 ώρες, (δεν είχε τότε επισκληρίδιες και ανώδυνους τοκετούς). Μπερδεμένος ο λώρος στο λαιμό της κόρης, να κινδυνεύει να πνιγεί, παλεύοντας να πάρει θέση για την ηρωική έξοδο. Έξω στο μπαλκόνι, ο μπαμπάς και ο γιατρός, παρακολουθούσαν το πρόγραμμα του καμπαρέ, ψύχραιμοι και υπομονετικοί, ρίχνοντας που και που καμιά ματιά στη μάνα, που κοιλοπόναγε μέσα και μετά πίσω πάλι… to Cabaret, au Cabaret! Τι να κάνανε οι άνθρωποι, 36 ώρες ήταν αυτές! Όταν πια έκανα την εμφάνισή μου, εγώ, μεν, το λώρο τον είχα εξουδετερώσει, βάζοντας τα χεράκια μου μπουνιές από κάτω, η μάνα όμως, σφίχτηκε κάποια στιγμή που δεν έπρεπε και μου έφτιαξε ένα ωραιότατο καρούμπαλο στο μαυριδερό, καραφλό μου κεφαλάκι.. Ολοφυρμός, μέχρι να πεισθεί μετά, πως δε γέννησε τέρας. ‘Υστερα, πέτρωσε το γάλα της από λάθος της νοσοκόμας, η οποία απολύθηκε μεν, πλην, εγώ δε θήλασα…

Συμβαίνουν αυτά, θα μου πείτε. Τι δηλαδή; Είναι «ανάποδο» το παιδί, επειδή βγήκε λίγο ανορθόδοξα; Άντε καλέ.. Βέβαια και η συνέχεια ήταν λίγο ανορθόδοξη… Όταν ενημέρωσαν από την επομένη κιόλας, τη μάνα μου πως, ενώ βάζουν όλα τα μωρά στη σειρά και με την ίδια κατεύθυνση, στην αίθουσα των νεογνών, εμένα το πρωί με βρήκανε ανάποδα, δεν το πίστεψε.. Δηλαδή, εκεί που θα έπρεπε να είναι το κεφαλάκι, όπως όλων των άλλων μωρών, στη σειρά, εμένα ήταν τα ποδαράκια. Ανάποδα, λέμε. Με παρακολούθησε λοιπόν, να δει πως το πετύχαινα αυτό. Έβαζα, σου λέει, δύναμη στα φτερνάκια και τα χεράκια, σηκωνόμουν σε τόξο κι έπεφτα, λίγο πιο κει. Όλη νύχτα πάλευα έτσι, λίγο – λίγο, μέχρι που γύρναγα ανάποδα. Τότε μόνο κοιμόμουν. Καθημερινά αυτό. Κι όταν λέμε κοιμόμουν… το ελάχιστο δυνατόν. Γιατί το έκανα;;; Ποιος ξέρει… Δε θα το μάθουμε ποτέ! «Ανάποδο παιδί».

Οι βόλτες στις εξοχές και τις ερημιές με το καρότσι αργότερα, που με πήγαινε η καημένη η μάνα, για να ηρεμώ και να κοιμάμαι το βράδυ, όπως είχε διαβάσει σε σχετικά βιβλία, με έκαναν έξαλλη. Δεν τις ήθελα τις ερημιές. Ήθελα λεωφόρους, φώτα και φασαρία. Ανάποδο παιδί! Ούτε τα βιβλία δε με έπιαναν. Το γάλα μου το έπινα,πάντως. Μου άρεσε δε τόσο πολύ, που όταν έπρεπε ν’ αρχίσω να τρώω και στερεά τροφή (ψαράκι, καροτάκια κλπ.), αρνιόμουν πεισματικά. Γάλα και μόνο γάλα! Απελπισμένη η μάνα, το είπε στον παιδίατρο, ο οποίος την καταχέριασε, πως «δεν είναι δυνατόν να μην το φάει! Προσπαθήστε!». Τι σκέφτηκε, λέτε, πάνω στην απόγνωσή της, μη μείνει η κορούλα της νηστική και πώς θα τα χώνει αργότερα στα Bodyline και τα Weight Watchers, μπας και χάσει κανά κιλό; Έλιωνε στο μπλέντερ το βραστό ψαράκι, με το καροτάκι και την πατατούλα, τα ανακάτευε με το γάλα και έτσι τα έτρωγα… Ανάποδοοοο!!!

Απ’ όταν δε, περπάτησα, με χάνανε στα δρομάκια της Κυπαρισσίας και αργότερα, των Χανίων, όπου μεγάλωσα.. Όλη μέρα στους δρόμους, με παιχνίδια, εξερευνήσεις και κοινωνικές επαφές η Βασούλα, δύσκολα μαζευόμουν στο σπίτι. Αυτά όμως ήταν “too much” για τη μανούλα. Της κατέρριπταν όλα τα «ορθά» μοντέλα, που είχε στο μυαλό της για τα παιδάκια, που πρέπει να είναι ήσυχα και υπάκουα, όπως ήταν εκείνη και όχι να κάνουνε του κεφαλιού τους! Την άγχωνε ιδιαιτέρως το γεγονός, ότι δε μπορούσε να έχει τον έλεγχο 100%. Ήταν κι εκείνο το καρούμπαλο βλέπετε, το οποίο, απορροφήθηκε μεν στις 20 μέρες από το κεφαλάκι μου, αλλά μάλλον δε σβήστηκε ποτέ από το κεφάλι της μανούλας… Στην ηλικία των 3 – 4 ήμουν, που ρώτησε γιατρό, παιδοψυχίατρο, παρακαλώ, μη τυχόν και είχα σοβαρό πρόβλημα!! Ευτυχώς που έπεσε σε καλό γιατρό και της είπε, πως απλώς είχα «υπερχειλίζουσα ζωτικότητα και να με αφήνει να την εκτονώνω σε ενδιαφέρουσες και ασφαλείς δραστηριότητες, για να ξεδίνω με χαρά και ασφάλεια»!

΄Ετσι, κάπως, πήρε την απόφαση και με έγραψε στο νηπιαγωγείο (παιδικοί σταθμοί, δεν υπήρχαν τότε) από 3 χρονών, εξηγώντας στη νηπιαγωγό: «Δε θέλω να μάθει ακόμα γράμματα, μην κουραστεί και δε θέλει μετά το κανονικό σχολείο, απλά να περνά η ώρα της ευχάριστα με τα άλλα παιδάκια». Τόσο η ίδια, όσο κι οι άλλες μαμάδες φίλες της ήταν πολύ σκεπτικές για το κατά πόσο θα άντεχα, τόσο μικρή, μακριά απ’ τη μαμά μου στο νηπιαγωγείο, «αλλά τι χάνουμε να δοκιμάσουμε», σκέφτηκε. Εγώ από την άλλη, ξετρελάθηκα. Παρέες, ζωγραφιές, παιδάκια, τραγουδάκια, κουκλοθέατρο! Η καλύτερή μου! Όταν όμως μια μέρα της έδωσα ένα γράμμα μου για τον παππού, που έλεγε με ορνιθοσκαλίσματα, κολλημένα και ασύμμετρα «Πότε παππού, θα μου φέρεις, επιτέλους, την κασετίνα», έμεινε εμβρόντητη. Αρχικά δεν πίστεψε, ότι το είχα γράψει εγώ. Η έρευνά της όμως έδειξε, ότι εγώ το είχα γράψει τελικά . «Μα πως είναι δυνατόν;». Μια και δυό πάει στη νηπιαγωγό να διαμαρτυρηθεί, διότι παρέβη την εντολή της και μου έμαθε γράμματα. Της είπε η γυναίκα, «Μα δεν έκανα τίποτα εγώ. Είναι έξυπνο παιδάκι, να τη χαίρεστε!». Έτσι, αποστομώθηκε για λίγο και ησύχασε κάπως.

Εννοείται, ότι μετά από το γράμμα μου, ο παππούς ήρθε τρέχοντας από την Αθήνα με την κασετίνα για την εγγονή του. Προσφέρθηκε μάλιστα να με πάρει ο ίδιος από το Νηπιαγωγείο την επομένη, διότι ήθελε να δει με τα μάτια του τη Βασούλα να κάθεται ήσυχη… Και το έκανε, με είδε με τα μάτια του και δεν το πίστευε. «Μπράβο! Πως φρονίμεψε έτσι η Βασούλα..», αναρωτήθηκε. Όταν τέλειωσε το μάθημα και ξεκινήσαμε για το σπίτι, κατάλαβε ότι οι φρονιμάδες τελειώνανε εντός του νηπιαγωγείου… Πέταγα τη σάκα μου όσο πιο μακριά μπορούσα, έτρεχα, τη μάζευα και την ξαναπέταγα μακριά και κάπως έτσι φτάναμε στο σπίτι: να προπορεύεται η σάκα, από πίσω εγώ και στο τέλος ο παππούς, ασθμαίνων «Μα, είπα κι εγώ… ζωηρό παιδί, πολύ ζωηρό, το άτιμο!».

Πέρα από το νηπιαγωγείο και τις βόλτες, το σινεμά, τα παιχνίδια, τις γιορτές και τα πανηγύρια, είχαμε και τα συχνά ταξίδια στην Αθήνα, στον παππού το Μήτσο και τη γιαγιά τη Βαλιλή για επιπλέον εκτόνωση, της «υπερχειλίζουσας ζωτικότητας» αλλά και για την εκτόνωση της μανούλας κυρίως, και του μπαμπά. Να κάνουν τα ψώνια τους, να δουν φίλους και συγγενείς, να πάνε στο θέατρο, να γεμίσουν μπαταρίες κι εκείνοι.

Με την οτομοτρίς! Με το τραίνο κοινώς και τι ταξίδι! 10 ώρες έκανε η οτομοτρίς Κυπαρισσία-Αθήνα! Πολλές οι ώρες και ειδικά για ένα κοριτσάκι με «υπερχειλίζουσα ζωτικότητα», όπως η Βασούλα. Θυμάμαι ακόμα ένα τέτοιο ταξίδι! Θα ήμουν τριών ετών, το πολύ τριάμισι, γιατί δεν είχε γεννηθεί ακόμα η αδελφή μου.

Είχα μιλήσει με όλο τον κόσμο στο βαγόνι, τους είχα πει τα νέα μας, ότι πάμε στη γιαγιά και τον παππού, είχα παίξει με όσα παιδάκια υπήρχαν και άντεχαν ξύπνια και οι ώρες δεν περνούσαν. Όταν πια είχαν όλοι γλαρώσει στον ύπνο, μεγάλοι και μικροί, νανουρισμένοι από το τσαφ-τσουφ  και άρχισα να σπρώχνω τα καθίσματα, για να πάει πιο γρήγορα το τραίνο, διότι εγώ για ύπνο ούτε λόγος, κατάλαβαν ότι έπρεπε να πάρουν δραστικά μέτρα, μπας και τσουλήσει το ταξίδι ανώδυνα για όλους, που δεν τους άφηνα σε ησυχία. Το «Σιγά, κοιμούνται» ή «Μη τραβάς το μαξιλάρι του ανθρώπου, κοιμάται» δε μου έλεγε τίποτα. «Γιατί κοιμούνται;» «Διότι νυστάζουν», «Γιατί νυστάζουν;» Ε, είχε έρθει η ώρα να αναλάβει η επιστήμη. Της ιατρικής, εν προκειμένω. Μού έδωσε λοιπόν η επιστήμη, υπό μορφήν μπαμπά, μια λουμιναλέτα, παιδικό ηρεμιστικό της εποχής, για να με χαλαρώσει και να κοιμηθώ. Και θα είχε σημειώσει επιτυχία η επιστήμη, διότι είχα αρχίσει να γλαρώνω λίγο και να γέρνω στο παράθυρό μου, όταν… φτάσαμε Καλαμάτα!

Μεγάλη πόλη η Καλαμάτα, φώτα, κόσμος, μικροπωλητές, φασαρία, το στοιχείο μου! «Τι είναι εδώ μαμά;» «Η Καλαμάτα, παιδί μου». «Ααα!! Ωαία πάματα Καμαλάτα»… Αυτό ήταν! Εξανεμίστηκε η επίδραση της λουμιναλέτας και φύγαμε από την Καλαμάτα με τη Βασούλα στο πόδι από ενθουσιασμό και την «υπερχειλίζουσα ζωτικότητα» στα φόρτε της. Δεύτερη λουμιναλέτα στη Βασούλα, η επιστήμη, μηδαμινό το αποτέλεσμα. Κάθε σταθμός ξύπναγε τη Βασούλα και εξανέμιζε τη λουμιναλέτα. Πέντε λουμιναλέτες με τάισε σ’ εκείνο το ταξίδι, η επιστήμη. «Μα δε θα την πειράξουν,  βρε Θωμά;» «Αφού βλέπεις ότι δεν την πιάνουν καν!». Μετά την πέμπτη πια, πάνω που γλάρωνα πάλι και νανουριζόμουν στο παράθυρο, Κόρινθος! Ε, τι τα θες, φτάναμε πια Αθήνα. Με τη Βασούλα όρθια, να δείχνει το «παπόι» που πέρναγε τον Ισθμό, την επιστήμη να έχει σηκώσει τα χέρια ψηλά και τον κόσμο όλο πανιασμένο από την κούραση και την αγρύπνια.

Εννοείται, πως όταν φτάσαμε στο σπίτι του παππού και της γιαγιάς, η χαρά κι ο ενθουσιασμός μου έκαψαν κάθε ίχνος λουμιναλέτας. Τελευταία έπεσα για ύπνο, ήσυχη επιτέλους, πως ό,τι μπορούσα έκανα για να ρουφήξω κάθε στιγμή αυτής της συναρπαστικής μέρας. Ζωηρό παιδί! Ευτυχώς, δε, θα συμπληρώσω! Τι να είναι τα παιδιά δηλαδή; Όλα ήσυχα, «στρατιωτάκια αμίλητα, ακούνητα, αγέλαστα»; Λέω, τώρα, εγώ, που δεν έχω παιδιά και “όποιος είναι έξω απ’ το χορό, πολλά τραγούδια ξέρει”…

Πάντως, τώρα που τα ξαναθυμάμαι, συνειδητοποιώ πως η «ζωηράδα» μου, κυρίως, ήταν η ανάγκη μου για «φευγιό». Φευγιό απ’ την πόλη, φευγιό από τη ρουτίνα, την καθημερινότητα, το συνηθισμένο, το βαρετό. Ίσως και το «ανάποδο» εκεί να κολλάει. Βαριέμαι τα ίδια και τα ίδια. Κι άμα αρχίσω να βαριέμαι, “δρόμο παίρνω, δρόμο αφήνω”…

Γι’ αυτό σας λέω, ευγνωμονώ τη ζωή μου που μεγάλωσα στην επαρχία. Όλη μέρα στους δρόμους, χωρίς κινδύνους και φασαρίες. Πόσο μάλλον, που ήμουν παιδάκι «ζωηρό» και «ανάποδο». Την έκαιγα την υπερχειλίζουσα στους δρόμους, τις αυλές, τις αμμουδιές και ξέδινα. Τι θα έκανα, αν μεγάλωνα σήμερα, σ’ ένα διαμέρισμα στον 5ο όροφο χωρίς αυλή, χωρίς γειτονιά, χωρίς χώμα και πέτρα; Oύτε να το σκεφτώ δε θέλω! Κι εσείς φίλες μου, άμα τα βλέπετε «ανάποδα» και στριτζωμένα τα παιδάκια σας, χωρίς εμφανή λόγο, δείξτε την απαραίτητη κατανόηση. Την αξίζουν, τη χρειάζονται, τους τη χρωστάμε!