Άρθρο: Βασιλική Μαμαλίγκα


Τρελαίνομαι για ταξίδια! Κοντινά, μακρινά, υπερπόντια, ταξίδι να ‘ναι. Αν μου έπεφτε το λαχείο, που δεν παίρνω, αλλά λέμε τώρα, θα κέρναγα τους φίλους και τις φίλες μου ταξίδια. Τι καλύτερο; Εκεί που η καθημερινότητα και η ρουτίνα σε μπαφιάζουν, να πεις στην παρέα σου «Kερνάω καφέ στη Βενετία, πάμε;»

Ένα ταξίδι το απολαμβάνεις τρεις φορές τουλάχιστον: μία που το σχεδιάζεις και το οργανώνεις, μία που το κάνεις και μία που το σκέφτεσαι μετά και το αναπολείς, χαζεύοντας φωτογραφίες και αναμνηστικά. Ένα τέτοιο ταξίδι θυμήθηκα σήμερα.

Ήταν το 1987, που πήγα με τη δουλειά μου στην εξωτική Ταϊλάνδη, Απρίλη μήνα, Πάσχα ελληνικό. Το πρόγραμμα ήταν Σινγκαπούρη – Μπανγκόγκ – Πατάγια για 5-6 μέρες.

Εννοείται πως η μάνα είχε τις ανησυχίες της:

– Πολύ μακριά βρε παιδί μου, να προσέχεις, μην κυκλοφορείς μόνη σου.

– Τόσα άτομα θα είμαστε, γιατί να κυκλοφορώ μόνη μου;

– Να μου δώσεις το τηλέφωνο το ξενοδοχείου.

– Δεν έχω τηλέφωνο του ξενοδοχείου, ρε μάνα, έλεος!

– Μη δεν πάρεις καμιά ζακέτα μαζί σου!

– Μάνα, σε τροπικό μέρος πάω, μαγιώ θα πάρω.

– Καλά, πού θα κάνετε μπάνιο εκεί, μέσα στους καρχαρίες;

– Θα ενημερώσω τους καρχαρίες να πάνε σε άλλη παραλία, αμάν!

– Ναι, κορόιδευε εσύ… Ελαστικό επίδεσμο να πάρεις, που στραμπουλάς τα πόδια σου συνέχεια.

– Πήρα δύο.

– Τι γλώσσα μιλάνε εκεί; Πώς θα συνεννοείσαι;

– Με τη νοηματική! Άσε με ρε μάνα πια!

Η Singapore Airlines, άψογη. Τεράστιο αεροπλάνο, εξαιρετικό σέρβις, αλλά πολλές, μα πολλές ώρες ταξίδι! Είδαμε ταινίες, φάγαμε, ήπιαμε, ψιλοκοιμηθήκαμε, κάναμε στάση γι’ ανεφοδιασμό (δε θυμάμαι που), ώσπου μετά από 12 ώρες περίπου φτάσαμε Σιγκαπούρη. Τι αεροδρόμιο! Τεράστιο, πανέμορφο, με καταρράκτες να τρέχουν από τους τοίχους, με τροπικά φυτά, υπερπαραγωγή!

Το ξενοδοχείο, εξίσου εντυπωσιακό. Η δε πόλη, πεντακάθαρη! Τόσο, που να ντρέπεσαι να περπατήσεις. Διότι, λέει, πανάκριβα τα πρόστιμα έτσι και πετάξεις κάτω τίποτα. Εμ, αλλιώς δε γίνεται. Τη γυρίσαμε όλη και μετά από δύο μέρες, πετάξαμε για Μπανγκόγκ. Η πόλη των χαμογελαστών κατοίκων, παρόλο που ακόμα υπήρχαν τα σημάδια από τον τελευταίο πόλεμο. Θερμή υποδοχή και μετά, στο ξενοδοχείο μας, να τακτοποιηθούμε. Υπερπαραγωγή κι αυτό!

Όλα καλά λοιπόν, αλλά… Ζέστη! Ζέστη και υγρασία! Το χειρότερό μου! Να κρυώνεις μέσα από το φουλαρισμένο αιρκοντίσιον (α, ρε μάνα, με το ζακετάκι σου, καλά που το πήρα!) και με το που βγαίνεις έξω να διαστέλλεσαι απότομα από τη ζέστη και τους ατμούς, λες και είσαι μπροστά από έξοδο καθαριστηρίου. Να θαμπώνουν τα γυαλιά, να πρήζονται τα πόδια, να ιδρώνεις, να κολλάς και ν’ αναπνέεις με δυσκολία…

Παρ’ όλα αυτά, και τα αξιοθέατα είδαμε, όλους τους Βούδες, ξαπλωτούς, σμαραγδένιους, χρυσούς και στον ποταμό Τσάο Πράγια κάναμε τις βόλτες μας, όπου όμως μ’ έπιασε η ψυχή μου: σπιτάκια πασσαλόκτιστα μέσα στο ποτάμι για τους φτωχούς, παιδάκια να παίζουν στα βρωμόνερα δίπλα σε πτώματα σκύλων και κάθε είδους ακαθαρσίες. Οι μικροπωλητές με τις βαρκούλες τους, να πουλάνε φρούτα και ό,τι άλλο, ώσπου φτάσαμε σ’ ένα χώρο και παρακολουθήσαμε επίδειξη με φίδια. Δίπλα ελέφαντες να περιμένουν στωικά τους μουρλούς τουρίστες να τους καβαλήσουν για μια φωτογραφία. Όοοοχι, δεν θα πάρω, να λείπει. Φεύγοντας από κει, είδα ενυδρεία με φίδια, διάφορα και από πάνω ο κόσμος να διαλέγει, δείχνοντας την προτίμησή του στο ένα ή στο άλλο. Απόρησα «Mα θα αγοράσουν φίδια;» Όταν μου εξήγησαν, ότι μπορείς να διαλέξεις ποιο θες, για να σου φτιάξουν παπούτσια, τσάντα και πορτοφολάκι ασορτί, από το έρμο το φίδι, φρίκαρα εντελώς!

Πολλά μ’ εντυπωσίασαν στην Ταϊλάνδη, μεταξύ των οποίων, οι ναρκομανείς (έμαθα ότι η Ταϊλανδέζικη ηρωίνη θεωρείται η καλύτερη, λέει) να κείτονται στα πεζοδρόμια με γυάλινα μάτια και αφρούς στο στόμα, οι τρομακτικές αντιθέσεις πλούσιων – φτωχών (παιδάκια να εκδίδονται για ένα πιάτο ρύζι), οι ξαφνικές τροπικές καταιγίδες, που να χαλάει ο κόσμος από βροχή, αστραπές, κεραυνούς και σε 10 λεπτά να μην τρέχει τίποτα, τα υπέροχα μεταξωτά και οι άξιοι ραφτάδες, που σε δυο μέρες σου είχαν έτοιμο ρουχαλάκι από το ύφασμα που διάλεξες, τα μαϊμού ρόλεξ, καρτιέ και όποια άλλη μάρκα θέλετε, οι αυθεντικές μάρκες σε εξαιρετικές τιμές, όρεξη να ‘χεις και λεφτά, να σηκώσεις τα πάντα όλα για λίγα δολάρια.

Επόμενος και τελευταίος σταθμός: Πατάγια. Παραθαλάσσιο θέρετρο, για να κάνουμε και τα μπάνια μας. Μας πήγαν μ’ ένα μεγάλο καίκι σ’ ένα νησάκι απέναντι με τεράστια παραλία και διάσημη, μια που πολλές αμερικάνικες ταινίες είχαν γυριστεί σ’ αυτήν. Ποιος τη χάρη μας! Εκεί θα τη βγάζαμε μέχρι το απόγευμα: μπάνιο, φαγητό, βόλτα με βαρκούλες με γυάλινο πάτο, για να χαζεύουμε τα κοράλλια και τα ψαράκια κάτω απ’ τα πόδια μας, θαύμα! Τι άλλο θες; Εγώ πια, καταχαρούμενη, που θα έκανα και μπάνιο, είχα φορέσει ένα κάπρι παντελονάκι (μέχρι λίγο κάτω απ’ το γόνατο είναι αυτά), είχα αράξει κάτω απ’ τον ήλιο ηλιθιωδώς (α ρε μάνα!) μέχρι να φτάσουμε, σα σταρ του Χόλυγουντ, με τα σκούρα γυαλιά, την καπελαδούρα και το ανάλογο ύφος!

Τεράστια η αμμουδερή παραλία, με μια ταβέρνα κάτω από καλαμιές και τουρίστες πολλοί και διάφοροι. Ναι, μόνο που, πρώτον: η θάλασσα να καίει, να τσουρουφλάει, να χοροπηδάμε σαν τους αναστενάρηδες μέσα στο νερό, μέχρι να μπούμε πιο βαθιά, πριν γίνουν οι πατούσες και οι γαμπίτσες μπάρμπεκιου. Δεύτερον: το νερό θολό από την ψιλή άμμο που σηκωνότανε και μόλις έφτανες μέχρι τη μέση, απαγορευτικό για περαιτέρω ξανοίγματα, διότι καραδοκούσαν καρχαρίες!! (α, ρε μάνα!). Τρίτον: Η βαρκούλα με το γυάλινο πάτο, στενόμακρη, να έχουμε κάτσει στη σειρά όλοι με τα γόνατα στο στομάχι, μη χάσουμε κανά κοράλλι ή κανά τροπικό ψάρι, που δεν είδαμε τίποτα τελικά μέσα στη θολούρα. Και φυσικά, εγκαύματα από τον αμείλικτο ήλιο, από το καϊκι ήδη! Για δύο χρόνια είχα σημάδια μαυρίσματος στα πόδια, με το κάπρι παντελονάκι. Σα να φόραγα καφετί καλτσούλες, ένα πράμα.

Το βράδυ, στη βόλτα μας στην Πατάγια, αρρώστησα: να βλέπεις τους κοιλαράδες, τους Γερμαναράδες, τους Αμερικανούς, τους Ολλανδούς και άλλους ευυπόληπτους, να ψωνίζουν αγοράκια – κυρίως – και κοριτσάκια ανήλικα, να σου ‘ρχεται τρέλα. Να σε τραβολογούν οι νεαροί προαγωγοί, προκειμένου να ψωνίσεις κι εσύ : “Νeed little boys mam, little girls? We got everything! Come, come mam!”…

Τέλος πάντων, τέλειωσε κι αυτό και την επομένη πια, θα γυρίζαμε στην Ελλαδίτσα μας, που απολαμβάνουμε θάλασσα και κολύμπι, χωρίς καρχαρίες και τσουρουφλιστά νερά. Πλήρεις από εξωτικές εικόνες, γεύσεις και αρώματα και με τις τσέπες άδειες, αφού είχαμε λυσσάξει σε ψώνια και διασκεδάσεις. Πιστωτικές κάρτες, λίγοι είχαν τότε και δεν ήμουν μία απ’ αυτούς.

Θα πετάγαμε με Egypt Air. Αμ δε! Πρόβλημα στο αεροπλάνο… Μας ενημερώνουν, πως δε θα πετάξουμε τελικά την επομένη και… Θα δούμε… Θα στείλουν άλλο; Θα φτιάξουν το χαλασμένο; Συγκεχυμένα πράγματα… Θα μέναμε στο ξενοδοχείο μέχρι νεωτέρας, όπου θα μας παρείχαν πρωινό, γεύμα και βραδινό χωρίς χρέωση. Ε, ρε γλέντια! Να ολοφύρονται οι κυρίες με τα δυσάρεστα νέα, πανικόβλητες «..Που με περιμένουν τα παιδιά μου και τι θα κάνω;» η μία, «Τι κατάσταση είναι αυτή, γιατί δε μας λέτε τίποτα;» η άλλη, «..Που έχω επαγγελματικό ραντεβού, τη Δευτέρα» η παράλλη, να γίνεται το σύστριγγλο και ο συνοδός του γκρουπ να μη μπορεί να μας διαφωτίσει καθόλου. Κινητά δεν υπήρχαν, φυσικά, το 1987 και περιμέναμε όλοι απ’ αυτόν την ενημέρωση. Εγώ, εντελώς άψιλη, βγήκα μια βόλτα, μόνη (α, ρε μάνα!), ψάχνοντας το ελληνικό προξενείο, μπας και μάθω τίποτα ή μου δώσουν κανα φράγκο, αλλά δεν υπήρχε ελληνικό προξενείο στην Μπανγκόγκ!

Δεύτερη μέρα κολλημένοι στην εξωτική Μπανγκόγκ και ουδέν νεότερον από το δυτικόν μέτωπον! Χαμός στο λόμπυ του ξενοδοχείου, πάλι, αλλά εγώ ψύχραιμη. Πώς αυτό; Ήμουνα σίγουρη, πως θα με έβρισκε η μανούλα. «Τι λες; Πώς να σε βρει;» να μου λένε οι άλλες, «Εδώ, δε μας βρίσκει κανείς, δε βλέπεις τι γίνεται;», ώσπου ακούω από το μεγάφωνο : «Miss Mamaliga, to the reception desk, please!» Με βρήκεεε! (α, ρε μάνα!). Είχε σηκώσει γη και ουρανό, είχε πάρει τα κεντρικά της δουλειάς μου και τους είχε στολίσει Χριστουγεννιάτικο δέντρο, είχε βάλει φωνές, είχε απειλήσει, δεν ξέρω τι άλλο, πάντως με βρήκε! Και όχι απλώς με βρήκε, αλλά με ενημέρωσε για το πότε θα φεύγαμε, με ποια εταιρεία, τα πάντα! Ενημέρωσα κι εγώ με τη σειρά μου την παρέα, αλλά δε με πιστεύανε, μέχρι που πια επιβεβαιώθηκαν οι πληροφορίες της μάνας κι από τον συνοδό μας και ησυχάσανε όλοι.

Την τρίτη μέρα κατά τας γραφάς, φεύγουμε. Επτά ώρες περιμέναμε στο αεροδρόμιο της Μπανγκόγκ, για να πετάξουμε για Κάϊρο. Θα διανυκτερεύαμε στο ξενοδοχείο του αεροδρομίου του Καΐρου και την επομένη το βραδάκι, επιστροφή Αθήνα. Επτά ώρες στο αεροδρόμιο, χωρίς να βάλω μπουκιά στο στόμα, χωρίς νερό, άψιλη! Θα μου πείτε, καλά δε μπορούσε να σε δανείσει κάποιος κανα φράγκο; Η δική μου «αγαπημένη» παρέα, όταν ζήτησα κανά ψιλό να πάρω νεράκι, μου απάντησε «Α, μωρέ, τα φυλάω για σουβενίρ»! Μάλιστα…

Στο Κάιρο, την άλλη μου πατρίδα, ήπια νερό πια! Από το δωμάτιό μου έβλεπα τους μιναρέδες του και την αχλή της ζέστης της ερήμου, αλλά εγώ δε μπορούσα να πάω βόλτα με το πουλμανάκι που είχαν ναυλώσει, οι «έχοντες» το χρήμα, λόγω αψιλίας. Μέχρι στους τηλεφωνικούς καταλόγους ζήτησα να βρουν το όνομα του νονού μου, που έμενε ακόμα εκεί, μπας και έρθει να με «σώσει», αλλά στάθηκε αδύνατο. Η μάνα, δε με ξαναέψαξε, ήσυχη ότι όλα είχαν τακτοποιηθεί, με αποτέλεσμα να ξωμείνω όλη μέρα στο ξενοδοχείο…

Όταν επιστρέψαμε πια, σώοι και αβλαβείς, με περίμενε όλη η οικογένεια στο αεροδρόμιο.

Παρ’ όλη την ταλαιπώρια μου, συνεχίζω να πιστεύω, ότι δεν υπάρχει καλύτερο πράγμα από τα ταξίδια. Μόνο που, καλό είναι, να ξέρεις τι να περιμένεις από ‘κει που θα πας, ώστε να είσαι, όσο γίνεται, πιο προετοιμασμένος. Και κάτι ακόμα: σαν τα νησιά, τα χωριά και τις εξοχές της Ελλάδας, δεν υπάρχει καλύτερος τόπος διακοπών. Κρυστάλλινα, καθαρά νερά, δαντελωτές παραλίες, λευκές, ροζ, μαύρες, χωρίς καρχαρίες και έναν ήλιο υπέροχο και πολύ πιο τρυφερό απ’ αυτόν τον αμείλικτο των Τροπικών.

Να είμαστε καλά και να ταξιδεύουμε, όπου θέλουμε, όπως θέλουμε κι άμα δε μπορούμε, να ταξιδεύουμε με το νου, χωρίς δεσμεύσεις, περιορισμούς και πιστωτικές κάρτες. Καλά μας ταξίδια λοιπόν!