Άρθρο: Βασίλειος Ν. Κιοσσές
Ψυχολόγος – Σύμβουλος Ψυχικής Υγείας
Κάθε παιδί, από τη στιγμή που γεννιέται, τίθεται υπό κρίση. «Τα καλά παιδιά δεν κάνουν έτσι», ή «Τα καλά παιδιά δε θυμώνουν, δε γκρινιάζουν, δεν παραπονιούνται» ή «δεν κάνουν ο,τιδήποτε εν γένει προκαλεί δυσφορία». Κι αυτή είναι η πιο ευνοϊκή συνθήκη, για να δημιουργήσει μια αγωνία στον καθένα μας, για το πώς οι σημαντικοί άνθρωποι γύρω μας χαρακτηρίζουν τις σκέψεις, τα συναισθήματα ή τις πράξεις μας.
Τι είναι αυτό που κάνει ένα παιδί καλό ή κακό; Ίσως χρειάζεται για αρχή να αναρωτηθούμε ποιες στάσεις ή συμπεριφορές εντάσσονται στη μία ή την άλλη κατηγορία. Συνηθίζουμε να συγχέουμε την καλοσύνη με την ανεκτικότητα και την κακία με τη δυσφορία.
Εύκολα είμαστε σε θέση να κρίνουμε αρνητικά ο,τιδήποτε μας είναι δύσκολο να διαχειριστούμε ή απαιτεί περισσότερη ενέργεια. Ή ακόμα περισσότερο ο,τιδήποτε μας δυσφορεί, επειδή αγγίζει μια δική μας αφρόντιστη πληγή.
Μπερδευτήκαμε ανάμεσα σε καλοσύνες και κακίες, βιαστήκαμε να ταιριάξουμε τις συμπεριφορές μας και τα συναισθήματα ή ο,τιδήποτε βιώνουμε σε κάθετι που βγάζει νόημα ή έχει μια λογική εξήγηση. Ανησυχήσαμε μήπως αυτό που κάναμε, νιώσαμε, σκεφτήκαμε ανταποκρίνεται σε αυτό το άκαμπτο κομμάτι, που λέγεται εαυτός. Τρέξαμε να προλάβουμε τις αναπάντεχες επιδράσεις των κινήτρων μας, που σαν αδέσποτα σκυλιά, δεν είχαν ποτέ την ευκαιρία να ταιριάξουν σε μια κοινωνία άδικη για ανθρώπους, που δεν ταίριαξαν σε αυτή.
Λαχανιάσαμε να αναρωτιόμαστε τι στο καλό (ή κακό) συμβαίνει κάθε τόσο, που ένα σκυθρωπό πρόσωπο υπονοεί όσα θέλει να πει, κι εμείς μέσα στην επιρρέπειά μας σιγουρευτήκαμε πως φταίμε.
Σκέψου πόσο θυμό άραγε κρύβει η αγωνία να αποδείξουμε, πως είμαστε καλοί. Τόσος θυμός, που είναι ικανός να ανεβάσει τους χτύπους της καρδιάς και να κάνει το αίμα να κοχλάσει σαν να μη χωρά κάτω από το δέρμα. Ανεβαίνει όλο και ψηλότερα, φτάνει στο κεφάλι και εύχεται να μην το εμπόδιζε τίποτα από μια ανεξέλεγκτη, μα τόσο απελευθερωτική πορεία. Πόσο εγκλωβιστικό το δέρμα που γίνεται φορές, σαν τα όρια που μόνοι μας βάζουμε στον εαυτό μας. Τόσο περιοριστικό, όσο κάθε καλοσύνη ή κακία. Που ξαφνικά γίνεται λάβαρο και σε ακολουθεί, ακόμα κι αν δεν το βλέπεις. Είναι τόσο καλά βυθισμένο στο πετσί σου, που δεν τολμάς να το πειράξεις. Στέκει καλά σαν επανάσταση, αλλά μάλλον αιχμαλωσία θυμίζει. Βαραίνει το νου και το στομάχι, γίνεται λαβύρινθος, που τέρμα δεν έχει, καθώς τον μίτο τον αρπάξανε και κάθε δρόμος είναι αδιέξοδο. Με τοίχους τόσο ψηλά, που μόνο αν σηκώσεις το κεφάλι, θα δεις τα σύννεφα, μα κι όταν προσπαθήσεις, θα έχεις το λάβαρο να σου θυμίζει πως, όχι, δεν είσαι κύριος των κινήσεών σου.
Μη! Μη διανοηθείς να πιστέψεις, πως μπορείς να κάνεις αλλιώς από αυτό που σου διδάξανε, γιατί αλλιώς σε ξεγράψανε. Και σου χρειάζεται να ξέρεις, πως αξίζεις το ίδιο, όπως όλοι οι σημαντικοί άνθρωποι γύρω σου.
Ταλαντεύεται ο αυχένας, γιατί κουράστηκε. Το κόκκαλα διαμαρτύρονται και η πλάτη δεν αντέχει άλλο. Πόσο να αντέξει κι αυτή την αγωνία της έγκρισης; Πάντα κάποιος πρέπει να είναι εκεί να εγκρίνει πώς νιώθεις, τι σκέφτεσαι, τι τολμάς να κάνεις. Τι επιτρέπεται και τι όχι με βάση εκείνες τις συνθήκες, που σου επιτρέπουν να υπάρχεις. Συνθήκες, που συνηγορούν στην ευκολία των άλλων, που δεν ταράζουν την ησυχία τους ή δεν τους ξεβολεύουν από τις καρέκλες τους. Συνθήκες, που εκ των προτέρων, οι γύρω σου αποφάσισαν, πως είναι ιδανικές για εσένα, χωρίς φυσικά να ερωτηθείς, στις οποίες ξέχασαν να υπολογίσουν το πόσο μοναδικός είσαι ή πόσο μοναδικά νιώθεις. Άνθρωποι και περιστάσεις, που ξέχασαν να σου θυμίσουν το πόσο τέλειος είσαι ακριβώς έτσι, δίχως να αλλάξεις τίποτα. Τέλειος όχι για όλους, αλλά για εκείνους, τους δικούς σου σημαντικούς, γιατί ακριβώς ξεκινάς να αναπτύσσεσαι δίχως εμπόδια στο διάβα σου. Εμπόδια, που στα καθορίζουν οι άλλοι και όχι οι δυσκολίες που συναντάς.
Μια κιθάρα είμαστε όλοι μας. Και χορδές θα σπάσουν και θα χρειαστεί να την κουρδίσουμε και να την παρατήσουμε για λίγο κι έπειτα πάλι ξανά, θα την πιάσουμε όταν νιώσουμε, πως έχουμε κάτι μελωδικό να πούμε. Ξεχνάμε να θυμηθούμε, πως ακόμα και οι πιο άγριες μελωδίες, είναι φτιαγμένες από τη δική μας κιθάρα και είναι αυτό που τις κάνει μοναδικές, ακόμα κι αν κάποια αυτιά δυσφορούν ή έχουν μάθει σε αλλιώτικες νότες. Ακόμα κι αν κάποιοι προσπαθούν να σε πείσουν για το ρεπερτόριο ή την ένταση που οφείλεις να παίζεις. Δεν υπάρχει καλό και κακό τραγούδι. Υπάρχουν μελωδίες που άλλοτε μας αναστατώνουν ή μας ευχαριστούν, μας χαλαρώνουν ή μας κινητοποιούν.
Πόσο μελωδικός θα ήταν ο κόσμος, αν προσπαθούσαμε για λίγο να επιτρέψουμε στους ήχους μας να παίξουν, δίχως προϋποθέσεις, δίχως πεντάγραμμα;
Προτεινόμενη Βιβλιογραφία
Neville, Β. (2013). Anxiously congruent: congruently anxious. Person-Centered & Experiential Psychotherapies. V. 12 (3), 223- 236.