Άρθρο: Βασιλική Μαμαλίγκα
Ο πατέρας μου γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αίγυπτο. Στην Ηλιούπολη του Καΐρου. Εκεί τελείωσε το σχολείο, την «Αμπέτειο» και μετά τον πόλεμο του ’40, ήρθε στην Αθήνα να σπουδάσει στην Ιατρική, όπου γνώρισε τη μάνα, ερωτεύτηκαν τρελά και όταν τέλειωσε τις σπουδές του, παντρεύτηκαν και πήγαν πίσω στην Αίγυπτο, να στήσουν το σπιτικό τους.
Το 1957 γεννήθηκα εγώ, εν τω μέσω της «Κρίσης του Σουέζ». Είχε προηγηθεί η επανάσταση του Νάσερ το 1952, όπου έφυγε το πρώτο κύμα των Ελλήνων και με την «Κρίση του Σουέζ» έφυγαν και οι υπόλοιποι. Ένα χρόνο μετά, το 1958 φύγαμε και εμείς. Αυτά, για την ιστορία.
Απ’ όταν άρχισα να έχω μνήμες, θυμάμαι τον πατέρα μου να μας διηγείται ιστορίες από το Κάιρο κυρίως αλλά και την Αλεξάνδρεια, διότι είχε ξαδέλφια εκεί και όταν μαζευόντουσαν ο ένας έκοβε, ο άλλος έραβε, νοσταλγώντας την Αίγυπτο. Τι για τα μεγάλα ξενοδοχεία, όπου πηγαίνανε στις χοροεσπερίδες τους, όπως το περίφημο Ambassador! «Έλληνος ιδιοκτήτου, πολυτελές και τελευταία λέξη της μόδας, της εποχής! Όλοι οι πρέσβεις Βασούλα μου αυτό προτιμούσαν, εξ’ ου και το όνομά του». Tι για το σπίτι του στην Ηλιούπολη, Ισμαήλ 8, «προάστειον του Καϊρου, όπου έμεναν οι καλές, οικογένειες», τι για το «ιατρείον, επί της Σολιμάν Πασά, γωνία με Μπέλερ 4 ( rue Boehler), δίπλα στην Πλατεία Ταχρίρ! Είχα έναν υπάλληλο Σουδανό, τον Μωχάμετ, πεντακάθαρο, με την κατάλευκη κελεμπία του και το αριστοτεχνικά δεμένο σαρίκι του, ο οποίος υποδέχετο τους ασθενείς. Καταπληκτικός άνθρωπος και πιστός Μουσουλμάνος. Δεν παρέλειπε να στρώνει το χαλάκι του και να κάνει την προσευχή του, κάθε που έβγαινε ο Μοεζίνης κι έδινε το προσκλητήριο για την προσευχή, 5 φορές την ημέρα! Χάμ του λιλά!»
Όσο για το για το περίφημο σινεμά – θέατρο “Metro”, είχε τις καλύτερες αναμνήσεις, ως βέρος κινηματογραφόφιλος: «Ιδιοκτησία της Metro Goldwyn Mayer, το καλύτερο σινεμά του κόσμου, όπου εγίνοντο οι πρεμιέρες όλων των ταινιών της! Με βελούδινα καθίσματα και πολυτελές φουαγιέ! Με υπέροχα θεωρεία και μια σκηνή τεράστια, η οποία άνοιγε στα διαλείμματα κι από μέσα της αναδυόταν πολυμελής ορχήστρα, που έπαιζε μουσική από την ταινία. Θυμάμαι τη πρεμιέρα του «Ταρζάν», με τον Τζόνυ Βαϊσμύλερ: Όλο το σινεμά ήταν ντυμένο ζούγκλα, με δέντρα και σχοινένια κλαριά να κρέμονται, ζωγραφιστές μαϊμούδες, τροπικά φυτά, πτηνά και φρούτα! Εδώ τραγούδησε η Βέμπο, την εποχή του πολέμου, εδώ έδιναν τις παραστάσεις τους οι αδελφές Καλουτά, όταν επισκέπτοντο το Κάιρο»!
Πολλά τα χρόνια, που είχε αφήσει το Κάιρο και η νοσταλγία του είχε χτυπήσει κόκκινο. Έτσι, το Πάσχα του 1975, όταν η αγαπημένη του σύζυγος και μητέρα μας, του πρότεινε να κάνουμε Πάσχα στην Αίγυπτο, πέταξε από τη χαρά του, παρόλο που δεν ξεκουνιόταν εύκολα για ταξίδια. Τα κανόνισε όλα η Ντόρα. Οργανωμένο ταξίδι 7 ημερών, Κάιρο – Αλεξάνδρεια, με την επιλογή ξενοδοχείου δική μας. «Αα! Στο Ambassador, κλείσε Ντορίτσα μου, στο Ambassador!» Πήραμε και τη συμμαθήτρια και αγαπημένη μου φίλη μέχρι σήμερα, την Όλγα και φτιάξαμε βαλίτσες για Κάιρο.
Είχε κλείσει η μάνα ένα δίκλινο για τους δυο τους κι ένα τρίκλινο για μας τα κορίτσια. Τέλεια! Με το που φτάσαμε, ΤΑΧΙ και βουρ για το υπέροχο «Hotel Ambassador»!
Χαρούμενοι όλοι, αλλά κυρίως ο μπαμπάς, που μετά από τόσα χρόνια βρισκόταν στο αγαπημένο του Κάιρο. Άλλος άνθρωπος έγινε με το που πάτησε το πόδι του στα πάτρια! Λιγομίλητος πάντα, μας εντυπωσίασε με την ακατάσχετη φλυαρία του, κουβεντιάζοντας με τον ταξιτζή (α, ρε πατέρα!). Στα Αραβικά παρακαλώ, τα οποία μια χαρά τα ξαναθυμήθηκε μετά από τόσα χρόνια. Μπροστά εκείνος, πίσω εμείς – μεγάλο ΤΑΧΙ. Μαγεμένες εμείς, χαζεύαμε αχόρταγα τα πάντα σε όλη τη διαδρομή.
Φανάρια και κανόνες οδικής κυκλοφορίας δεν έπαιζαν κανένα ρόλο. Όλα μαζί, τουρλού: αυτοκίνητα, κάρα, ζώα, πεζοί, λεωφορεία, ανακατεύονταν τρελά, σα λούνα παρκ, ένα πράμα! Εκεί που έλεγες τώρα θα τρακάρουμε, στο τσάκ το γλιτώναμε!. Ο ταξιτζής μας μαέστρος, νικητής στα συγκρουόμενα του λούνα πάρκ, κατάφερε να μας πάει στο προορισμό μας χωρίς γρατζουνιά. Τα κορναρίσματα ασταμάτητα απ’ όλα τα οχήματα, χαλασμός! Απ’ τα λεωφορεία, που ήτανε τίγκα στον κόσμο να κρέμονται σαν τα τσαμπιά όσοι δε χώραγαν μέσα, δεν ξέρω πως… κρατιόντουσαν ο ένας απ’ τον άλλο; μάλλον. Άνθρωποι του μόχθου, που πήγαιναν στις δουλειές τους, ένας κουβάλαγε και μια ξύλινη σκάλα οικοδομής, άλλος με το ένα χέρι κρατιόταν από το μπροστινό του και με το άλλο κράταγε το καλάθι που είχε στο κεφάλι του, μην του φύγει σε καμιά στροφή! Πάντως ήταν, σου λέει, σύνηθες το φαινόμενο, στις στροφές να σκορπά το ανθρώπινο τσαμπί, αλλά ευτυχώς δεν υπήρξαμε μάρτυρες τέτοιου δράματος.
Φτάνουμε στο περίφημο Hotel Ambassador!, το οποίο εκ πρώτης όψεως μας φάνηκε λίγο μίζερο.. Tι μίζερο δηλαδή, σα θρίλερ του Σαββάτου ήταν, αλλά δε βαριέσαι. Το πρώτο που αντικρίζουμε στο λόμπυ, ένας ντόπιος έχει βγάλει παπούτσια και καλτσούλες και σκαλίζει τα δάχτυλά του! Στραβομουτσουνιάζει λίγο η μάνα «Αυτό είναι;; Μμμ!», πασίχαρος ο μπαμπάς (α ρε πατέρα!).
Μετά το check in, πάμε στο ασανσέρ με τον υπάλληλο του ξενοδοχείου να μας βοηθά με τις βαλίτσες. Το τζάμι του ασανσέρ σπασμένο, το καλεί ο υπάλληλος, αλλά δεν ερχόταν. «Για Μωχάμεεετ!» τον ακούμε να φωνάζει, χώνοντας τη μούρη του μέσα απ’ το σπασμένο τζάμι, να σου το ασανσέρ! Τι διάλο, είχε όνομα το ασανσέρ κι έπρεπε να το φωνάξεις, για να κατέβει; «Χαχα», γελάκια εμείς, «Χμμμμμ…» η μάνα, μ’ ένα χαμόγελο μέχρι τ’ αυτιά ο μπαμπάς. Σα να μην έβλεπε αυτό που βλέπαμε όλοι, σα να έβλεπε το Ambassador στις δόξες του. Δεύτερος όροφος, φτάσαμεεε!
Μπαίνουμε στο δωμάτιο και… μαρμαρώνουμε. Βρώμικο το δωμάτιο, χαλασμένο το παρκέ, τόπους – τόπους είχε φουσκώσει, το λούστρο το είχανε φάει τα χρόνια, ένα παράθυρο θεόστραβο που έβλεπε στο δρόμο με παντζούρι ξύλινο, αυτά με τον ιμάντα, κι ένα νιπτήρα που πρέπει να έσταζε από τον καιρό της δόξας του, διότι είχε ανοίξει τρύπα η αμείλικτη σταγόνα τόσα χρόνια και το νερό κατέληγε στο πάτωμα! Μπάνιο δεν είχε, παρά μόνο ντουζιέρα με μια ελεεινή πλαστική, μισοξηλωμένη, γαλάζια κουρτίνα! Κοιταζόμαστε απελπισμένες και ούτε τα μπαγκάζια μας δεν αφήναμε κάτω. Σε δύο λεπτά μπαίνει η μάνα φουσάντε: «Λοιπόν, πάμε ν’ αγοράσουμε γάντια, καθαριστικά, απολυμαντικά, χλωρίνες, να το καθαρίσουμε! Μην ακουμπάτε πουθενά!». «Πάντα υπερβολική, βρε Ντόρα!», ο μπαμπάς, που ακολουθούσε πίσω της χαμογελαστός (α ρε πατέρα!). «Τουαλέτα;;», αναφωνούμε κι οι τρεις μαζί. «Ξέρω γω; Ούτε το δικό μας έχει!!», η μάνα. Στρωνόμαστε στη φασίνα, που λέτε. Κρεμιέται το Σοφάκι απ’ τον ιμάντα σαν τη Τσίτα, για ν’ ανοίξει το παντζούρι! Ο μπαμπάς, πενευτυχής, κατέβηκε να πιει ένα καφεδάκι. Μετά τη φασίνα, μάθαμε από τη reception ότι υπάρχουν δύο, παρακαλώ, κοινές τουαλέτες ανδρών-γυναικών ανά όροφο!! Μάλιστα… Ανακαλύπτω εγώ την τουαλέτα των γυναικών: ανέβαινες ένα μικρό σκαλάκι, άνοιγες την πόρτα και κολλητά ο θρόνος. Δηλαδή έτσι και καθόσουν, η πόρτα σου κόλλαγε στα μούτρα!! Δράμαα! Αποφασίζουμε, ότι θα κατουράμε στη ντουζιέρα και για τα… λοιπά, σε όποιον άλλο πολιτισμένο χώρο βρίσκαμε, όπου… Η Όλγα διέταξε το έντερό της να ακινητοποιηθεί μέχρι να επιστρέψουμε στην Αθήνα και έλυσε έτσι το πρόβλημά της.
Ώσπου, πεινάσαμε πια και πήγαμε στο εστιατόριο να φάμε. Να σημειώσω εδώ, πως είχαμε ενημερωθεί τόσο από τον ξεναγό, ένα γλυκύτατο Σουδανό, τον Αμπντουλατίφ, που ήξερε τα Ελληνικά φαρσί, όσο και από τη μάνα κυρίως, πως δε τρώμε τίποτα άψητο! Όχι ωμές σαλάτες, όχι νερό απ’ τη βρύση. Εν όψει Πάσχα δε, είχαμε πάρει κανά κιλό, λαμπριάτικα κουλουράκια από το Γούνη, που έκανε τα καλύτερα της Αθήνας τότε, για μια ώρα ανάγκης.
Καθόμαστε στο τραπέζι λοιπόν, έρχεται ο μετρ, γλυκύτατος κι αυτός, με ένα πλεκτό, λευκό σκουφάκι στο κεφάλι, τη λευκή του κελεμπία και τη λινή πετσέτα μες τη βρώμα, περασμένη με καμάρι στο χέρι του. Παραγγέλνουμε τα ψητά μας και το εμφιαλωμένο νερό, όταν… τι να δούμε; Μια τροφαντή, καφετιά κατσαρίδα να ξεπροβάλλει από μια διπλωμένη πετσέτα και να μας κοιτά στα μάτια!! «Ααααα!». Πετάγεται όρθιο το Σοφάκι, βάζει τις φωνές η μάνα, έρχεται ο μετρ αμέσως, βουτάει την κατσαρίδα με την πετσέτα που είχε στο χέρι, την πετάει απ’ το παράθυρο, ξαναβάζει την πετσέτα στο χέρι και μας χαμογελά, ευτυχής που μας έσωσε «κουάιες (εντάξει)!». Πώς να φάμε τώρα; Τσιμπήσαμε λίγη μπριζολίτσα, να μην τους προσβάλλουμε και φύγαμε με τα κουλουράκια του Γούνη στις τσάντες για την πρώτη μας βόλτα στην πόλη.
Μπροστά ο πατέρας με τη μάνα, εκστασιασμένος λες κι έβλεπε τη Φαντασία του Ντίσνευ! (α ρε πατέρα!) Εμείς πάλι, βλέπαμε πιτσιρίκια μέσα στη βρώμα να ζητιανεύουν, βρώμικους δρόμους, μύγες παντού, τεράστιες και θρασύτατες, κυκλοφοριακό τρελοκομείο, άντρες να μας κοιτούν ξελιγωμένοι, να μας κλείνουν μάτι, ενώ άλλοι, εντελώς φυσικά και αεράτα, να μας χουφτώνουν τα οπίσθια! Της Όλγας κι εμένα δηλαδή, που είμασταν αφρατούλες! «Μπαμπάα, εδώ μας χερουκλώνουνε, καλέ!», «Μη δίνετε σημασία», ο μπαμπάς, «δε θα πάθετε τίποτα!»
Πρώτη μας στάση, στο ζαχαροπλαστείο του νονού μου, το Alkazar, με τα υπέροχα, σιροπιαστά γλυκά και την καθαρή τουαλέτα… Ουφ, επιτέλους!
Φεύγουμε από το Alkazar, ανακουφισμένες και γλυκαμένες, για να συνεχίσουμε τις βόλτες. Πάντα μ’ ένα χέρι στα οπίσθια. (α ρε πατέρα!)
«Ααα!, να το διάσημο σινεμά Metro, που σας έλεγα!»
«Ε, να πάμε, ένα βράδυ!»
«Οπωσδήποτε!», ο μπαμπάς.
Και πήγαμε, που λέτε. Μια εκπληκτική αίθουσα – θέατρο, με θεωρεία, εξώστες, κόκκινα βελούδινα καθίσματα, με ειδική θήκη από κάτω για τα καπέλα, με ατομικό τασάκι στη πλάτη κάθε καθίσματος, άρα και καλό εξαερισμό. Η σκηνή, τεράστια όντως! Μόνο που στην πορεία των ετών και αφού το είχε εγκαταλείψει πια η Metro, αποφάσισαν φαίνεται, κάποτε να το βάψουν. Όλες οι μπογιές πάνω στα πολυκαιρισμένα καθίσματα και τα χαλιά, τονίζοντας τη ντεκαντάνς του.. (α ρε πατέρα!). Το περίφημο φουαγιέ ή φιμουάρ, όπου κάπνιζαν οι κύριοι τα πούρα τους και πουδράριζαν οι κυρίες τις μυτούλες τους, στο ανάλογο χάλι. Ξεθωριασμένοι οι βελούδινοι καναπέδες, κουτσό το τραπεζάκι στη μέση, αμφιταλαντευόταν σαν να μοιρολογούσε τη χαμένη λάμψη. Θαμποί οι πολυτελείς καθρέφτες με τα σκαλιστά πλαίσια αντανακλούσαν τις ετοιμόρροπες βιεννέζικες κρεμάστρες, απέναντι και στη γερμένη ανθοστήλη, πλαστικά λουλούδια! «Τι κρίμα!», είπε μόνο ο μπαμπάς, εμφανώς στενοχωρημένος, που τόσο άσπλαχνα είχαν βεβηλώσει το αγαπημένο του σινεμά.