Κείμενο: Αλίκη Κατσαρού
Ο πατέρας είχε πει «Θα είσαι πάντα περήφανος, όπου και αν βρεθείς». Πνίγηκε ο πατέρας. Πνίγηκαν κι άλλοι εκείνη τη νύχτα. Η μάνα, εγώ και μερικοί ακόμα, γλιτώσαμε. Στο νησί που βρεθήκαμε δε μείναμε πολύ. Όταν μας μετέφεραν στην Αθήνα, η μάνα κατάφερε να μας αφήσουν ελεύθερους. Ήμουν πέντε χρονών. Ζήσαμε λίγο καιρό από εδώ και από εκεί, στις γειτονιές της Αθήνας.
Η μάνα έπιασε δουλειά. Τη βοήθησαν κάποιοι δικοί μας. Εταιρία καθαρισμού έλεγε. Μ’ έβαλε στο ελληνικό σχολείο. Δε με ενδιέφερε ότι με κοιτούσαν με λύπη οι συμμαθητές μου ή ότι από αδιαφορία κάποιοι δε με έβλεπαν καν.
Στην ημι-υπόγεια γκαρσονιέρα μείναμε δέκα χρόνια. Αισθανόμουν καλά. Η μάνα τα κατάφερνε να αισθάνομαι καλά. Τον πατέρα τον μνημονεύαμε κάθε χρόνο, την ημέρα του ναυαγίου. Πηγαίναμε στη θάλασσα και η μάνα σκυφτή με το μαντίλι ριγμένο στο κεφάλι, έλεγε λόγια ακαταλαβίστικα. Με τη μάνα μιλάω τη γλώσσα μας, αλλά τις προσευχές δεν τις καταλαβαίνω.
Πριν από τρία χρόνια η μάνα έχασε τη δουλειά της. Ξαναγυρίσαμε στα γνώριμα μέρη της Αθήνας που πηγαίναμε κάποτε για φαγητό και ρούχα. Από τη γκαρσονιέρα, μας είπαν να φύγουμε. Δεν είχαμε δώσει το ενοίκιο για μήνες.
Μου μίλησε ανοιχτά. Δεν μπορούσε να γίνει αλλιώς. Έπρεπε να μείνω σε ορφανοτροφείο. Για λίγο, είπε. Ήθελα να μείνω στο δρόμο με τη μάνα. Εκείνη είπε πως έπρεπε να πηγαίνω στο σχολείο, για να σπουδάσω και να έχω μια καλύτερη τύχη, να τη βοηθήσω κι εκείνην στο μέλλον. Υποσχέθηκε πως δε θα έμενε στο δρόμο. Πως θα έμενε από δω κι από κει σε πατριώτες δικούς μας και ξενώνες και όπου μπορούσε. Υποσχέθηκε πως θα με επισκέπτεται κάθε Κυριακή. Υποχώρησα.
Το λίγο, έγινε τρία χρόνια. Στις 18 Μαΐου εξετάστηκα στο μάθημα της Νέας Ελληνικής Γλώσσας. Στο ορφανοτροφείο που ζω, ένας καθηγητής μας κάνει μάθημα εθελοντικά τα απογεύματα. Ο καθηγητής με βοήθησε πολύ για τις πανελλήνιες εξετάσεις. Το πρωί στις εφτά ήμουν ήδη στο χώρο του σχολείου. Πολλοί συμμαθητές μου ήταν πάρα πολύ αγχωμένοι. Εξιστορούσαν πως το προηγούμενο βράδυ πήγαν με τους γονείς τους για παγωτό προκειμένου να ξεφύγουν απ’ το άγχος. Άλλοι έλεγαν για τις μανάδες τους που στις έξι και μισή το πρωί τους έστυβαν πορτοκαλάδα. Μια κοπέλα φορούσε το τυχερό της βραχιόλι, δώρο του πατέρα της. Μια άλλη έπαιρνε τελευταίες οδηγίες από τη μαμά της στο κινητό. Ο Λευτέρης, ένας φίλος μου είπε πως παρ’ ολίγο να έμενε από βλάβη το αυτοκίνητο του πατέρα του όπως τον έφερνε στο σχολείο.
«Θα είσαι πάντα περήφανος, όπου και να βρεθείς», επανέλαβα στο μυαλό μου τα λόγια του πατέρα μου και έδιωξα από τη σκέψη το σκοτάδι στους διαδρόμους του ορφανοτροφείου το ξημέρωμα, το ότι είχα φυλάξει από χθες λίγο ψωμί γιατί η κουζίνα θα ήταν ακόμη κλειστή την ώρα που αναχώρησα, το μωρό που έκλαιγε στο απέναντι δωμάτιο και ανησύχησα μήπως δε μ’ αφήσει να κοιμηθώ, το ότι παρότι Κυριακή χτες, η μάνα δεν μπόρεσε να έρθει γιατί δεν είχε λεφτά για το εισιτήριο του λεωφορείου και με πήρε τηλέφωνο στα κλεφτά από κάποιο καφενείο.
Μόλις βγήκα στην αυλή νόμιζα πως είχα γράψει καλά.
Τώρα είμαι απόλυτα σίγουρος.
Μου το είπε ο καθηγητής μου.
Με περίμενε έξω απ’ το σχολείο.
Με μια σπανακόπιτα και έναν χυμό πορτοκάλι.