Κείμενο: Αλίκη Κατσαρού


Ήταν Οκτώβρης, εποχή που η Αγγλία φοράει τα χειμωνιάτικα της, γιατί οι νύχτες έρχονται νωρίς παρέα με το κρύο τους, και είχα ξεμείνει στη βιβλιοθήκη. Έχωσα τα στυλό και τα τετράδια στο σάκο μου –τα laptop ήταν ακόμα σπάνιο απόκτημα το ‘95- και βγήκα στα σχεδόν άδεια δρομάκια από τούβλο παλιάς κοπής που χώριζαν τα κτίρια του πανεπιστημίου. Τύλιγα τα μανίκια με τις παλάμες μου για να τις ζεστάνω και περπατούσα ρυθμικά πάνω στους καφεκόκκινους πεζόδρομους. Οι συγκάτοικοί μου έλειπαν στη Σκωτία. Δε βιαζόμουν για κανένα λόγο να επιστρέψω ούτε είχα να πάω κάπου αλλού.

Κοιτούσα τα κτίρια της σχολής, άλλα χτισμένα με τούβλα, άλλα βικτωριανά, τους μικρούς κήπους και τα αίθρια, όλα σε αρμονία μεταξύ τους. Αντί να βγω στο συνηθισμένο δρόμο και να βρεθώ σ’ ένα πεντάλεπτο στη στάση του μετρό, συνέχισα να περπατώ και να περιεργάζομαι τα κτίρια. Κάποια είχαν φωτισμένα παράθυρα, οι μεταπτυχιακοί έμεναν ως αργά στα εργαστήρια. Αυτή η σποραδική ζωντάνια στο έρημο campus μετάγγιζε μια συμβολική αισιοδοξία στο ήδη πυκνό σκοτάδι και την ησυχία του χώρου. Αποφάσισα να πάρω το λεωφορείο αντί για το μετρό. Ήθελα να απλώσω τα μάτια μου στην πόλη που σε λίγο θα κοιμόταν και να χαζέψω κι άλλα φωτισμένα παράθυρα στους σκοτεινούς και μισοάδειους δρόμους, κάτι που με γοήτευε από παιδί. Το Λονδίνο πρόσθετε κι άλλη γοητεία στην παλιά μου συνήθεια.

Το λεωφορείο είχε όλους κι όλους τρεις επιβάτες που κατέβηκαν πριν από μένα. Δε χρειαζόταν να αλλάξω γραμμή, απλώς η συνοικία μας ήταν ευτυχώς για μένα που ήθελα να παρατείνω το χρόνο, η τελευταία στάση. Κόλλησα το μέτωπό μου στο τζάμι. Ανέπνεα απαλά για να μη το θαμπώνω με την ανάσα μου. Απόψε δεν έβρεχε. Η θέα ήταν καθαρή. Ένα παράθυρο στον τρίτο όροφο ενός γκρίζου βικτωριανού οικήματος, με επιβλητική είσοδο, ήταν έντονα φωτισμένο και οι βελούδινες κουρτίνες του ανοιχτές. Πρόλαβα να δω το ζωγραφισμένο ανοιχτόχρωμο ταβάνι και το φωτιστικό που γλύκαινε με το υποκίτρινο φως του το δωμάτιο.

Σκαρφάλωσα στο δωμάτιο και στάθηκα στο παράθυρο.

Είδα τη Γιάννα μόνη στο κάθισμα ενός άδειου λεωφορείου σε μια αχανή πόλη. Μόνη.  Επανέλαβα σιωπηλά τη λέξη σαν να ήταν μουσική. Σαν να έπαιζα στο πιάνο δυο νότες. Μό-νη, μό- νη. Κοίταξα από τον τρίτο ένα γύρο την πόλη όσο έπιανε το μάτι. Το κομμάτι στο πιάνο έγινε συγχορδία. Μόνη στη μεγάλη πόλη.

Στο στήθος μου απλώθηκε ένα ευτυχισμένο συναίσθημα που σμίκρυνε το συνηθισμένο βάρος που είχα μόνιμα στο διάφραγμα, σε μέγεθος μπιζελιού. Μια πριγκίπισσα ενοχλείται ακόμη κι από ένα μπιζέλι. Μα εγώ δεν ήμουν πριγκίπισσα. Ήμουν μια εικοσάχρονη φορτωμένη με δυσανάλογα για την ηλικία μου βάρη. Οι δυσλειτουργικές οικογένειες συνηθίζουν να κάνουν τέτοια δώρα στα παιδιά τους. Τώρα είχα σχεδόν ξεχάσει το βάρος, σχεδόν δεν το αισθανόμουν γιατί ένα πρωτόγνωρο, πλατύ συναίσθημα με γέμισε, έτσι όπως με κοιτούσα από το όμορφο λονδρέζικο παράθυρο.

Ήταν η Ελευθερία.

Πολλές φορές στο μέλλον θα συνύφανα την ελευθερία με την ευτυχία. Σήμερα ήταν η πρώτη.

Η φωνούλα του ηχείου ανακοίνωσε την τελευταία στάση της διαδρομής. Κατέβηκα το σκαλοπάτι του λεωφορείου χαμογελώντας. Κατέβηκε και ο οδηγός για να καπνίσει στο μικρό διάλειμμα που είχε.

Πριν πάρω τη στροφή για το δρόμο προς το σπίτι, γύρισα προς το μέρος του και του φώναξα δυνατά και ολόκαρδα ‘Thank you’. Χαμογέλασε συγκαταβατικά. Έστριψα τη γωνία. Kατέβηκα από το παράθυρό μου. Περπατούσα βιαστικά και έψαχνα τα κλειδιά μου. Πατούσα πια στο έδαφος. Είχα όμως προλάβει να με δω διαφορετική, είχα προλάβει να με δω Ελεύθερη.