Άρθρο: Σοφία Βέξλερ
Επιμέλεια: Μένη Κουτσοσίμου
Ήταν Πάσχα του 2008. Με παρέα ένα αγόρι μου από Τουρκία, πέταξα για το Μαρόκο. Αποτελεί συνηθισμένο προορισμό των Γάλλων. Ανάμνηση των αποίκων; Και όχι μόνο. Φτηνά είναι, κοντά είναι, όλοι μιλάνε τη γλώσσα. Εγώ πάντως, δεν έτυχε να ξαναπάω όσο ήμουν στη Γαλλία και για να πρωτοτυπήσω για μία ακόμη φορά, πήγα από Ελλάδα.
Μήνας Απρίλης. Καύσωνα δεν το λες. Κάνει ζέστη με δροσερό αέρα. Καθώς καίει όμως ο ήλιος, την πρώτη μέρα καταφέρνω να καώ. Φτάνουμε πρώτα στο Μαρακές. Θα πάμε από couchsurfers σε couchsurfers, έτσι τα κανόνησα. Πάντα εγώ κανονίζω άλλωστε! Αναρωτιέμαι αν θα υπάρξει αυτή η μέρα που δεν θα με αφήσουν να κανονίσω για όλους.
Το Μαρακές είναι πολύ τουριστική περιοχή, υπάρχουν όμως και μπόλικοι ντόπιοι. Κι όπως προέκυψε, σ’ αυτή την πόλη θα γνωρίσουμε τους πιο αφιλόξενους άνθρωπους των εικοσιδύο ημερών του ταξιδιού μας.
Το αγόρι που μας φιλοξενεί έχει συνηθίσει να φιλοξενεί κόσμο για έναν ακόμη προφανές λόγο. Θέλει να γνωρίσει κοπέλα από Ευρώπη, και συγκεκριμένα από τη Γαλλία, για να καταφέρει να ζήσει εκεί. Μας το λέει ξεκάθαρα. Άλλωστε, είναι συνήθης πρακτική αυτή στον τόπο τους. Οφείλω να σας ομολογήσω ότι δεν τον πολυσυμπαθούμε. Ακόμη περιμένω να μας δώσει συμβουλές για το πού να πάμε για ξενάγηση. Δεν πειράζει, δεν χρειαζόμαστε οδηγίες. Το πολύ πολύ θα χαθούμε στην πόλη… μ’ αρέσει αυτό.
Τα χρώματα είναι έντονα. Οι αποχρώσεις σε στυλ παστέλ, αλλά σε ένταση.
Καταφέρνουμε να γίνουμε τουρίστες, χωρίς να το θέλουμε. Καταλαβαίνω καλύτερα το μικρό όνομα με το οποίο οι Γάλλοι αποκαλούν την πόλη αυτή, “Αρνακές”. Ένα παιχνίδι λέξεων που ανακατεύει τις λέξεις κορόιδο και Μαρακές.
Στο Μαρακές, βλέπουν πολλούς τουρίστες, όπως συμβαίνει και στο υπόλοιπο Μαρόκο. Στο Μαρακές όμως είναι λιγάκι διαφορετικά. Σε φωνάζουν στο δρόμο για να μπεις στα μαγαζιά τους. Όπως συμβαίνει και στην Ελλάδα θα μου πείτε και θα έχετε δίκιο. Αλλά στο Μαρακές, όταν τους λες ότι θα περάσεις αργότερα, όπως για παράδειγμα όταν θέλεις να πας να βγάλεις χρήματα, ενδέχεται και να σε βρίσουν!
Συναντάς ένα μαγαζί με φρέσκους χυμούς από γλυκά ντόπια φρούτα; Και θέλεις να καθήσεις κιόλας; Θα αστειεύεσαι. Μας πέταξαν έξω, σχεδόν με τις κλωτσιές, επειδή καθήσαμε 10 λεπτά στο μαγαζί και το θεώρησαν υπερβολή, καθώς είχαν πολύ κόσμο.
Ένα φίδι που το εκμεταλλεύονται κάποιοι άνθρωποι για να βγάζουν χρήματα. Αν σε εντοπίσουν με κάμερα στα χέρια, γεγονός που συμβαίνει συχνά στην πλατεία Τζεμά Ελ Φνα, σε παίρνουν στο κυνήγι για να τους δώσεις χρήματα!
Κάτι τέτοια μικρά χαριτωμένα πραγματάκια μας έκαναν να μη μας πολυαρέσει η ζωή στο Μαρακές…
Αλλά όσον αφορά στο υπόλοιπο Μαρόκο… από φιλοξενία σκίζει, μέχρι και η αστυνομία τους παίρνει βραβείο! Το Μαρακές είναι σίγουρα για φωτογράφιση.
Μέσα σε εικοσιδύο ημέρες, κάναμε το γύρο του Μαρόκο, αφήνοντας τα ψηλά του Άτλας και τη βόρεια ακτή.
Κι επειδή ήταν η πρώτη μετακίνησή μας εκεί, πήραμε ένα λεωφορείο για να βγούμε από το Μαρακές, με προορισμό τη Σαχάρα! Έρημος…
Η έρημος ανέκαθεν με τραβούσε. Πολλά έλεγε ο Νιτς για την έρημο, τα σοφότερα λόγια. Στην έρημο ο άνθρωπος βρίσκει τη θέση του στο κόσμο. Ένα τίποτα είναι. Λίγη άμμος ανάμεσα σε μπόλικη άμμο. Ατέλειωτος ορίζοντας. Οι σκέψεις δεν έχουν όρια, μπορούν να πέτανε ψηλά.
Όμως δεν πας έτσι στην έρημο, αφήνοντας τα πράγματα στην τύχη, γιατί είναι αρκετά επικίνδυνο. Αναζητήσαμε ντόπιο να μας πάει αλλά ήταν πολύ ακριβά όλα. Τελικά, για καλή μας τύχη, βρήκαμε! Από το Ουαρζαζάτ πήγαμε στο Μχαμίντ, κοντά στα σύνορα με την Αλγερία.
Με καμήλες ξεκινήσαμε ένα πρωί και περάσαμε δύο νύχτες σε σκηνές Βεδουίνων.
Γνωρίσαμε ένα νεαρό ζευγάρι από την Αυστραλία και δεν πρόκειται να ξεχάσω ποτέ την απάντηση που μας έδωσε σε μία ερώτηση που έκανε ο φίλος μου για τις πιο αξέχαστες στιγμές τους στην Ευρώπη… αυτό μας λέει, δείχνοντάς μας ένα από τα δάχτυλά του. Ένα δάχτυλο που δεν ήταν πια ολόκληρο. Είχε χάσει ένα κομμάτι του σε μία πισίνα στην Ισπανία!
Φεύγοντας από την έρημο, ξεκινήσαμε το ωτοστόπ. Από εδώ και πέρα, μόνο ωτοστόπ. Απλά, μπορεί και να μην ήταν η καλύτερη ιδέα του κόσμου να ξεκινήσουμε το ωτοστόπ στον πρώτο δρόμο βγαίνοντας από το πρώτο χωριό μετά την έρημο… Δεν περνούσαν πολλά αυτοκίνητα αρχικά… Ένα κάθε μία ώρα ίσως; Περπατήσαμε αρκετά. Μας πήραν κάποια στιγμή. Μετά, το ωτοστόπ σημείωσε μεγάλη επιτυχία. Μας κερνούσαν αναψυκτικά, φαγητά, κάποιες φορές και εισιτήρια για λεωφορεία! Άλλες φορές μας φιλοξενούσαν και μας πήγαιναν για επισκέψεις γύρω γύρω και πιο πέρα για τρεις ημέρες… Σταθήκαμε πολύ τυχεροί στο ωτοστόπ. Η αστυνομία σταματούσε αυτοκίνητα για εμάς. Μία φορά, κι αφού δεν έβρισκε, μας κέρασε ταξί!
Μας περίμενε μία κοπέλα από την ιστοσελίδα φιλοξενίας στο Αγκαντίρ, μία τουριστική πόλη στον ωκεανό. Στο δρόμο, αφού κάναμε τις βόλτες μας, μας σταματάει ένα αγόρι και μας ρωτάει αν θα θέλαμε να αράξουμε με την παρέα του, σ’ ένα υπόγειο όπου θα ετοίμαζαν για φαγητό κάτι σε ντόπια χόρτα. Όταν ακούς κάτι τέτοιο, κανονικά ανάβει κόκκινο λαμπάκι στον εγκέφαλό σου: παγίδα, μη! Κι όμως. Δεν μας άναψε το κόκκινο λαμπάκι. Επιλέξαμε να πάμε και το αποτέλεσμα ήταν ότι περάσαμε τέλεια. Ορισμένοι ετοίμαζαν τα χόρτα, άλλοι έπαιζαν παραδοσιακή μουσική που ακούγεται κυρίως σ’ ένα φεστιβάλ την άνοιξη, στην Εσαουίρα, το Γκναούα φέστιβαλ. Δεν είχαν σκοπό ούτε να μας κλέψουν, ούτε να μας πουλήσουν κάτι. Εκεί γνωρίσαμε κι έναν ηθοποιό που παίζει σε γαλλική σειρά. Όντως, τον αναγνώρισα! Γνωρίσαμε επίσης κι έναν παλιό ναυτικό που είχε ταξιδέψει παντού και είχε μάθει και ελληνικά!
Μας πήγε στο καταπληκτικό σπίτι του και το βράδυ μας πήγε πίσω στην κοπέλα που μας φιλοξενούσε. Η επόμενη μέρα μας έβρισκε πάλι στους δρόμους, με τεντωμένους αντίχειρες. Για το Εσσαουίρα πάμε! Μόνο κρίμα που δεν είναι η εποχή που γίνεται το φεστιβάλ…
Μας πρωτομαζεύουν δύο γυναίκες, κάτι εκπληκτικό, καθώς σπάνια σταματάνε γυναίκες, ειδικά σε μουσουλμανικές χώρες. Στο Μαρόκο υπάρχουν αρκετοί βέρβεροι (αλλιώς Μπερμπέροι, αυτόχθονες κάτοικοι της Βορειοαφρικανικής ζώνης, Βερβερία), δηλαδή απο τα Νότια, από την έρημο. Η κουλτούρα τους είναι κάπως διαφορετική και γι’ αυτό τους κοροιδεύουν αρκετά.
Ο Αμπντουλάχ είναι αυτός που μας οδηγεί τελικά μέχρι τη Εσσαουίρα.
Δουλεύει στη ρεσεψιόν ενός ξενοδοχείου, μας κερνάει ένα τσάι και μας καλεί να βουτήξουμε στην πισίνα! Είναι πια καιρός να χαθούμε στη μικρή πόλη…
Τουριστική, αλλά όμορφη. Το σκοτάδι έρχεται, και είναι πλέον ώρα να αποφασίσουμε για τη συνέχεια του ταξιδιού. Προτείνω να κοιμηθούμε στην παραλία αλλά ο φίλος μου δεν συμφωνεί. Έτσι βρισκόμαστε και πάλι στο δρόμο, νυχτιάτικα πλέον, σε μία διασταύρωση, με τον αντίχειρα όρθιο. Δεν περνάνε δυστυχώς πολλά αυτοκίνητα. Ανεβαίνουμε με τους πρώτους που σταματάνε να μας πάρουν και πάμε σε μία παραδοσιακή γιορτή που λέγεται Φαντασία. Ξέρουμε ότι εκεί θα περάσουμε το βράδυ μας, γιατί δεν πρόκειται να βρούμε άλλο αυτοκίνητο, όπως μας επιβεβαίωσε και η αστυνομία όταν τους ρωτήσαμε. Σταματούν κόσμο για μας, κι έτσι μας βρίσκει ένας πατέρας με την κόρη του, που θα μας κρατήσουν μαζί τους μέχρι την άλλη μέρα και θα μας βρουν και αυτοκίνητο για το Σάφι, μία πόλη όπου μας περιμένει couchsurfer.
Μέχρι τότε, απολαύσαμε τη Φαντασία! Μιμούμασταν μάχες με άλογα. Το κοριτσάκι που γνωρίσαμε με τον πατέρα του ειναι 8 χρονών, η μικρότερη και το μοναδικό κορίτσι που συμμετέχει στην παραδοσιακή γιορτή. Μας τα δείχνουν όλα και γίνομαι γρήγορα φίλη με τη μικρή.
Το επόμενο πρωί, μετά από πολλές βόλτες και το θέαμα της ψεύτικης μάχης, μας βρίσκουν ένα τζιπ με κλιματισμό και μας αποχαιρετούν θερμά. Σάφι, ερχόμαστε!