Άρθρο: Γεώργιος Βασίλαρος
Ψυχολόγος
Ίσως η ανθρώπινη επικοινωνία να αποτελεί το βασικότερο πεδίο κοινωνικής δραστηριότητας που έχει πληχθεί από τις ταχύτατες ποολιτισμικές, τεχνολογικές και οικονομικές μεταβολές των τελευταίων δεκαετιών. Διαδίκτυο, παγκοσμιοποίηση, υπερφορτωμένα εργασιακά ωράρια, μετασχηματισμός ηθικών και κοινωνικών αξιών αποτελούν μόλις ορισμένους παράγοντες που έχουν συμβάλλει καθοριστικά στη διαφοροποίηση της επικοινωνίας και κατεπέκταση στη σύναψη διαπροσωπικών σχέσεων.
Στο πλαίσιο αυτό, πολλές έρευνες έχουν προσπαθήσει να στοιχειοθετήσουν θεωρίες αλλά και να ερμηνεύσουν συμπεριφορές που απορρέουν από τη διαδικασία της επικοινωνία στην σύνθεση διαπροσωπικών σχέσεων και πιο συγκεκριμένα των ερωτικών. Μια από αυτές διαπραγματεύεται την επονονομαζόμενη “αποφευκτική επαφή”. Σύμφωνα με αυτή τη θεωρία άτομα που εμφανίζουν υψηλά επίπεδα αποφευκτικότητας – αποφυγής τείνουν να έιναι λιγότερο άνετοι με τη διαπροσωπική επαφή. Αποζητούν λιγότερη οικειότητα και εκδηλώνουν περισσότερο συναισθήματα καχυποψίας και δυσπιστίας. Όσον αφορά την ηλεκτρονική επικοινωνία μέσω κινητών η θεωρία αυτή επαληθεύεται και σχετίζεται με ποικίλλους τρόπους.
Ειδικότερα στην έρευνα των Drouin και Landgraff (2012), φοιτητές ανώτατης εκπαίδευσης, δήλωσαν ότι βρίσκονται σε μια συντροφική σχέση, βρέθηκε ότι το 75% αποστέλλουν γραπτά μηνύματα στο σύντροφο τους “συχνά” ή “πολύ συχνά”. Μόλις το 2% διαπιστώθηκε ότι ποτέ δεν έχει αποστείλει γραπτά μηνύματα κειμένου στο σύντροφο του. Αναφορικά με την αποστολή μηνυμάτων σεξουαλικού – ερωτικού περιεχομένου, το 33% βρέθηκε ότι δεν έχει ποτέ συντάξει τέτοιου είδους μηνύματα, γεγονός που συνεπάγεται ότι το 67% έχει στέιλει τουλάχιστον μια φορά. Αντιστοίχως, το 46% δεν έχει ποτέ αποστείλει εικόνες ή βιντεο ερωτικού περιεχομένου. Ενώ το 54% το έχει πράξει τουλάχιστον μια φορά.
Στη συνέχεια, ένας αναμενόμενος λογικός συσχετισμός αποδείχθηκε να έχει υπόσταση και ισχύ. Όσο περισσότερο κάποιος σημείωνε μεγαλύτερα επίπεδα “αποφευκτικότητας – αποφυγής”, τόσο λιγότερο εκδήλωνε την επιθυμία να αποστείλει γραπτά μηνύματα στο σύντροφο του. Εν μέρει το συμπέρασμα αυτό θα μπορούσε να δικαιολογηθεί στο εύθραστο “εγώ” αυτών των ατόμων που υϊοθετεί ποικίλλους μηχανισμούς άμυνας- αποστασιοποίηση από τους σημαντικούς και ιδιαίτερα συναισθηματικά φορτισμένους “άλλους” και μη εξωτερίκευση των συναισθημάτων τους – ώστε να διασφαλίσουν την ακεραιότητα της προσωπικής τους ταυτότητας αλλά και των στενών επικοινωνιακών τους ορίων. Πιο συγκεκριμένα, αισθάνονται περισσότερο ευαίσθητοι, συνεπώς έχουν τον φόβο ότι μπορεί να πληγωθούν με την εμπλοκή τους σε στενότερου είδους επικοινωνία και επαφή, αποφασίζοντας έτσι να μη το πράξουν.
Ωστόσο, μη προσδοκόμενα αποτελέσματα προέκυψαν όταν ερευνήθηκε η σχέση μεταξύ των ατόμων υψηλής τάσης αποφυγής και της προθεσή τους να αποστέλνουν μηνύματα ερωτικόυ ή σεξουαλικού περιεχομένου. Αναλυτικότερα, άντρες που σημείωναν υψηλή αποφευκτικότητα/αποφυγή, έδειξαν μεγαλύτερη ροπή στην αποστολή ερωτικών εικόνων ή μηνυμάτων, σε αντίθεση με τους υπόλοιπους που εμφανίζονταν πιο προσιτοί στην επικοινωνία και στην διαπροσωπική επαφή με τους συντρόφους τους. Μια πιθανή εξήγηση της αιτιολογίας αυτής της συμπεριφοράς έγκειται στην ενίσχυση της αυτο-εικόνας και της αυτοπεποίθεσης των αντρών με υψηλή αποφευκτικότητας.Μια ασταθής και ανασφαλής εκτίμηση της εικόνας του εαυτού σταθεροποιείται μέσα απο την ρητή έκφραση του σεξουαλικού ρόλου και προσανατολισμού. Άλλωστε, η συνεχής προβολή σεξουαλικών/ ερωτικών σκηνών απο τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης και ο διαρκής επιτονισμός της σημασίας της σεξουαλικής διάστασης ως μέγιστης κινητήριας δύναμης του κοινωνικού “γίγνεσθαι” έχουν οδηγήσει στην ευκολότερη έκφραση των σεξουαλικών ενορμήσεων, υποδαυλίζοντας ίσως την λεγόμενη “συναισθηματική ουσιαστική επαφή”.
Συνοψίζοντας, η έρευνα μας αφήνει έντονα τον προβληματισμό σχετικά με τους στόχους της ανθρώπινης επικοινωνίας, τι μας προσφέρει ουσιαστικά και πως αυτή επιτελείται στις μέρες μας. Θα μπορούσαμε εύκολα να καταλήξουμε σε ένα κλασσικό δυϊστικό σχήμα, το οποίο θέτει την επικοινωνία ως κοινωνική πράξη ικανοποίησης του εαυτού ή ως μέσο κοινωνικής επαφής και οικοδόμησης βαθύτερων συναισθηματικών σχέσεων με τους άλλους. Ωστόσο, οι πολυάριθμοι παράγοντες και οι τρέχουσες εξελίξεις δε μας επιτρέπουν μία τόσο απόλυτη προσέγγιση. Ελπίζω ο καθένας από εσάς, να αναρωτηθεί μόνος του δίνοντας την προσωπική του απόψη μέσα απο το ιδιαίτερο και μοναδικό βιωμά του.
Βιβλιογραφικές αναφορές
Drouin, M. & Landgraff, C. (2012). Texting, sexting, and attachment in college students’ romantic relationships. Computers in Human Behavior, 28, 444-449.