Άρθρο: Σοφία Βέξλερ
Τις προάλλες, σας διηγούμουν την αρχή της Μαροκινής μου περιπέτειας. Ήρθε η ώρα να σας πω τη συνέχεια και τον επίλογο. Αφού, κάτι καλές ψυχές μας πήραν στο αυτοκίνητό τους για άλλη μία φορά, φτάσαμε στο Σάφι, μία πόλη που βρίσκεται στην ακτή του Ατλαντικού ωκεανού, όπως και το Αγκαντίρ. Αλλά το Σάφι δεν είναι τουριστική πόλη, σε αντίθεση με το Αγκαντίρ.
Εκεί μας περίμενε και το παιδί που θα μας φιλοξενούσε. Δεν προλάβαμε καν να συστηθούμε σωστά και μας είπε πως ψάχνει για ζωγράφους. Ο πατέρας του συμμετείχε σε μια οργάνωση που είχε σκοπό να προσφέρει χρώματα στους τοίχους της πόλης. Ζωγράφος; Άκουσα καλά; Επειδή, ξέρεις, ζωγραφίζω που και που… Δηλαδή, σχεδόν κάθε μέρα… Έτσι πέρασα τα δύο βράδια μου στο Σάφι, ζωγραφίζοντας. Άφησα τα ίχνη μου εκεί. Άφησα και μήνυμα ελευθερίας στα ελληνικά και στα αραβικά. Αν και με μπογιά, ήταν αναγνωρίσιμο το ασπρόμαυρο στυλ μου…
Με μελάνι και μολύβι είχα συνηθίσει να ζωγραφίζω. Μετά από πολλά χρόνια έτυχε να πιάσω και πάλι πινέλο. Κι απορώ πώς δεν τόλμησα ν’ ανακατέψω τα χρώματα…
Όταν ήρθε η ώρα της αποχώρησης, κάναμε μία τελευταία παράκαμψη για να χαιρετήσω τη Μαροκινή μου ζωγραφιά και να την στολίσω με χαρά κι ελευθερία… Έπειτα, ανοίξαμε και πάλι τα φτερά μας και… περπατήσαμε με τον αντίχειρα στον ουρανό. Ναι, δεν πετάξαμε, αλλά, αλήθεια, είναι κάποιες φορές που το ωτοστόπ με κάνει να νιώθω πως πετάω, να νιώθω πως δεν υπάρχουν όρια, ότι ο κόσμος είναι δικός μου, κι ότι ανήκω σ’ αυτόν τον κόσμο.
Τέλος πάντων, φτάσαμε στην Καζαμπλάνκα. Ο Αμίν και η καταπληκτική του οικογένεια μας άνοιξαν την αγκαλιά τους. Τι φιλοξενία! Τι χαμόγελα! Τι καλοσύνη! Με τις αδερφές του Αμίν και την πολύ δυναμική μητέρα του, πήγαμε στο χαμάμ. Όχι τίποτα με μάρμαρα και χρυσά και δεν ξέρω γω και τι άλλο, αλλά ένα απλό χαμάμ της γειτονιάς, όπου πλένεσαι και μοιράζεις κουτσομπολιά… Κάπου όπου περνάς καλά!
Η Καζαμπλάνκα δεν έχει πολύ παλιές γειτονιές με παραδοσιακά παζάρια, όμως παρέχει μια υπέροχη οικογένεια που μας έκανε να νιώσουμε σαν το σπίτι μας.
Είδαμε το τέταρτο μεγαλύτερο τζαμί του κόσμου, το Χασάν ΙΙ, χτισμένο πάνω στον ωκεανό.
Η Καζαμπλάνκα είναι από τις μεγαλύτερες πόλεις του Μαρόκου και θεωρείται οικονομική πρωτεύουσα του βασιλείου.
Το Ραμπάτ είναι η πρωτεύουσα του Μαρόκου. Πήγαμε να βρούμε τα δύο κορίτσια που είχαν δεχτεί την αίτησή μας για φιλοξενία. Μας πήγαν στα αξιοθέατα της πόλης. Θυμάμαι πως ήταν πρωτομαγιά και πήραμε μέρος στην πορεία. Ο λαός ήταν θυμωμένος αφού πριν από λίγο καιρό, το κράτος είχε αφήσει αρκετό κόσμο να πεθάνει σε μια φωτιά που έπιασε σ’ ένα εργοστάσιο. Έκλεισαν τις πόρτες, ώστε να μην μπορέσουν να βγουν οι εργάτες… πιθανόν για να μην μιλήσουν και να φανερώσουν το τι έγινε…
Αυτός που μας μάζεψε από το δρόμο ενώ φεύγαμε από το Ραμπάτ, ήταν Γάλλος, περίπου 60 χρονών και μας κράτησε 3 μέρες στην παρέα του. Το βράδυ μας πήγε στο σπίτι του, όπου μας μαγείρεψε και την άλλη μέρα αφού ετοιμαζόμασταν να φύγουμε, πήρε την απόφαση να μας πάει ο ίδιος στο Φες. Αλλά πριν από αυτό, θα ταξιδεύαμε για 2 ημέρες μαζί του, έτσι, για παρέα. Ο Ζεράρ αποδείχθηκε πολύ γενναιόδωρος. Ήταν από αυτούς που, αν και γαλλικής καταγωγής, δεν είχαν ζήσει πολύ στη Μητρόπολη. Είχε γεννηθεί στην Αλγερία και στη συνέχεια έζησε στο Μαρόκο, και λίγο στη Γαλλία, όπου δεν άντεξε και πολλά χρόνια πριν, ξαναπήρε την απόφαση να μείνει μόνιμα στο Μαρόκο. Μπορεί και να νοσταλγούσε τους “καλούς παλιούς καιρούς” όπου το Μαρόκο ήταν στην κατοχή των Γάλλων. Δεν το δήλωσε ξεκάθαρα, αλλά το υποψιάστηκα. Πάντως, ήταν φιλόζωος και φαινόταν καλός άνθρωπος. Μας πήγε στο Μεκνές, μια παραδοσιακή πόλη με μπόλικα αρχαία.
Μας πήγε και στο βουνό Άτλας όπου φάγαμε ντόπιες κρέπες με μέλι σ’ ένα σπίτι ενός φίλου του.
Στα βουνά είδαμε μαϊμούδες, τις πλησιάσαμε αν και θεωρούνται επικίνδυνες και κλέφτες. Εμένα πάντως μου φάνηκαν φιλικές και άνετες με τους ανθρώπους.
Και μια μέρα, συνεχίσαμε την πορεία μας μόνοι. Μας άφησε στο Φες, μετά από ένα ακόμη πολύ νόστιμο γεύμα σε εστιατόριο και συναντηθήκαμε με το ζευγάρι που ήταν να μας ανοίξει τις πόρτες του παλατιού τους.
Έμεναν σ’ ένα τεράστιο σπίτι με εντυπωσιακή εσωτερική αυλή από την οποία ξεκινούσαν σκάλες που οδηγούσαν στους ορόφους που πρέπει να ήταν τουλάχιστον τρεις. Το σπίτι δεν ήταν δικό τους, ήταν οι φύλακές του.
Το αγόρι, ο Θωμάς, ήταν Γάλλος και για να μπορέσει να ζήσει τον έρωτά του με την κοπέλα του που καταγόταν και έμενε στο Μαρόκο, την έκανε γυναίκα του. Για να γίνει αυτό, έπρεπε να γίνει μουσουλμάνος και ν’ αλλάξει όνομα. Πήρε το όνομα Ιωσήφ. Αλλά δεν είχαν σημασία όλα αυτά, αφού έγιναν στο όνομα του έρωτα. Κανείς από τους δυο τους δεν είχε καλές σχέσεις με τη θρησκεία. Η κοπέλα, η Κένζα, μας ομολόγησε πως είχε γίνει δύσκολη η ζωή της από τότε και την έβριζε ο κόσμος στο δρόμο και αναγκαζόταν να κρύβεται κάτω από καπέλα και μαντίλια.
Τους ξανασυνάντησα μετά από ένα χρόνο όταν πήγα ταξίδι στο Άμστερνταμ. Είχαν μετακομίσει εκεί για να ζουν πιο ήρεμα. Μέχρι σήμερα δεν έχουν επιστρέψει στο Μαρόκο, αν και έχουν χωρίσει…
Η Φες περιέχει την μεγαλύτερη μεντίνα, δηλαδή παλιά πόλη, του κόσμου.
Το λιγότερο που μπορώ να πω για εκείνη, είναι πόσο εντυπωσιακή είναι. Τεράστια για την ακρίβεια. Να χάνεσαι με τις ώρες, να ξεχνάς ότι υπάρχουν κάπου στον κόσμο τόσο μεγάλοι δρόμοι. Εκεί θέλεις μόνο να ξεχνιέσαι στα στενά, να μυρίζεις τα μπαχαρικά που προέρχονται από την υπόλοιπη Αφρική, να γεμίζεις τα μάτια σου με τα χρώματα κι έπειτα με τις σκόνες με τις οποίες τα φτιάχνουν. Δεν εννοώ να βάλεις τις σκόνες στα μάτια σου, δεν είναι ακόμη ώρα για ύπνο…Τα δέρματα επίσης μυρίζουν έντονα και σου τραβάνε το μάτι. Και πού να σας πω για όλα τα απίστευτα γλυκά και φρούτα… Ένα σας λέω… Μμμ!
Τώρα που γράφω τις λέξεις αυτές και ανεβαίνουν οι αναμνήσεις στο νου, θα ήθελα να βρίσκομαι και πάλι εκεί… Να χάνομαι… “Μωρή Ανατολίτισσα”, όπως θα μου έλεγε μια κολλητή μου, συγκεντρώσου! Συγκεντρώνομαι λοιπόν, και συνεχίζω… για να σας πάω Βόρεια. Στα βουνά του Ριφ, εκεί που καλλιεργούν το χασίσι. Μας τα έδειξαν κι αυτά, αλλά, όπως είναι κατανοητό, δεν μας άφησαν να τραβήξουμε φωτογραφίες. Αυτός που μας οδηγούσε μας άφησε σ’ ένα εστιατόριο, παρήγγειλε φαγητά, πλήρωσε και έφυγε αφήνοντάς μας με τα γεύματα. Έπρεπε να μας κεράσει κάτι, αν και δεν είχε χρόνο για να μοιραστεί το γεύμα μαζί μας.
Εκεί μιλούν τα αραβικά τους και όχι γαλλικά, όπως στα υπόλοιπα μέρη. Ήταν υπό ισπανική κατοχή κι έτσι μιλάνε ισπανικά. Φτάσαμε στο χαριτωμένο Σεφσαουάν. Στο μαγικό θα έλεγα Σεφσαουάν, όπου βλέπεις παραμυθένιες σκηνές. Η μικρή πόλη είναι γεμάτη με παιδιά που κάνουν δουλειές όλοι μαζί χαμογελώντας και τραγουδώντας. Φέρνει κάπως σε ελληνικό νησί των Κυκλάδων. Η μπλε πόλη όπως την ονομάζουν χαϊδευτικά οι ντόπιοι.
Εκεί, ηρεμείς. Είναι βουνό, καθαρός αέρας, εκπληκτική ηρεμία, έχει ενέργεια… Εκεί τα νεύρα του φίλου μου, του Μπαρίς από την Τουρκία, κάλμαραν για λίγο και ήμασταν και πάλι καλά μεταξύ μας. Για τελευταία φορά όμως αφού όταν επιστρέψαμε, κι αυτός γύρισε πίσω στην Τουρκία όπου τον περίμεναν οι γονείς του που δεν γνώριζαν πως είχε πάει Μαρόκο, με χώρισε. Τον είχα πάει στο λιμάνι του Πειραιά μόλις φτάσαμε στην Αθήνα. Θα έπαιρνε το καράβι για Χίο για να μπορέσει να πάει στο Τσεσμέ, και από κει στη Σμύρνη, την πόλη καταγωγής του. Ηλιοβασίλεμα στο Αιγαίο. Να κοιτάζω το καράβι να φεύγει. Είχε αδειάσει το λιμάνι. Μάλλον ένιωθα πως ήταν η τελευταία φορά που τον έβλεπα. Κοιταζόμασταν, αυτός στο καράβι, εγώ στο λιμάνι, μέχρι να μην φαίνεται πια ούτε το καράβι για μένα, ούτε το λιμάνι για εκείνον. Όταν τελικά κίνησαν τα πόδια μου για να με πάνε πίσω, είδα τρία αδέσποτα σκυλιά να τρέχουν προς εμένα. Δεν φοβόμουν. Γιατί άλλωστε; Έχω μεγαλώσει με σκυλιά και δεν τα φοβόμουν ποτέ. Όρμησαν πάνω μου και μέχρι να δω τα αίματα και το σχισμένο παντελόνι μου, δεν κατάλαβα τι γινόταν. Το λιμάνι άδειο. Θα με φάνε; Μόλις γύρισα από το Μαρόκο όπου πέρασα 21 μέρες να κάνω ωτοστόπ, κι έτσι θα τελειώσω; Εγώ που αγαπάω τα σκυλιά;
Και ξαφνικά, επειδή τα θαύματα δεν συμβαίνουν μόνο αλλού, πέρασε ένα αυτοκίνητο και σταμάτησε. Δύο άτομα κατέβηκαν, έδιωξαν τα σκυλιά, άνοιξαν το πορτμπαγκάζ και έβγαλαν αντισηπτικά και επιδέσματα. Όλο αυτό, χωρίς να προφέρεται ούτε μια λέξη. Τότε μίλησαν: “να πας να κάνεις ένεση, μπορεί να έχουν λύσσα”.
Ανέβηκαν στο αυτοκίνητό τους και έφυγαν.
Πήγα στο ηλεκτρικό που πήρα μέχρι το κέντρο της Αθήνας. Με σχισμένο παντελόνι και αίματα περπάτησα μέχρι τη λέσχη που βρισκόταν τότε στην Αραχόβης των Εξαρχείων, έφαγα και περπάτησα μέχρι του Ζωγράφου. Είχε νυχτώσει. Άλλαζα πεζοδρόμιο όταν έβλεπα κανίς δεμένο με λουρί – αργότερα υιοθέτησα το φόβο για τα σκυλιά, αφού με δαγκώσανε αρκετά, ακόμη και πίτμπουλ στο πρόσωπο. Προσπαθούσα να επικοινωνήσω με τη μητέρα μου αλλά δεν την έβρισκα. Στη στροφή στην οποία είχα την επιλογή είτε να πάω σπίτι μου είτε στο Νοσοκομείο Λαϊκό για ένεση, πήρε τηλέφωνο η Μαμά, και τελικά έστριψα για το Λαϊκό.
Δεν μπόρεσα να σας μιλήσω για το Μαρόκο και να μην σας πω για όλα αυτά, είναι δεμένα.
Και αφού η ιστορία επαναλαμβάνεται, πέρσι, στη Σαμοθράκη, πήγα τον αγαπημένο μου στο λιμάνι, με ωτοστόπ, και τον κοίταζα να φεύγει, και με κοίταζε να μένω. Ύστερα, όταν ξαναβρεθήκαμε, έγινε ο χωρισμός… Αλλά εκεί, δεν με δάγκωσαν σκυλιά…