Κείμενο: Αλίκη Κατσαρού


Ήταν στο τέλος του μεσοπολέμου που ο μέλλων γαμπρός πέρασε το κατώφλι του μεγαλοαστικού διαμερίσματος στη Βασιλίσσης Σοφίας. Ανάμεσα στους δίσκους με τους μπεζέδες, τα βάζα με τους καθρέπτες που πολλαπλασίαζαν το γεγονός, η Νανά κόντεψε να σωριαστεί.

Συγκινήθηκε, είπαν οι οικείοι.

Απελπίστηκε, είπε η αδελφή της το ίδιο βράδυ στους γονείς τους.

Ιατρός, γιος ιατρού, βέρος Αθηναίος, και εξαιρετικά ευγενής και ευκατάστατος, τόνισε ο πατέρας. Τι άλλο θέλει η κόρη μου;

Τον Γιάννη! Απάντησε με θράσος ασυνήθιστο για τα χρόνια εκείνα η Μαρίκα.

Ο Γιάννης κράταγε τα λογιστικά στο κατάστημα των νεοφερμένων ηλεκτρικών ειδών του θείου του, στην πλατεία Ομονοίας.

Η Νανά ερωτεύτηκε το Γιάννη όταν ήρθε αρκετές φορές στο διαμέρισμα τους προκειμένου να βοηθήσει τον θείο του στην τοποθέτηση της ολοκληρωμένης ηλεκτρικής εγκατάστασης του διαμερίσματος, που δεν ήταν και μικρό, διακόσια μέτρα.

Πώς θα ζήσεις με τον υπάλληλο; τη ρωτούσε η μητέρα της. Ο έρωτας περνάει και θα ζεις με τρεις κι εξήντα, τη νουθετούσε η θεία Ισμήνη. Αμίλητος περίμενε ο πατέρας την αλλαγή της κόρης του.

Αλλαγή καμία.

Ο πόλεμος τους βρήκε αρραβωνιασμένους.

Η ρημαγμένη Αθήνα απόδιωχνε κάθε υποψία γαμήλιας τελετής. Μονάχα κηδείες. Καμιά φορά ούτε αυτές. Σακιά και τρίτροχα καρότσια έσερναν τα αποσκελετωμένα κουφάρια, ποιος ξέρει πού. Στον έρωτα και στον πόλεμο, όλα επιτρέπονται. Η Νανά με τον έρωτα ξεπερνούσε τον πόλεμο. Κι αυτό επιτρεπόταν.

Αρχές του 1946 ετελέσθη το μυστήριον, λαμπρό και περίφημο στη Μητρόπολη Αθηνών.

Πριν προλάβουν οι επικριτικές γλώσσες στα τσάγια της Μεγάλης Βρετανίας να εκφράσουν την λύπη τους για την άτυχη και οπωσδήποτε άμυαλη Νανά, που χαραμίστηκε σε συνθήκες πολύ κατώτερες της τάξεως της, ο Γιάννης είχε ήδη στήσει την ταμπέλα του καταστήματός του ‘ΕΙΣΑΓΩΓΑΙ-ΕΞΑΓΩΓΑΙ’, παρακείμενα του καταστήματος λιανικής του θείου.

Το κατάστημα έγινε τριώροφο κτίριο.

Ο Γιάννης έμεινε Γιάννης μονάχα για τη Νανά. Για τους άλλους έγινε ο μεγάλος Λαμπρινίδης, Πόντιος γαρ τη καταγωγή, ας μην το παραλείπουμε.

Όσο μεγαλύτερος γινόταν ο Γιάννης, τόσο έδειχνε στη Νανά τη λατρεία του.

Τη χόρεψε στα μπαλ των γνωστών κέντρων διασκεδάσεως της εποχής, στα ευρύχωρα σαλόνια με τους πολυελαίους που ο ίδιος εισήγαγε από την κεντρική Ευρώπη, και στους καθιερωμένους ετήσιους χορούς της Μεγάλης Βρετανίας. Της αγόρασε πολύτιμα κοσμήματα με σπάνιους λίθους, την πήγε δεκάδες ταξίδια -στο εξωτερικό μάλιστα, της έκλεινε την καλύτερη μοδίστρα της Αθήνας κάθε αλλαγή σεζόν και της έκανε τρία παιδιά που έκαναν πολλά εγγόνια, ένα από αυτά είμαι κι εγώ.

Από τη μάνα μου έμαθα μια φορά πως ο Γιάννης είχε τέτοιο πάθος για τη Νανά και η Νανά για το Γιάννη που παραμελούσαν ακόμα και τα παιδιά τους κλειδωμένοι στη μεγάλη τους κρεβατοκάμαρα, κι αυτό χωρίς παύση, παντοτινά.

«Δεύτε τελευταίον ασπασμό» έψαλλε ο παπάς.

Ό, τι πιο δύσκολο στη ζωή μου δεν ήταν να δώσω το τελευταίο φιλί στον παππού μου, στο ξύλινο κουτί που σε λίγα λεπτά θα έκλεινε τη λεβεντιά και την ιστορία του για πάντα. Ό, τι πιο δύσκολο ήταν να κοιτάξω τη γιαγιά μου να το κάνει, νόμιζα πως η καρδιά μου θα σπάσει.

Κι όμως, εκείνη έσκυψε πάνω στο πρόσωπο του και τον χαιρέτησε με ένα μονάχα δάκρυ. Εκείνο της βεβαιότητας πως οι μεγάλοι έρωτες ζουν πέρα από το θάνατο.

(Νανά, 1990)