Άρθρο: Ηρώ Δημητρίου
Εκπαιδευτικός Π.Ε.


Η συντροφικότητα αποτελεί μια βασική ανθρώπινη επιλογή και πρακτική. Τείνουμε να επιλέγουμε συντρόφους με πρώτο κριτήριο, τη σωματική έλξη, συνήθως. Γνωριζόμαστε και σχετιζόμαστε συναισθηματικά με κάποιον, αν κρίνουμε πως μας ταιριάζει ο τρόπος σκέψης του, η κοσμοθεωρία του. Κι έτσι, ξεκινά ένα υπέροχο συναισθηματικό ταξίδι, που διαρκεί για πάντα..

Ή μήπως όχι;

Στην αρχή μιας σχέσης, ερωτευόμαστε κάθε μικρή λεπτομέρεια του ανθρώπου δίπλα μας. Βιώνουμε μια κατάσταση συνεχούς ευφορίας, διψάμε να παρατηρούμε κάθε μικροέκφρασή του, ακόμα και τον τρόπο που κάποιος αναπνέει, που γελά, που συμπεριφέρεται. Προσπαθούμε να ανακαλύψουμε κάθε πτυχή του και νιώθουμε οι πιο τυχεροί άνθρωποι του κόσμου. Τείνουμε να αποδίδουμε στη σχέση, μοτίβα που αποδεικνύουν πόσο υπέροχο ζευγάρι αποτελούμε: αν ταιριάζουμε, μιλάμε για το πόσο ταιριαστοί είμαστε. Αν διαφέρουμε σε πολλά, μιλάμε για το πόσο απίστευτα συμπληρωματικοί είμαστε.

Ο νέος σύντροφός μας, είναι ένας άνθρωπος που δεν γνωρίζουμε καλά. Ερωτευόμαστε με σφοδρότητα, μιας και δεν γνωρίζουμε τον ολόκληρο Άλλο απέναντί μας. Το μικρό κομμάτι της προσωπικότητας που έχουμε προλάβει να γνωρίσουμε, το αντιλαμβανόμαστε όπως θα θέλαμε : υπέροχο και αψεγάδιαστο.

Καθώς ο συναισθηματικός δεσμός προσκόλλησης με τον πρώτο φροντιστή μας, μας ακολουθεί σε όλη μας τη ζωή και το παιδί που κουβαλάμε μέσα μας φωνάζει για αγάπη, έχοντας ανάγκη να αγαπήσει και να αγαπηθεί, προβαίνουμε χωρίς να το καταλαβαίνουμε, σε μια διαδικασία εξιδανίκευσης του άλλου. Θέλουμε υποσυνείδητα να αναβιώσουμε την αρχετυπική σχέση με τη μητέρα και μάλιστα από τον πρώτο χρόνο της ζωής μας, όπως επισημαίνει ο Ματθαίος Γιωσαφάτ.

Προβάλλουμε στον άνθρωπο που έχουμε απέναντί μας, όλα όσα θέλαμε και όσα μας λείπουν. Οι γνωστικές πληροφορίες που έχουμε για τον άλλον, απλά.. διαστρεβλώνονται, συμπληρώνονται, εμπλουτίζονται κατά το δοκούν, δηλαδή, σύμφωνα με τις δικές μας προσωπικές συναισθηματικές ανάγκες. Ο σύντροφός μας μετατρέπεται, άθελά μας, σε όλα εκείνα που εμείς έχουμε ανάγκη να είναι. Και που απέχουν πολύ από όσα πραγματικά είναι.

Μετά την εξιδανίκευση, συνήθως ακολουθεί και η.. απομυθοποίηση. Αφήνουμε στην άκρη, αναπόφευκτα, τα διαστρεβλωτικά γυαλιά μέσα από τα οποία προσδίδαμε προβολικά στον σύντροφό μας, διάφορα χαρακτηριστικά. Παρατηρούμε πως και ο άνθρωπος πλάι μας έχει τρωτά σημεία, αδυναμίες, συμπλέγματα, ανασφάλειες. Το στάδιο της απομυθοποίησης επιφέρει συχνά χωρισμούς, αφού πολλοί δεν αντέχουν να βιώνουν ξανά και ξανά την απογοήτευση του ότι ο σύντροφός τους, τούς.. «εξαπάτησε», όντας διαφορετικός από τις αρχικές υψηλές προσδοκίες. Αναζητώντας πάντα μια αναβίωση της μητρικής σχέσης, απομακρύνονται απαρηγόρητοι και επικεντρώνονται ξανά στην αναζήτηση του απόλυτα ιδεατού «άλλου μισού».

Μια ουσιαστική σχέση δεν έχει συγκεκριμένα μοτίβα. Χρειάζεται ανθρώπους ώριμους, που μπαίνουν προσγειωμένοι και κοιτούν πραγματικά τον Άλλον, απαλλαγμένο από προβολικούς ρόλους και χαρακτηριστικά που εξυπηρετούν τις ανάγκες που οι ίδιοι θέλουν να καλύψουν.

Κάθε άνθρωπος θέλει να αγαπηθεί για αυτό που είναι και για την προσωπικότητα που έχει διαμορφωθεί στα χρόνια της ύπαρξής του. Εφόσον αποτελούμε όλοι κατασκευάσματα της ανατροφής μας, αναπόφευκτα διαμορφωμένοι από το περιβάλλον μας, με ανασφάλειες και τρωτά σημεία, γιατί αναλωνόμαστε στην αναζήτηση του Ιδανικού Άλλου; Είμαστε τόσο υπέροχα ιδανικοί ως μονάδες, που αναζητούμε συντροφικά τίποτα λιγότερο από το απόλυτο;

Εξάλλου, απόλυτα ιδανικός, δεν ήταν ποτέ κάποιος που επάνω του προβάλαμε για λίγο τις συναισθηματικές μας ανάγκες. Ιδανικός, γίνεται κανείς προοδευτικά, όταν αφαιρεθούν τα προβολικά , αυθαίρετα στοιχεία του πρώτου ενθουσιασμού σε μια σχέση κι εκείνη εξακολουθεί να υφίσταται, αλώβητη και πιο ουσιαστική. Οι σύντροφοι που έχουν περάσει τα αρχικά στάδια του έρωτα και έχουν κατορθώσει να δουν βαθιά την προσωπικότητα του συντρόφου τους, που αποδέχτηκαν τον Άλλον όπως είναι κι όχι όπως νόμιζαν πως είναι, που αγκάλιασαν αυτόν που απομυθοποίησαν, εκείνοι είναι ιδανικοί ο ένας για τον άλλον.

Μια σχέση ιδανική, λοιπόν, δεν ορίζεται εξ’ αρχής. Δομείται με το χρόνο και την καθημερινότητα, μέσα από την τριβή και την αποδοχή. Μέσα από την απομυθοποίηση και τη συμβατικότητα, που μας θυμίζουν πως αν και κανένας μας δεν είναι από μόνος του ιδανικός, υπάρχουν σχέσεις που πλησιάζουν πολύ σε αυτό.


Προτεινόμενη βιβλιογραφία

Murray, Sandra L.; Holmes, John G.; Griffin, Dale W. (1996) . The self-fulfilling nature of positive illusions in romantic relationships: Love is not blind, but prescient. Journal of Personality and Social Psychology, Vol 71(6), Dec 1996, 1155-1180

Kayser Karen . (1993). When love dies. The Process of Marital Dissatisfaction. The Guilford Press