Άρθρο: Σοφία Βέξλερ
Επιμέλεια: Μαρία Κασσεροπούλου
Φιλόλογος
“Ο μήνας είναι Δεκέμβρης και βρίσκομαι στο Βερκόρ, μια περιοχή των Άλπεων. Εκεί δουλεύω ως νταντά σε μια οικογένεια με δύο αγόρια, 9 και 5 χρονών. Δυο ξανθά αγόρια με γαλάζια μάτια. Δεν είναι όμως αγγελούδια. Ούτε οι γονείς τους, ξανθοί με γαλάζια μάτια επίσης, είναι άγγελοι. Η Μπάρμπι, ο Κεν και τα δύο παιδιά τους. Αν και έχω γαλάζια μάτια, δεν είμαι ξανθιά. Δεν είμαι αληθινό κορίτσι ομολόγησε η μητέρα των παιδιων σε κάποια. Πέρυσι η νταντά τους ήταν ξανθιά και περισσότερο θηλυκή. Μια κούκλα για να μπορέσει να παίζει η Μπάρμπι. Μαζί μου όμως δεν μπορεί. Είμαι πολύ απλή και δεν ασχολούμαι με παγιέτες και άλλα αντικείμενα που γυαλίζουν. (Τελικά έφυγα πολύ πριν την ημερομηνία λήξης του συμβολαίου γιατί η Μπάρμπι αποδείχτηκε απαίσιος άνθρωπος. Η Μπάρμπι στην χώρα της υποκρισίας και της πονηριάς…). Τα παιδιά ήταν κολλημένα με όπλα και πόλεμο, αγενή με απαράδεκτη συμπεριφορά. Αλλά κάτι μπορώ να καταφέρω. Η παιδεία φταίει βέβαια. Οι γονείς τους δουλεύουν καθημερινά στα δύο μαγαζιά τους, όπου ενοικιάζουν εξοπλισμό για σκι.”
27 Δεκέμβρη 2014
Κοντεύω δύο εβδομάδες εκεί και τα πράγματα είναι ακόμα καλά, αν και εγώ προσωπικά δεν πνίγομαι στη χαρά και την ευτυχία. Τα παιδιά είναι διακοπές άρα πρέπει να πάω στο σπίτι τους νωρίς. Μένω στο παλιό τους διαμέρισμα, σε ένα δάσος, σε μια σχεδόν άδεια πολυκατοικία. Ωραίο αλλά φρικτό.
Ευτυχώς, η αδελφή μου, ο άνδρας της και τα παιδιά τους έρχονται πολύ σύντομα στην Γαλλία για τις γιορτές και μετά τις διακοπές ο Μάκης θα γυρίσει στην Θεσσαλονίκη και η Μαρία και τα μικρά θα μείνουν σπίτι. Μέτα από ένα χρόνο στην Θεσσαλονίκη, γυρίζει στη Γαλλία για να ξεκινήσει πάλι την δουλειά της. Διδάσκει Ιστορία σε Γυμνάσια και Λύκεια.
Μιλάω πολύ για τα ανήψια μου στα παιδιά που προσέχω. Μου κάνουν και ερωτήσεις. Ξέρουν τα ονόματά τους, αυτά που τους αρέσουν. Ο Κωνσταντίνος και ο Βασίλης, 3,5 και 1,5 χρονών αντίστοιχα, είναι διάσημοι! Χαίρομαι που θα τους δω επιτέλους! Σήμερα παίρνουν το καράβι για Ιταλία και με το φορτωμένο αυτοκίνητο της Μαρίας θα πάνε Γαλλία. Μου στέλνει μήνυμα η Μαρία. Τους άλλαξαν καράβι τελευταία στιγμή και είναι μικρό και διαφορετικό από τα καράβια που έχουμε συνηθίσει. Αργεί πολύ να φτάσει και να φορτώσει τα οχήματα. Ο κόσμος νευριάζει. Μου λέει πως το πλήρωμα είναι μες στα νεύρα και πως η οργάνωση δεν είναι καλή.
28 Δεκέμβρη 2014
Έχω αργήσει που έχω αργήσει, θα πάρω και αυτό το παιδί που κάνει ωτοστόπ. Έχει πάρα πολύ χιόνι και χιονίζει ακόμα. Πάω αργά, δεν πειράζει.
Φτάνω στην πόρτα του διαμερίσματός τους, την ανοίγω, και όπως πάντα βρίσκω τα παιδιά στον καναπέ μπροστά στην τηλεόραση. Αλλά δεν βλέπουν καρτούν σήμερα, βλέπουν ειδήσεις από το εμετικό κανάλι ΒFM TV. Ο Arthur, ο μεγάλος, μου φωνάζει “Σοφία, Σοφία (για να είμαι ακριβής “Σοφιά, Σοφιά” με φωνάζει) έχει πιάσει φωτιά ένα καράβι ανάμεσα στην Ελλάδα και στην Ιταλία!”
Και όντως. Βλέπω τις φρικτές εικόνες του φρικτού καναλιού. Τρομερό. Το βλέπεις αυτό και λες ότι θα πεθάνουν όλοι. Το μισό καράβι έχει πιάσει φωτιά, τα κύματα είναι 6 μέτρα, έχει 10 Μποφόρ, χιονίζει, έχει ψοφόκρυο.
”Το καράβι πάει από Ιταλία προς Ελλάδα;”
”Όχι, από Ελλάδα προς Ιταλία.”
Στέλνω μήνυμα στην Μαρία για να της πω το νέο και την ρωτάω για πλάκα αν είναι το δικό τους καράβι! Δεν το λαμβάνει. Παίρνω την μαμά και την ακούω αναστατωμένη. Αλλά μαμά είναι. Το κλείνει για να με πάρει πίσω αφού δεν χρεώνεται. ”Το καράβι της Μαρίας έχει πιάσει φωτιά. Δεν έχω νέα της από τις 5. Ανησυχώ πολύ.”
Το τέλος του κόσμου.
Στο κεφάλι μου γυρίζουν οι εικόνες του φλεγόμενου καραβιού. Τους αγαπώ όλους τόσο πολύ!
“Μου έστειλε μήνυμα στις 4 το πρωί” συνεχίζει η μαμά “και έλεγε πως είχε πιάσει φωτιά το καράβι και πως θα κάνουν τα πάντα για να σώσουν τα παιδιά. Και ότι μας αγαπάει. Και να σου το πω. Περίμενα, δεν ήθελα να σε αναστατώσω μόλις ξυπνήσεις, δεν ήθελα να σε βρω μόνη.”
Κλείνουμε το τηλέφωνο. Στο διαμέρισμα πλέον μόνο το σώμα μου είναι παρόν.
Σαραβαλιασμένη πάω στα παιδιά και τους λέω τι συμβαίνει. Αφού βρίσκομαι μαζί τους, πρέπει να ξέρουν. Σοκάρονται. Μου λέει ο μικρός, ο Jules : ”Μπορεί τώρα να έχουν πεθάνει όλοι! Η αδελφή σου, ο πατέρας, ο Κωνσταντίνος και ο Βασίλης!”
Φτου, φτου, φτου!
”Τι λες βρε;”
Τρέχει ο Αrthur να το πει στον πατέρα του, που δουλεύει σε μαγαζί στο ισόγειο της πολυκατοικίας. Μια σκάλα μας χωρίζει. Γυρνάει και μου ανακοινώνει ότι ο πατέρας του είπε πως δεν μπορεί να πάει στο καράβι και να κάνει κάτι.
Νιώθω κλειδωμένη. Με κρατάνε οι τοίχοι και τα παιδιά. Περπατάω από δωμάτιο σε δωμάτιο. Τριγυρνώ ανίσχυρη. Και να έφευγα που θα πήγαινα; Στο καράβι θέλω να είμαι μαζί τους. Θα τους σώσω εγώ, δεν μπορεί… Τι συμβαίνει;
Σοκ.
Αμήχανα κάνω ό, τι πρέπει να κάνω. Μαζεύω το πρωινό των παιδιών, πλένω τα πιάτα, τους ζητάω να ντυθούν, ετοιμάζω τα ρούχα και τα πράγματά τους και φεύγουμε. Θα αφήσω τον Αrthur στο μάθημα του σκι και θα περιμένω σ’ ένα εστιατόριο τρεις ώρες μέχρι να πάει και ο Jules στο μάθημά του. Πριν γίνει αυτό, σταματάμε στο μαγαζί της μητέρας τους και της λέω τα νέα. Η αντίδραση της είναι ευτυχώς ανθρώπινη. Μου προτείνει να μην δουλέψω, μου βρίσκει ένα σταθερό τηλέφωνο να βάλω στο σπίτι για να μπορέσω να επικοινωνήσω πιο εύκολα. Πήγα και από το σπίτι μου να πάρω τον φορτιστή του κινητού μου και το λάπτοπ. Δεν έχω smartphone, ούτε σκοπεύω να έχω.
Κατά τη 1 το μεσημέρι, καθώς βρίσκομαι στο συνηθισμένο εστιατόριο με το πεντάχρονο παιδί, με παίρνει η μαμά να μου πει ότι μίλησε με την Μαρία και ότι έφυγαν με ελικόπτερο σε άλλο καράβι. Είναι ζωντανή η αδελφή μου, ζωντανά και τα ανήψια μου, οι αγαπούλες μου! Είναι σ’ ένα από τα οκτώ καράβια που βρίσκονται γύρω από το φλεγόμενο Norman Atlantic, το Cruise Europa, ένα καράβι που παίρνω συχνά. Είναι έκτος κινδύνου.
Τώρα που πέρασε η πρώτη αγωνία, κλαίει η μαμά: ”Τον αγαπάμε και τον Μάκη…”
Ναι, τον αγαπάμε τον Μάκη.
Περνάει ο χρόνος, βρίσκουν τα πρώτα θύματα. Άνθρωποι που από το πανικό τους πήδηξαν στη θάλασσα. Μιλάω με την Μαρία αρκετές φορές, τώρα που ένας οδηγός λεωφορείου της βρήκε φορτιστή.
Μου εξήγησε η αδελφή μου πως, όταν ήταν ακόμα στο Norman Atlantic, ο κόσμος έσπρωχνε για να φύγει πρώτος και γενικά πως η αλληλεγγύη δεν ήταν ιδιαίτερα εμφανής.
Δεν χτύπησε συναγερμός. Οι επιβάτες του Norman Atlantic ξύπνησαν επειδή μύρισαν καπνό, επειδή τους ξύπνησαν αυτοί που το πρωτοαντιλήφθηκαν χτυπώντας τους τοίχους, φωνάζοντας να βγει ο κόσμος. Μαθαίνω από τις online εφημερίδες πως το πλήρωμα του καραβιού έδωσε σήμα κινδύνου στις 10. Δηλαδή πάνω από πέντε ώρες μετά την έναρξη της φωτιάς. Η Μαρία ξύπνησε επειδή έκλαιγε ο Βασίλης, ο μικρός.
Τον θηλάζει γρήγορα για να μη ξυπνήσει και ο Κωνσταντίνος. Ακούει ένα μήνυμα με χαμηλή φωνή: ‘’Are you cold ? Do you want tea ?’’. Προσπαθεί να καταλάβει τι σημαίνει. Θυμάται ένα βιβλίο που διάβασε. Μήνυμα κινδύνου! Ξυπνάει και ο Μάκης. Τον ενημερώνει η Μαρία για αυτό που γίνεται. Δεν την πολυπιστεύει. Σηκώνεται, πάει στην πόρτα, την ανοίγει. Στο διάδρομο έχει ήδη πολύ καπνό. Ζητάει από την Μαρία να ντυθεί. Νιώθει ότι κάτι δεν πάει καλά. Καταλαβαίνει πως δεν είναι απλά μια μικρή φωτιά σε μια καμπίνα. Ψάχνουν τα πιο ζεστά ρούχα αλλά περνάει ο χρόνος, πρέπει να βιαστούν. Σκέφτεται να φορέσουν πολλά ρούχα αλλά δεν θα είναι βολικό αν πρέπει να κολυμπήσουν. Ήδη σκέφτεται την πιθανότητα ναυαγίου, αν και δεν τολμάει να το πει. Φοβάται πια. Ακούει κόσμο να τρέχει, να φωνάζει. Μαζεύουν ό,τι μπορούν, ετοιμάζουν μια μικρή τσάντα για το κάθε παιδί με το αρκουδάκι τους, μπισκότα, φρούτα, νερό. Συμφωνούν να φροντίζει ο Μάκης τον Κωνσταντίνο και η Μαρία τον Βασίλη. Κρατάει η αδελφή μου τον Βασίλη στην αγκαλιά της, σ’ ένα ειδικό δίχτυ. Είκοσι μηνών είναι μόνο! Ξέρει ότι θα πρέπει να παρατήσουν τα περισσότερα πράγματά τους αν ανέβουν σε βάρκα διάσωσης αλλά δεν την ενοχλεί. Να σωθούν. Αυτό θέλει μόνο.
Βγαίνουν από την καμπίνα.
Το βράδυ έρχεται και ακόμη περιμένουμε νέα από τον Μάκη. Βρίσκουν κι’ άλλους νεκρούς.
Από το απόγευμα κάνω κάτι που δεν κάνω πολύ συχνά (από την άλλη, δεν καίγεται κάθε μέρα καράβι που μεταφέρει την οικογένειά σου), πληροφορώ το facebook (έτσι, ταυτόχρονα και την CIA) για την κατάσταση και ζητάω θετική ενέργεια από το κοινό. Ενημερώνω όσους είναι σημαντικοί για μένα. Όλοι να σκεφτόμαστε τον Μάκη. Και με βοηθάει αυτό, να νοιάζεται ο κόσμος, να νοιάζονται οι φίλοι. Με παίρνουν τηλέφωνο, μου στέλνουν μηνύματα, προσπαθούν να με καθησυχάσουν… Συγκέντρωση θετικής ενέργειας και ας ακούγεται χίπικο στα γαλλικά. Γι’ αυτό τα αγαπάω τα ελληνικά. Στα ελληνικά δεν ακούγεται χίπικο, έτσι δεν είναι; Μ’ εκφράζουν τα ελληνικά.
Όταν βγαίνουν από την καμπίνα, ο καπνός είναι πυκνός και καίει το λαιμό. Βρίσκουν σωσίβια αλλά μόνο για ενήλικες, ο Βασίλης δεν φοράει. Οι διαταγές του πληρώματος είναι να βγαίνει ο κόσμος. Βγαίνουν αλλά ο αέρας είναι τρομερός και το κρύο ανυπόφορο. Το κατάστρωμα είναι γεμάτο. Κάποιοι δεν πρόλαβαν να ντυθούν και φοράνε πυτζάμες, παντόφλες. Κάποιοι είναι ξυπόλητοι. Χαμένοι. Σοκαρισμένοι. Ακούγεται πως έπιασε μεγάλη φωτιά στα γκαράζ. Δίπλα τους ένας άνθρωπος βγάζει το κινητό του και καλεί το 112. Τους ενημερώνει ότι βρίσκεται σε καράβι της Αnek ,που έπιασε φωτιά. Οι αρχές δεν είχαν ενημερωθεί. Η Μαρία δεν ξέρει πια τι να σκεφτεί. Θα πεθάνουν όλοι; Έτσι απλά;
Ξεκινάει ο πανικός. Κάποια άτομα βγάζουν τις βάρκες διάσωσης βιαστικά και μερικές από αυτές πέφτουν στην θάλασσα χωρίς κανέναν μέσα. Λίγοι άνδρες ‘’αποφασίζουν’’ να πηδήξουν για να ανεβούν. Τρελοί είναι; Η θάλασσα σηκώνει τεράστια κύματα. Δεν σώθηκαν…
Πάω για ύπνο. Πως να κοιμηθώ; Όλο το βράδυ διάβαζα άρθρα στο ιντερνετ, έβλεπα φωτογραφίες και βίντεο. Έχουν μείνει πολλοί άνθρωποι στο καράβι, ανάμεσα σ’ αυτούς και ο γαμπρός μου. Άνδρας είναι, γιατρός, σχετικά νέος (συγγνώμη Μάκη!), άρα δεν έχει προτεραιότητα για να ανέβει σ’ ένα ελικόπτερο…
Αφήνω το τηλέφωνό μου ανοικτό, πράγμα που δεν κάνω συνήθως.
Σκέφτομαι συνέχεια αυτά που άκουσα από την αδελφή μου και από την μητέρα μου.
Μέτα ήρθαν άτομα από το πλήρωμα. Αυτοί καταφέρνουν να βγάλουν βάρκα διάσωσης αλλά πέφτει κι αυτή. Τα καταφέρνουν όμως με την επόμενη προσπάθεια. Ο Κωνσταντίνος παίρνει το μπιμπερό του και δεν λέει να το αφήσει. Οι ναύτες καλούν τις γυναίκες και τα παιδιά. Ο Μάκης πιέζει την Μαρία για να πάει με τα μικρά αλλά δεν θέλει να φύγει χωρίς εκείνον. Γύρω τους, ο κόσμος σπρώχνει. Φοβάται πολύ η αδερφή μου. Εφιάλτης. Πέφτει το μπιμπερό του Κωνσταντίνου και κλαίει. Και ο Βασίλης κλαίει. Παρατάνε μια τσάντα τους και ανεβαίνουν τα κάγκελα για να πάνε προς την βάρκα διάσωσης. Δεν τους προστατεύει πια τίποτα από το να πέσουν στην θάλασσα. Και σπρώχνει ο κόσμος. Ο Μάκης και η Μαρία σκέφτονται μονάχα τα παιδιά τους. Να τα προστατέψουν. Φωνάζει η Μαρία πως έχουν δυο μωρά. Προσοχή! Το πάτωμα είναι πολύ ζεστό. Ο Κωνσταντίνος παραπονιέται για τα παπούτσια του. Τον ησυχάζουν οι γονείς του ότι όλα θα πάνε καλά, απλά να μην αφήσει το χέρι του πατέρα του για κανένα λόγο. Λιώνει η μπογιά και κολλάει στα παπούτσια. Ξαφνικά από την πόρτα από την οποία είχαν βγει πριν λίγο βγαίνει μια τεράστια φλόγα. Δίπλα σε μια βάρκα διάσωσης όπου είναι να μπουν, επικρατεί πανικός. Ο κόσμος τρομάζει, σπρώχνει. Ένας ναύτης προσπαθεί να την σβήσει αλλά δεν υπάρχει πίεση στους σωλήνες και δεν βγαίνει νερό… Τόσο ειρωνικό. Με τόσο νερό γύρω… Ακούγονται παράπονα από τους επιβάτες προς το πλήρωμα. Διαταγή να ανεβαίνει όποιος μπορεί στην βάρκα. Οι άλλοι να κατευθύνονται στο άνω κατάστρωμα. Πάλι σκαρφαλώνουν το φράχτη. Ο Μάκης με τον Κωνσταντίνο… δύσκολο πράγμα μ’ ένα μωρό σ’ ένα χέρι.. Ανεβαίνουν τις εξωτερικές σκάλες για να φτάσουν στο άνω κατάστρωμα. Σπρωξίματα και πάλι. Εμφανίζεται άλλη μια φλόγα κάτω από την σκάλα. Ανεβαίνουν γρήγορα καθώς ένας ναύτης προσπαθεί να σβήσει την φωτιά. Ελπίζουν να μην τους προφτάσει η φωτιά…”