Άρθρο: Ματίνα Καπετανάκη
Δικηγόρος

Επιμέλεια: Μαρία Κασσεροπούλου
Φιλόλογος


Πολλές φορές γινόμαστε μάρτυρες ειδήσεων για εγκλήματα που έχουν διαπραχθεί από γυναίκες. Δεν είναι τόσο συνηθισμένα όσο αυτά όπου δράστες είναι οι άνδρες και για το λόγο αυτό μπορούν να αποτυπωθούν πιο έντονα στο μυαλό μας. Άλλωστε, το έγκλημα και η βία είναι έννοιες που δε συνάδουν με την ευαίσθητη και εύθραυστη φύση της γυναίκας. Ποιοι είναι λοιπόν οι λόγοι που οδηγούν μια γυναίκα στο έγκλημα και πώς εξετάζεται η γυναικεία εγκληματικότητα από τους μελετητές;

Για πολλά χρόνια, η επιστήμη της εγκληματολογίας ενδιαφερόταν αποκλειστικά για τους άνδρες δράστες και τους λόγους που διέπρατταν εγκλήματα. Πρόσφατα, μόλις πριν μισό περίπου αιώνα, χάρη στην ανάπτυξη του φεμινιστικού κινήματος οι εγκληματολόγοι άρχισαν να μελετούν εκτενέστερα το θέμα της γυναικείας εγκληματικότητας.

Η προσπάθεια αυτή των εγκληματολόγων χωρίζεται σε τρεις κατηγορίες: την παραδοσιακή εγκληματολογία, τη σύγχρονη εγκληματολογία και τη φεμινιστική εγκληματολογία.

Ένας από τους εκφραστές της παραδοσιακής εγκληματολογίας, ο Lombroso, υποστήριζε μέσω της βιολογικής προσέγγισης ότι το έγκλημα βασίζεται σε βιολογικές διαφορές μεταξύ ανδρών και γυναικών, συγκεκριμένα στον μηχανισμό αναπαραγωγής και στη σεξουαλικότητα των γυναικών. Η θεωρία του, η οποία θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και ρατσιστική, δεν είναι πλέον αποδεκτή από τους εγκληματολόγους. Η βιολογική προσέγγιση έχει σε γενικές γραμμές ξεπεραστεί αν και μέχρι και σήμερα οι ερευνητές προσπαθούν να συσχετίσουν τις συναισθηματικές καταστάσεις και τη σεξουαλική συμπεριφορά αντρών και γυναικών με την εγκληματικότητα.

Η σύγχρονη εγκληματολογία ξέφυγε από τη βιολογική προσέγγιση της παραδοσιακής και ανέπτυξε κοινωνιολογικές θεωρητικές προσεγγίσεις της εγκληματικής συμπεριφοράς, όπου το περιβάλλον θεωρείται, υπό τη μορφή σχέσεων ή δομών, ότι διαδραματίζει πρωτεύοντα ρόλο στην εξήγησή της. Σύμφωνα με μια ευρύτερη κοινωνιολογική προσέγγιση, το έγκλημα παραβαίνει τους κοινωνικούς κανόνες μιας ομάδας, περιλαμβάνει μια διαδικασία κοινωνικού στίγματος και μπορεί να γίνει κατανοητό μόνο μέσα στο πλαίσιο των κοινωνικών δομών.

Τη δεκαετία του 1980, διαπιστώθηκε από διάφορους ερευνητές ότι οι σύγχρονες εγκληματολογικές προσεγγίσεις δεν είχαν ασχοληθεί σχεδόν καθόλου με τη γυναίκα και το έγκλημα για λόγους όπως το χαμηλό επίπεδο γυναικείας εγκληματικότητας και η ενασχόληση του αντικειμένου κυρίως από άνδρες. Στην αλλαγή πλεύσης και την έναρξη της μελέτης της γυναίκας-δράστη συνετέλεσε ο διαφορετικός τρόπος προσέγγισης των εγκλημάτων από την οπτική γωνία των δραστών. Κατά αυτό τον τρόπο, άρχισε να εξετάζεται η γυναικεία εγκληματικότητα από μια γυναικεία οπτική, η οποία μέχρι τότε εξεταζόταν μόνο από την ανδρική. Η πορνεία είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα εγκλήματος που εξεταζόταν από την ανδρική οπτική με βάση τις σεξουαλικές ανάγκες των ανδρών και την αντίστοιχη παροχή υπηρεσιών από τις γυναίκες. Αν όμως, οι εγκληματολόγοι εξέταζαν την πορνεία από την πλευρά των γυναικών θα έθεταν ερωτήματα όπως η σύνδεση της σεξουαλικότητας με την ηθική και τα εδραιωμένα στερεότυπα της γυναικείας υποκουλτούρας σε πολλές κοινωνίες.

Σε γενικές γραμμές, η σύγχρονη εγκληματολογία ασχολείται με λίγες κατηγορίες εγκληματικής συμπεριφοράς της γυναίκας-δράστη. Φυσικά οι περισσότερες από αυτές τις κατηγορίες σχετίζονται με σεξιστικά στερεότυπα, όπως η γυναικεία σεξουαλικότητα και συμπεριφορές που σχετίζονται με την υποτιθέμενη έλλειψη ικανότητα των γυναικών να ελέγχουν τα συναισθήματα τους. Η γυναικεία παραβατικότητα συνδέεται δηλαδή και ερμηνεύεται υπό το πρίσμα της σεξουαλικής θέσης της γυναίκας στην κοινωνία και τη σεξουαλική της συμπεριφορά.

Η ανάπτυξη του φεμινιστικού κινήματος επέφερε αλλαγές στον τρόπο αντιμετώπισης της γυναίκας δράστη. Καινούριες απόψεις σχηματίστηκαν όπως ότι η απελευθέρωση της γυναίκας και οι αλλαγές στο κοινωνικοοικονομικό στάτους της την έκαναν να έχεις ίσες ευκαιρίες με τον άνδρα στο έγκλημα. Σύμφωνα με την Eleanor Miller, σημαντικό ρόλο στην αύξηση της γυναικείας εγκληματικότητας τη δεκαετία του ‘60 έπαιξαν τα υψηλά ποσοστά ανεργίας των γυναικών. Ως άμεσο επακόλουθο παρατηρήθηκε η αύξηση των ποσοστών φτώχειας μεταξύ των γυναικών και η συνακόλουθη αύξηση της γυναικείας παραβατικότητας κυρίως σε εγκλήματα κατά της περιουσίας, όπως η κλοπή και η ληστεία. Την παραπάνω θεωρία υποστηρίζουν και ιστορικά δεδομένα που δείχνουν την αύξηση των εγκλημάτων από γυναίκες σε δύσκολες οικονομικές περιόδους.

Σε γενικές γραμμές, η φεμινιστική εγκληματολογία υποστηρίζει ότι ο ορισμός του εγκλήματος και το σύστημα ποινικής δικαιοσύνης παίζουν σημαντικό ρόλο στη μελέτη της εγκληματικότητας. Το τι θεωρείται εγκληματική πράξη και πώς τιμωρείται αλλάζει ανά κοινωνία και χρονική περίοδο. Συνήθως αυτή η αξιολόγηση και η θέσπιση των νόμων γίνεται από τους οικονομικά και πολιτικά ισχυρούς. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η άμβλωση η οποία σε κάποιες κοινωνίες θεωρείται έγκλημα και σε κάποιες όχι, ανάλογα με το ποιο δικαίωμα επιλέγει να προστατέψει ο νομοθέτης: το δικαίωμα της γυναίκας στο σώμα της ή τα θρησκευτικά και οικονομικά δικαιώματα άλλων ομάδων;

Χρησιμοποιώντας λοιπόν ένα συνδυασμό κοινωνικοπολιτισμικων παραγόντων, η φεμινιστική εγκληματολογία επιχειρεί να εξηγήσει τη γυναικεία εγκληματικότητα. Θεωρεί ότι ο κοινωνικός έλεγχος είναι αυστηρότερος για το γυναικείο φύλο σε σχέση με το αντρικό, γεγονός που δεν τους επιτρέπει τόση ελευθερία κινήσεων. Επίσης, οι κοινωνίες επιβάλλουν συγκεκριμένους κανόνες και πρότυπα βάσει των οποίων οφείλει να συμπεριφέρεται το κάθε φύλο, όπως για παράδειγμα ότι οι άνδρες είναι πιο επιθετικοί, γεγονός που αντικατοπτρίζεται και στην εγκληματική συμπεριφορά. Τέλος, ο ρόλος της γυναίκας μέσα στην οικογένεια, όπου είναι υπεύθυνη για την ανατροφή των παιδιών, θεωρείται ότι της αποσπά την προσοχή από τον δημόσιο χώρο και εστιάζει περισσότερο στην ιδιωτική ζωή. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι τα περισσότερα εγκλήματα βίας που διαπράττονται από γυναίκες έχουν ως στόχο κάποιο άνδρα που ανήκει στο συγγενικό τους περιβάλλον.

Συμπερασματικά, θα λέγαμε ότι παρά τις αλλαγές προσέγγισης της γυναικείας παραβατικότητας μέσα σ’ αυτές τις δεκαετίες από τους ερευνητές, υπάρχουν κοινά σημεία στον τρόπο που γίνεται αντιληπτή και αξιολογείται. Τα στερεότυπα που θέτει η κοινωνία και ο ρόλος της γυναίκας μέσα σε αυτήν, και σε μικρότερο επίπεδο στην οικογένεια, επηρεάζουν τις μεθόδους μελέτης των εγκληματολόγων. Όσο λοιπόν κι αν εξελίσσεται η κοινωνία και τα δυο φύλα γίνονται όλο και πιο ισότιμα μεταξύ τους, υπάρχει ακόμα ένας βαθιά ριζωμένος τρόπος σκέψης που επηρεάζει τον τρόπο αντιμετώπισης των δυο φύλων σε όλα τα επίπεδα.


Προτενόμενη βιβλιογραφία

Adler, F. (1975). Sisters in Crime. New York: McGraw-Hill.

Becker, H. (1963). The Outsiders. New York: Free Press.

Leonard, E.B. (1982). Women, Crime and Society. London: Longman.

Lombroso, C. (1913). Crime, its Causes and Remedies. London: Heinemann.

Lombroso, C. (1920). The Female Offender. New York: Appleton.

Mannheim, M. (1965). Comparative Criminology. London: Routledge and Kegan Paul.

Matza, D. (1969). Becoming Deviant. Englewood Cliffs, N.J..: Prentice Hall.

Simon, R. (1975). Women and Crime. Lexington Mass: Lexington Books.

Smart, C. (1977). Women, Crime and Criminology. London: Routledge and Kegan Paul.

Κουράκης, Ν., Αποσπόρη, Ε., Συκιώτου, Α., & Μηλιώνη, Φ. Α. (2006). Έμφυλη Εγκληματικότητα: Ποινική και εγκληματολογική προσέγγιση του φύλου. Εκδόσεις Αντώνη Ν.Σάκκουλα.