Άρθρο: Γιάννα Παπαπαύλου
Αρχιτέκτων Μηχανικός ΕΜΠ


Όταν κάτι σε ακολουθεί, μάχεσαι με χέρια και πόδια για να ξεφύγεις.

Η ταινία του David Robert Mitchell, «σε ακολουθεί», διαδραματίζεται γύρω από μια τρομερή κατάρα που διαταράσσει την ήσυχη, σχεδόν βαρετή, ζωή μιας παρέας εφήβων που ζουν στα προάστια της Αμερικής. Πρόκειται για μια κατάρα που διαιώνιζεται υπό τη μορφή ενός σεξουαλικώς μεταδιδόμενου νοσήματος, δημιουργώντας έναν ατέρμονα κύκλο καταραμένων. Η μοίρα τους είναι ένας φρικτός θάνατος από ένα ζόμπι-φάντασμα, το οποίο ακολουθεί μια διαδοχική πορεία για τα θύματα του.

Καθόλη τη διάρκεια της ταινίας παρακολουθούμε τον αγώνα της παρέας των εφήβων να αποφύγουν το βραδυκίνητο κι αποσαρθρωμένο ζόμπι, χρησιμοποιώντας τη δυναμική του νεανικού τους σώματος. Άλλωστε, αυτή η φοβερή κατάρα εισβάλλει στη ζωή τους σε μια κρίσιμη στιγμή στο μεταίχμιο ανάμεσα στην εφηβεία και την ενηλικίωση, όπου ο πειραματισμός και η ανάδειξη της λανθάνουσας σεξουαλικότητας τους στιγματίζεται από το αντίθετο της γεννετήσιας ορμής, το θάνατο.

Ο μύθος της ταινίας επιλέγεται αριστοτεχνικά να διαδραματιστεί στα προάστια του Detroit της Αμερικής. Το κτισμένο περιβάλλον που πλαισιώνει τις ζωές των χαρακτήρων είναι αυτό της σχεδιασμένης ομοιογένειας των προαστίων και της αποκλεισμένης από άλλες δραστηριότητες οικιστικής ζώνης.

Η κάμερα σε αρκετά τολμηρά και ευρύ πλάνα απεικονίζει την τυπική εικόνα της Suburbia, όπως αποκαλούνται τα προάστια της Αμερικής, με τα ισομοιρασμένα πανομοιότυτπα επαναλαμβανόμενα σπίτια, με γκαζόν μπροστά, γκαράζ για τα αυτοκίνητα και φαρδιούς δρόμους.

Τα προάστια, στην αρχική τους σύλληψη, επιδίωκαν να αποτελέσουν την υλοποιημένη μορφή ενός παραδείσου, καταφύγιου για όσους ήθελαν να δραπετεύσουν από τη βρωμιά, τη φασαρία και την εγκληματικότητα της πόλης. Υπήρξε ο πυρήνας του αμερικανικού ονείρου, οι εκφάνσεις του οποίου στηρίζονται στην εξιδανίκευση της φιλήσυχης οικογενειακής ζωής σε ιδιόκτητη κατοικία, η φυλετική και κοινωνικο-οικονομική ομοιογένεια, η ασφάλεια, η ευμάρεια κι η ισορροπία (Greene, 2004).

Η κουλτούρα του αυτοκινήτου είναι πολύ συνδεδεμένη με τον τρόπο ζωής στα προάστια. Οι μετακινήσεις στηρίζονται στο αυτοκίνητο λόγω του αποκλεισμού των προαστίων από τους χώρους εργασίας, ψυχαγωγίας κι εμπορικών δραστηριοτήτων. Αυτό το γεγονός δημιούργησε μια «αποστροφή» στην κουλτούρα του περπατήματος, φτάνοντας σε σημείο σχεδόν να δαιμονοποιείται. Είναι γεγονός ότι οι δημόσιοι φορείς ασφάλειας των προαστίων θεωρούν πως όταν ένα παιδί περπατάει είναι ένδειξη ότι βρίσκεται σε κίνδυνο. Μέχρι και σήμερα, λειτουργεί ο ιστότοπος των «Free Range Kids» (Lewyn, 2014) (θεωρώ ότι η ονομασία αποτελεί λογοπαίγνιο με τα κοτόπουλα ελευθέρας βοσκής – «Free Range Chickens»), όπου καταγράφονται δεκάδες καταγγελίες που καταδεικνύουν αυτό το φόβο αλλά και την εμμονή με την ασφάλεια και υπερπροστατευτικότητα που βρίσκεται διάχυτη στην κουλτούρα των κατοίκων των προαστίων, η οποία αν και περιστρέφεται γύρω από τα παιδιά το πράττει με τρόπο αποπνιχτικό παρά με μια ώριμη αντιμετώπιση των κινδύνων της ζωής.

«Τα προάστια λειτούργησαν ως άσυλο για τη διατήρηση της ψευδαίσθησης. (…) Δεν ήταν απλώς ένα παιδοκεντρικό περιβάλλον, αντ΄αυτού βασιζόταν σε μια παιδική αντίληψη του κόσμου» (Mace, 2013).

Το γεγονός ότι οι γονείς στην ταινία είναι απόντες και μοιάζουν να βρίσκονται σε μια παραίσθηση με τα όσα φοβερά συμβαίνουν γύρω τους καταδεικνύει την πιο πάνω πρόταση. Είναι τόσο απορροφημένοι στη διατήρηση των ισορροπιών πάνω στις οποίες στηρίζεται η ζωή τους στα προάστια που υπάρχει μια παρωπιδική εμμονή στο τελετουργικό και την ορθότητα.

Ακόμη και στις λίγες σκήνες που κάποιος ενήλικας καταλαμβάνει το πλάνο, αυτός ασχολείται ευλαβικά με το καθάρισμα του γκαζόν, βρισκόμενος σε άγνοια για τον πραγματικό κίνδυνο που αντιμετωπίζουν οι πρωταγωνιστές της ταινίας, καθώς το ζόμπι-φάντασμα ακολουθεί τους δύο εφήβους.

Θα μπορούσε να πει κανείς πως οι έφηβοι προσπαθούν να προστατέψουν τους ενήλικες με μια στωική και ώριμη αντιμετώπιση απέναντι στον κίνδυνο, καθώς στο άνοιγμα της ταινίας βλέπουμε την Jay, την πρωταγωνίστρια, τρεμάμενη και τρομαγμένη να τρέχει να ξεφύγει από κάτι, καθησυχάζοντας συγχρόνως, όπως θα έκανε ένας ενήλικας σε ένα παιδί, τον πατέρα της, ο οποίος ακούγεται εκτός πλάνου να ρωτάει τι συμβαίνει.

Το αίσθημα του αποκλεισμού και του αδιεξόδου υπάρχει διάχυτο στον ψυχισμό της Jay και μας παρουσιάζεται μέσω του μονολόγου της λίγο πριν ο Hugh, το αγόρι που της μετέφερε την κατάρα, την αναισθητοποιήσει για να της γνωστοποίησει τον τρομαχτικό κύκλο θανάτου στον οποίο περιήλθε.

Με κοντινά πλάνα στα χέρια της να χαιδεύουν απαλά ένα λουλούδι που φύτρωσε από τη ρωγμή του τσιμεντένιου δρόμου η Jay εκφράζεται για τις επιθυμίες της παιδικής της ηλικίας, την προσδοκία της να μεγαλώσει, να φύγει αλλά και την αβεβαιότητα για τον προορισμό της φυγής της:

«Φανταζόμαστε πότε θα μεγαλώσουμε αρκετά για να βγούμε ραντεβού, για να κάνουμε βόλτες με φίλους στο αμάξι. Είχα μια τέτοια εικόνα και για μένα, πως θα κρατιόμουν από το χέρι με το όμορφο αγόρι μου, ακούγοντας ραδιόφωνο, ταξιδεύοντας στους δρόμους, ίσως προς το βορρά, καθώς τα δέντρα θα αρχίζουν να αλλάζουν χρώματα και δεν έχει σημασία να έχεις ένα σίγουρο προορισμό. Αλλά ένα είδος ελευθερίας φαντάζομαι. Ποτέ να μη μεγαλώνεις πολύ και χωρίς συγκεκριμένο προορισμό.»

Μετέπειτα στην ταινία, αποφασισμένοι όλοι μαζί να πολεμήσουν την τραγική μοίρα της Jay, επιλέγουν να παραβιάσουν την κλειστή δημοτική πισίνα που βρίσκεται έξω από τα προάστια, ο χώρος της οποίας διαχωρίζεται από ένα ψηλό φράκτη, ο οποίος αποτελεί το σύνορο ανάμεσα στα προάστια και την πόλη.

Κάνουν την υπέρβαση και βαδίζουν σε ανεξερεύνητα πεδία που δεν τους επιτρεπόταν να πάνε, ξεφεύγοντας από τα σύνορα που οριοθετούν το ασφαλές πεδίο όπως τους ορίστηκε από τους γονείς τους, όπως φαίνεται και από το διάλογο μεταξύ τους:

Όταν ήμουν μικρή, οι γονείς μου δε με άφηναν να πάω μετά το 8ο μίλι προς τα νότια. Κι ούτε καν ήξερα τι σήμαινε, μέχρι που μεγάλωσα, κι άρχισα να καταλαβαίνω πως ήταν εκεί όπου η πόλη ξεκινούσε και τελείωναν τα προάστια. Και σκεφτόμουν πόσο περίεργο κι αηδιαστικό ήταν. Δηλαδή έπρεπε να ζητήσω την άδεια για να πάω στο λούνα παρκ με την καλύτερη μου φίλη και τους γονείς της. Απλά και μόνο επείδη ήταν λίγα τετράγωνα μακριά από τα σύνορα.

Κι η μητέρα μου το ίδιο έλεγε.

Ωστόσο, η μη ευόδωση της καταπολέμησης της κατάρας μας είχε ήδη γνωστοποιηθεί από το τέλος της πρώτης σκηνής, όπου βλέπουμε το άψυχο σώμα της Jay να κείτεται στην άμμο με τα πόδια της σπασμένα και κομμένα τόσο εμφαντικά και με έξαρση που σοκάρουν.

Ο Miller προσφεύγει αρκετά συχνά σε κοντινά πλάνα στα χέρια και πόδια της Jay για να αποδώσει συναισθήματα και συμβολισμούς. Χαρακτηριστική είναι η σκηνή όπου με την παρέα της βρίσκουν τον Hugh, ο οποίος της μετέδωσε την κατάρα, για να τους βοηθήσει να κατανοήσουν περισσότερα από όσα συμβαίνουν.

Με ηχητικό υπόβαθρο το μονόλογο του Hugh, η Jay ξαναβιώνει τη ματαίωση της αθωότητας της και αντιλαμβάνεται ξεκάθαρα το τέλος που την περιμένει. Κόβοντας μηχανικά το γρασίδι και συστοιχίζοντας το στο γόνατο της σαν σημάδια από κοψίματα λεπίδας, αυτό το κοντινό πλάνο λειτουργεί ως συμβολική μεταφορά του γεγονότος πως με κομμένα πόδια θα καθηλωθεί, δε θα ξεφύγει από οτι κι αν είναι αυτό που την ακολουθεί.

«Δραματικά διαφορετικά από την αρχική τους σύλληψη, κάποτε ο παράδεισος της αμερικανικής ζωής, το καταφύγιο για αυτούς που ήθελαν να αποδράσουν από την πόλη, τα προάστια στη σημερινή τους μορφή δεν είναι πολύ απομακρυσμένα από την έννοια του θανάτου, της απογοήτευσης και της αθλιότητας» (Kirby, 2007)

Και ίσως αυτό που την ακολουθεί να είναι η δυστοπική μοίρα του τόπου στον οποίο μεγάλωσε και από αυτόν διαμορφώθηκε.


Προτεινόμενη βιβλιογραφία

Greene, G. (2004). The End of Suburbia: Oil Depletion and the Collapse of the American Dream. The Electric Wallpaper Co. Ντοκυμαντέρ.

Lewyn, M. (2014). “One failure of Suburbia”. Web blog post. Planetizen.com.

Mace, A. (2013). “City Suburbs: Placing Suburbia in a Post-suburban World”. New York: Routledge, σελ.55

Kirby Α.L. (2007). “Interrogating Suburbia in The Virgin Suicides”. Academic Exchange Quarterly, Spring Volume 11 (1). Διαθέσιμο από: Rapid Intellect Group Inc