Κείμενο: Μαριέτα Δημουλά
…Και βγάζει γλώσσα το πλοίο στο λιμάνι και με ορμή πυροβόλου ξεπετάγονται από τα σπλάχνα του σκουτεράκια κι αυτοκίνητα. Ανά μία ώρα, σε σπαρμένα νησιά, ένα πλοίο ανοίγει το στόμα του και παρελαύνουν φερέλπιδα οι ταξιδιώτες, για μια τζούρα αναψυχής, για ένα πιάτο θάλασσα και μια δαγκωνιά ξεφαντώματος.
Και πως περνάει, σκέφτεσαι, έτσι ο καιρός. Τόσες ώρες αγωνίας σκυμμένος πάνω από πολιτικές αναλύσεις, σηκώνεις άξαφνα το βλέμμα κι οι γύρω σου φορούν λινά και τρέχουν προς τη θάλασσα. Αφήνεις πίσω σου δημοσιεύματα του σκότους και τρέχεις μαζί με τους άλλους κι εσύ. Αρχικά, τσαλαβουτάς δειλά στα ρηχά κι έπειτα βυθίζεσαι. Η άνωση σε σώζει. “Δεν θα με βρείτε πουθενά”, λες, “άμα σας βαστάει, ελάτε εδώ να λογαριαστούμε”, υψώνεις συνθήματα πολέμου στα προβλήματα και επιπλέεις στωϊκά σε μπλε νερά. Σε στάση αστερία. Από Τεύτονας Ιππότης μετατρέπεσαι αυτόματα σε Δον Κιχότη.
Κι ο ήλιος πρόκα λιώνει τ’ άγκιστρά σου και πλέον ελεύθερος από δεσμά, αρχίζεις να κατρακυλάς σε φιδοδρόμους στις πλαγιές με το ραδιόφωνο να παίζει χαρμόσυνες ειδήσεις για την περίθαλψη ενός σκίουρου και το πρωτότυπο τραγούδι ενός τζιτζικιού. Το παράθυρο του αυτοκινήτου, σινεμασκόπ της ομορφιάς μιας εύφορης κοιλάδας. Κι ύστερα, ο ήλιος βυθίζεται ντελικάτα σαν επαγγελματίας δύτης και μια στρουμπουλή φεγγαράδα ξεπροβάλλει καθώς τα τελευταία κοπάδια σύγνεφων πάνε για ύπνο.
Κι έτσι… τις υπόλοιπες ημέρες -όλοι μαζί πια- κρυμμένοι κάτω από ομπρέλες, χαζεύουμε τα μόρια φωτός να κάθονται πάνω στο κορμί μας, εκκρίσεις μελανίνης, πειστήρια πώς κι αυτό το καλοκαίρι πετύχαμε το project της ξεκούρασης μετά την περάτωση του project κούρασης. Κι ήρθε η ώρα επιτέλους να φάμε καρπούζι και να πιούμε τον Αύγουστο. Έξυπνα ελισσόμαστε από τον κυνισμό στο λυρισμό για την αποπληρωμή λίγου θέρους. Και τα ρέστα· παγωτό.
Κι έχουν μια γλύκα αυτά τα βράδια του καλοκαιριού, γλύκα όπως παλιά, με τη φωνή του Θαλασσινού να τριγυρίζει στα μπαλκόνια κι οι πορθητές τα γιασεμιά να μπολιάζουνε τις σκέψεις χωρίς να μας ρωτήσουν. Και σα να μη ζήσαμε ποτέ αυτή τη λαίλαπα, λες και ξεπλυθήκαμε απ’ τα καμώματα του εκμαυλιστή χειμώνα και σαν τους νεοβάπτιστους περιφερόμαστε με λευκά συνολάκια και συγκρίνουμε μαυρίσματα. Τίποτε το βαρύ, τίποτα το μεμπτό, κι -ευτυχώς- πουθενά δε μας κερνούν ούτε μια αμπούλα θλίψης, παρά μόνο χαμόγελα και μας ταΐζουν εύγευστες ντομάτες.
Κι έτσι… σνιφάροντας τις άσπρες λωρίδες του δρόμου, καταπίνουμε χωριά, παρατηρητές για λίγο του βουκολικού, συνεπέστατου σύμπαντος της επαρχίας. Κρυμμένα στα πέυκα, τα μικρά, ταπεινά σπιτάκια και άλλα μεγάλα που η θηριωδία της ματαιοδοξίας τα σοβάτισε και σπιλώσαν την αρχιτεκτονική του τόπου. Γιατί δεν θα γλιτώσουμε ποτέ από τις κακοτεχνίες, αλλά σαν τα μάτια μπουκώσουν από ομορφιά, τα λάθη γίνονται ψήγματα και γενναιόδωρα μπορείς να παραβλέπεις.
Και σαν την πιο μεγαλόπρεπη, την πιο χριστιανική πράξη ετούτων των καιρών, ο ένας κλείνει για λίγο την τηλεόραση του άλλου, κι όλοι μαζί πια, ξαπλώνουμε τις νύχτες στην άμμο να χαζεύουμε τους, άπειρους και πλανευτικούς, αστρικούς καταυλισμούς.
…Και…“μύρια ποτήρια του νερού φρεσκοπλυμένα και σκουπισμένα στο περιγιάλι αστράφτουνε.
Απ’ όλα πίνω το γαλάζιο κι ακόμη να μεθύσω” Παιχνίδια τ’ ουρανού και του νερού, Γ. Ρίτσος