Άρθρο: Θοδωρής Κούκιας
Εκπαιδευτικός – Συγγραφέας

maxresdefault

Δύσκολο να βρεις Έλληνα που να μην έχει κάποιον συγγενή στην Αυστραλία. Έτσι λοιπόν κι εγώ, έναν Δεκέμβρη, αποφάσισα –παραφράζοντας τη γνωστή ρήση της Μπλανς Ντιμπουά- να βασιστώ στην καλοσύνη των γνωστών για να ανακαλύψω την γη των Αβορίγινων. Γύρισα επιδεκτικά την πλάτη μου στο ελληνικό χειμωνιάτικο ντεκόρ, επιβιβάστηκα στο αεροπλάνο και μόλις σε 21 ώρες πτήσης και έχοντας συνάψει σχέση ερωτική με το jet lag, προσγειώθηκα στο Σίδνεϊ. Αν προσπαθούσα να περιγράψω την Αυστραλία με κάποιο χρώμα, αυτό θα ήταν το κόκκινο. Και αυτό γιατί όταν την παρατηρείς από ψηλά σου δίνει την αίσθηση ότι τα ερυθρόχρωμα όρη της και οι πορτοκαλιές, ερημικές εκτάσεις της, σου δίνουν την εντύπωση ότι το αεροπλάνο θα προσεδαφίσει στον Άρη και όχι σε μια υπερσύγχρονη πολιτεία.

Χωρίζοντας πολιτισμένα με το jet lag, έπεσα με τα μούτρα στην αγκαλιά της πόλης. Όπως όλες οι μοντέρνες μεγαλουπόλεις, έτσι και το Σύδνεϊ απαιτούν γερά πόδια και δυνατό λαιμό. Κι αυτό γιατί μπορεί να περπατάς ώρες ολόκληρες με το κεφάλι ψηλά, χαζεύοντας αυτό το ιδιότυπο δάσος από γυαλί και τούβλο που έχει «φυτρώσει» στο κέντρο της πόλης και καταλήγει το λιμάνι της. Ένα λιμάνι, τόσο γραφικό και κοσμοπολίτικο που νομίζεις ότι βρίσκεσαι σε κινηματογραφικό πλατό. Στις δύο άκρες του λιμανιού δεσπόζουν δυο δημοφιλείς «κυρίες» που διαθέτουν τις πιο επιβλητικές καμπύλες του κόσμου. Από τη μια η γέφυρα του Σίδνεϊ, στην κορυφή της οποίας σύγχρονοι «Spiderman» παλεύουν για την καλύτερη σέλφι και από την άλλη η φουτουριστική νύφη του λιμανιού, η Όπερα του Σίδνεϊ, η θέα και μόνο της οποίας σου κόβει την ανάσα και σε αποζημιώνει για το πολύωρο ταξίδι. Ανάμεσα στις δυο κυρίες, πλωτές πολιτείες από αστραφτερά κρουαζιερόπλοια, διεκδικούν το δικό τους χώρο, σε τέτοια απόσταση που σχεδόν μπορείς να τα αγγίξεις.

Το φως της ημέρας, προσδίδει μια υπεροψία στην «σταρ» του λιμανιού, την διάσημη Όπερα, με τον κάθε τουρίστα να προσπαθεί να απαθανατίσει το μεγαλείο της απ’ όλες τις πιθανές πλευρές. Καθώς όμως αρχίζει και σουρουπώνει, η εξπρεσιονιστική ντίβα, αρχίζει και σου παραδίδεται. Μπορείς να γείρεις πάνω της, να ψηλαφίσεις τα πλακάκια, να περπατήσεις ξυπόλυτος τα σκαλοπάτια της -αρκετοί Αυστραλοί περπατούν ξυπόλυτοι στην πόλη-, να κλέψεις λίγο από το ενεργειακό της πεδίο, να χαλαρώσεις, να στοχαστείς, να ονειρευτείς. Το σίγουρο είναι ότι δεν μπορείς να εξερευνήσεις το λιμάνι του Σίδνεϊ κρατώντας κάποιο αλκοολούχο ποτό στο χέρι, αφού η περιοχή θεωρείται “alcohol free zone” και μπορεί να βρεθείς με πρόστιμο βαρβάτο απλά και μόνο ανοίγοντας ένα κουτάκι μπύρας. Ο νόμος αυτός είναι πρόσφατος και αποσκοπεί στην καταπολέμηση της δημόσιας μέθης και των επιθετικών συμπεριφορών –στον Λαγανά και στο Φαληράκι ακόμα γελάνε-.

Περπατώντας λίγα μέτρα από τη Όπερα εισβάλεις σε έναν μικρό παράδεισο, στον βοτανικό κήπο της πόλης. Το οξύμωρο είναι ότι ενώ σε πολλές χώρες οι βοτανικοί κήποι βρίσκονται εκτός κέντρου, στο Σίδνεϊ βρίσκεται ακριβώς στη σκιά των «τσιμεντένιων γιγάντων», δίνοντας έτσι την ευκαιρία τόσο στους ντόπιους όσο και στους τουρίστες να ξεκουράσουν τη ματιά τους με μπόλικες «τζούρες» πράσινου. Τα αχανή, καταπράσινα πάρκα του Σίδνεϊ αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι του πολιτισμού της πόλης. Πυρόξανθα κεφάλια χωμένα σε σελίδες βιβλίων, ανήσυχοι καλλιτέχνες, οικογένειες που κάνουν πικνίκ στο πάρκο είναι εικόνες καθημερινές που συμπληρώνουν το πολύχρωμο μωσαϊκό της μεγαλούπολης.

Στην αντίθετη πλευρά, λίγο πιο πάνω από τη γέφυρα βρίσκεται μια από τις πιο αυθεντικές γειτονιές της πόλης, γνωστή ως “The Rocks”. Η γειτονιά αυτή κάποτε –αλλά και η Αυστραλία γενικότερα- λειτουργούσε ως φυλακή για τους κατάδικους που κατέφθαναν από την πολιτισμένη Ευρώπη, η οποία επιθυμούσε να «ξελαφρώσει» τις φυλακές της. Σήμερα όμως είναι μια μοντέρνα, ζωντανή γειτονιά, με ιδιαίτερες γκαρελί, μουσεία, pubs και flea markets που ανανεώνονται κάθε σαββατοκύριακο. Οι περιβόητεςμπότες Ugg που πρώτοι έκαναν μόδα οι βοσκοί της Αυστραλίας φιγουράρουν παντού, από τουριστικά περίπτερα μέχρι σε ακριβές μπουτίκ, και ναι, μπορεί να τις αντέξουν και οι συγκρατημένοι προϋπολογισμοί. Το βικτωριανό στοιχείο βασιλεύει απ άκρη σ’ άκρη σε τούτη τη γειτονιά και σε κάνει να ευγνωμονείς την τεχνολογία που κατήργησε το τριανταεξάρι φιλμ και εφηύρε την αχόρταγη ψηφιακή μηχανή η οποία παίρνει φωτιά κάθε δέκα μέτρα. Να σημειώσω εδώ ότι τα περισσότερα μουσεία στο Σύδνεϊ, αν και δεν μου φάνηκαν τόσο εντυπωσιακά όσο τα ευρωπαϊκά που έχω επισκεφθεί, έχουν δωρεάν είσοδο και πληρώνεις μόνο αν φιλοξενούν κάποια ειδική έκθεση.

Κάπου εκεί η παρέα αποφάσισε να μου συστήσει τον απόλυτη αυστραλιανή λιχουδιά το «καγκουρομπέρκερ», δηλαδή το μπέργκερ που είναι φτιαγμένο από καγκουρό! Ναι, το συμπαθέστατο αυτό τετράποδο, το οποίο στην λούτρινη εκδοχή του στολίζει κάθε σαλόνι που διατηρεί επαφές με την ομογένεια. «Μην ανησυχείς» μου είπαν, «έχει τόσα πολλά η Αυστραλία που επιτρέπεται το ελεγχόμενο κυνήγι». Επειδή όμως δεν συνηθίζω να τρώω τα εθνικά σύμβολα των χωρών που επισκέπτομαι, αρκέστηκα σε κάτι ραβιόλια με γέμιση παντζάρι (το τιμούν ιδιαιτέρως το παντζάρι οι Αυστραλοί).

Όσο αφήνεις το λιμάνι και προχωράς προς το κέντρο της πόλης συναντάς κοστουμαρισμένα στελέχη έξω από την είσοδο των επιχειρήσεων να ρουφάνε βιαστικά όσο περισσότερο καπνό μπορούν για να βγάλουν τη μέρα. Οι νόμοι κατά του καπνίσματος είναι αμείλικτοι. Αν τύχει και βρεθείς στο πολύβουο Martin Place και είσαι καπνιστής θα υποφέρεις. Είναι μια από τις περιοχές στις οποίες η κυβέρνηση αποφάσισε να απαγορεύσει το κάπνισμα ακόμα και στους εξωτερικούς χώρους, δοκιμαστικά για έναν χρόνο. Γενικά το θέμα τσιγάρο έχει εξελιχθεί σε ταμπού για το σύγχρονο Σίδνεϊ. Στη ουσία απαγορεύεται το κάπνισμα όπου σερβίρεται φαγητό, ενώ πρέπει να σταθείς αρκετά μέτρα έξω από μια καφετέρια αν θέλεις να ανάψεις ένα τσιγάρο. Η δε διαφήμιση καπνοβιομηχανιών απαγορεύεται δια ροπάλου, οπότε ξεχάστε τα πολύχρωμα, trendy πακετάκια που ξέρετε. Στη θέση τους θα βρείτε μαύρα κουτιά με μακάβριες εικόνες –Οι Μad Μen της Αυστραλίας ακόμα θρηνούν-. Κι όλα αυτά στην μοναδική τιμή των 23 δολαρίων (δηλαδή περίπου 15 ευρώ).

Από το κέντρο της πόλης, περπατώντας 15 λεπτά βρίσκεσαι στο άλλο μεγάλο λιμάνι της πόλης το Darling harbour, το οποίο μπορεί να σου θυμίσει και λίγο Λας Βέγκας, ειδικά το βράδυ που είναι φωταγωγημένο απ άκρη σ’ άκρη. Εμπορικά, λούνα παρκ, εστιατόρια, καράβια που θυμίζουν σκηνικό από τους «Πειρατές της Καραϊβικής», ζωολογικοί κήποι, καζίνο, τα πάντα διαθέτει το Darling harbour. Όπως με ενημέρωσαν οι ντόπιοι, πολλά από τα καζίνο της πόλης απευθύνονται σε μια νέα τάξη πλουσίων Kινέζων που έχει αναδυθεί τα τελευταία χρόνια και επιλέγει την Αυστραλία για να «επενδύσει» μέρος των χρημάτων τους. Αν δε διαθέτεις 80 δολάρια για μια κρουαζιέρα στο Darling Harbour υπάρχει λύση. Ένα μυστικό που μαθαίνεις δίπλα στους ντόπιους –και που δεν αναφέρουν οι ταξιδιωτικοί οδηγοί- είναι ότι με το ίδιο εισιτήριο του μετρό μπορείς να επιβιβαστείς σε κάποιο φεριμπότ και να διασχίσεις το λιμάνι από τη μία άκρη στην άλλη περνώντας μπροστά από το Opera House αλλά και κάτω από την κεντρική γέφυρα. Συμβουλή: φυλάξου από τα σελφοκόνταρα που πετάγονται σαν μαινόμενα σπαθιά έτοιμα για μάχη την ώρα που το καράβι περνάει μπροστά από την Όπερα.

Τα προάστια του Σίδνεϊ κρύβουν τους δικούς τους πολιτισμικούς κώδικες. Το Marricville για παράδειγμα, είναι μια μικρή κοινότητα μεταναστών απ’ όλα τα μήκη της γης, υπόδειγμα ομαλής συνύπαρξης διαφορετικών πολιτισμών. Ελληνικά ακούγονται σε κάθε γωνιά της περιοχής. Αν τύχει και αρχίσεις κουβέντα με κάποιον πατριώτη το πιθανότερο είναι καταλήξεις σε κάποιο στρωμένο τραπέζι, με τους μετανάστες πρώτης γενιάς να κρέμονται από τα χείλη σου για να τους μεταφέρεις λίγη από την μυρωδιά της σημερινής Ελλάδας.

Αν από την άλλη έχεις ήδη βαρεθεί τα βικτωριανά σπιτάκια και τους γυάλινους ουρανοξύστες, αν είσαι λάτρης της αρχιτεκτονικής μια βόλτα στο γραφικό Kyle Bay θα σου αποδείξει ότι το Σίδνεϊ διαθέτει το δικό του Beverly Hills και ότι τα σπίτια δεν διαθέτουν μόνο γκαράζ για τα αυτοκίνητα αλλά και πλωτά γκαράζ για τα σκάφη. Εδώ χάνεται το παραδοσιακό στοιχείο και τα σκήπτρα παίρνει η μοντέρνα minimal αρχιτεκτονική, η οποία σε κάνει να αισθάνεσαι ότι βρίσκεσαι σε κάποιο προάστιο της Καλιφόρνιας. Μην εκπλαγείς από τα πολύχρωμα, εξωτικά πτηνά που θα δεις τριγύρω σου. Μονάχα χαλάρωσε και απόλαυσε την παρέα τους.

Καλοκαίρι χωρίς θάλασσα δεν γίνεται, οπότε οι πλησιέστερες παραλίες για να βουτήξεις -Δεκέμβρη μήνα- είναι η Cronulla Beach και η Bondi Beach. Και όχι δεν θα πετύχεις αγιοβασίληδες με μαγιό –εκτός ίσως σε καρτποστάλ σε giftshop-. Και όχι δεν θα πετύχεις ομπρέλες, ξαπλώστρες και άλλες ανέσεις που έχεις συνηθίζει στις ελληνικές παραλίες. Κι αυτό γιατί αν και κράτος προσανατολισμένο στον φιλελευθερισμό, δεν έχει -ευτυχώς- ακόμα ανακαλύψει την πρόσοδο της ξαπλώστρας και του φρέντο καπουτσίνο. Εδώ ο κόσμος ρίχνει τη βουτιά του και ύστερα κάθεται στο γρασίδι του πάρκου για να λιαστεί και να τσιμπήσει κάτι στα γρήγορα. Και ναι, μπορείς να μάθεις να δαμάζεις τα τεράστια κύματα, παρακολουθώντας δίωρα εντατικά σεμινάρια surfing που οργανώνονται καθημερινά ειδικά στην Bondi beach. Αν πάλι δεν τα καταφέρεις, χαμογέλασε για να φαίνεσαι χαριτωμένος στο επόμενο fail collection που θα δεις στο youtube.

Εντύπωση μου προκάλεσαν τα παράξενα ονόματα των σταθμών του μετρό τα οποία δυσκολευόμουν να προφέρω. Έπειτα μου εξήγησαν ότι είναι λέξεις που χρησιμοποιούν οι Αβορίγινες και ότι ο δήμος είχε επιλέξει τα συγκεκριμένα ονόματα ως φόρο τιμής προς τους ιθαγενείς της χώρας. «Μήπως ζητούν εξιλέωση για τον τρόπο με τον οποίο τους αντιμετώπισαν;» ρώτησα αλλά ποτέ δεν εισέπραξα απάντηση. «Ku-ring-Gai» λοιπόν σημαίνει «hunting ground of the men», στα ελληνικά: «τόπος όπου κυνηγούν οι άνδρες». Τι πιο ειρωνικό για ένα έθνος που στήθηκε εις βάρος του αυτόχθονου πληθυσμού; Ένα έθνος όμως, που αν μη τι άλλο μπορεί να υπερηφανεύεται για την ομαλή ενσωμάτωση όλων των φυλών της γης στους κόλπους του. Τουλάχιστον μέχρι σήμερα.

Φωτογραφία: Θοδωρής Κούκιας

Φωτογραφία: Θοδωρής Κούκιας

Φωτογραφία: Θοδωρής Κούκιας

Φωτογραφία: Θοδωρής Κούκιας

Φωτογραφία: Θοδωρής Κούκιας

Φωτογραφία: Θοδωρής Κούκιας

Φωτογραφία: Θοδωρής Κούκιας

Φωτογραφία: Θοδωρής Κούκιας

Φωτογραφία: Θοδωρής Κούκιας

Φωτογραφία: Θοδωρής Κούκιας

Φωτογραφία: Θοδωρής Κούκιας

Φωτογραφία: Θοδωρής Κούκιας

Φωτογραφία: Θοδωρής Κούκιας

Φωτογραφία: Θοδωρής Κούκιας

Φωτογραφία: Θοδωρής Κούκιας

Φωτογραφία: Θοδωρής Κούκιας

Φωτογραφία: Θοδωρής Κούκιας

Φωτογραφία: Θοδωρής Κούκιας

Φωτογραφία: Θοδωρής Κούκιας

Φωτογραφία: Θοδωρής Κούκιας

Φωτογραφία: Θοδωρής Κούκιας

Φωτογραφία: Θοδωρής Κούκιας

Φωτογραφία: Θοδωρής Κούκιας

Φωτογραφία: Θοδωρής Κούκιας

Φωτογραφία: Θοδωρής Κούκιας

Φωτογραφία: Θοδωρής Κούκιας

Φωτογραφία: Θοδωρής Κούκιας

Φωτογραφία: Θοδωρής Κούκιας

Φωτογραφία: Θοδωρής Κούκιας

Φωτογραφία: Θοδωρής Κούκιας

Φωτογραφία: Θοδωρής Κούκιας

Φωτογραφία: Θοδωρής Κούκιας

Φωτογραφία: Θοδωρής Κούκιας

Φωτογραφία: Θοδωρής Κούκιας

Φωτογραφία: Θοδωρής Κούκιας

Φωτογραφία: Θοδωρής Κούκιας

Φωτογραφία: Θοδωρής Κούκιας

Φωτογραφία: Θοδωρής Κούκιας