Άρθρο: Χρύσα Μαγγινοπούλου
Κοινωνική Ανθρωπολόγος


Το φθινόπωρο είναι ίσως η δημιουργικότερη εποχή του χρόνου. Πολλοί τη χαρακτηρίζουν ως μελαγχολική εποχή. Πρέπει όμως να συμφωνήσουμε ότι αυτό, που κοινώς ή με ευκολία αποκαλούμε «μελαγχολία», είναι το εφαλτήριο προς την κριτική και ακόμη περισσότερο προς την αυτοκριτική, δηλαδή στις δυο εκείνες αναγκαίες δυνάμεις για κάθε δημιουργική επιλογή.

“Φθινοπωρινή σονάτα” λοιπόν και δεν είναι τυχαία η επιλογή του τίτλου της ταινίας. Η σονάτα ως μουσική φόρμα αποτελείται από τρία στάδια. Στο πρώτο παρουσιάζονται δύο ιδέες, δύο διαφορετικά μοτίβα. Στο δεύτερο, τα μοτίβα αυτά συνδιαλέγονται αντιπαραθετικά, ενώ στο τρίτο και τελευταίο στάδιο, επανέρχονται στην αρχική τους μορφή. Η σύγκλιση είναι φανερή. Μια μητέρα και μια κόρη, η ανελέητη σύγκρουση παιδιού με γονιό, ένα συγκλονιστικό παιχνίδι αλήθειας υπό το φθινοπωρινό φως της Σουηδίας και τις σονάτες του Σοπέν, του Χέντελ και του Μπαχ.

Η Σάρλοτ (Ίνγκριντ Μπέργκμαν) είναι μια διάσημη πιανίστα. Γυρίζει διαρκώς όλον τον κόσμο δίνοντας κοντσέρτα και όταν χρειάστηκε, έκανε μια δύσκολη επιλογή. Ανάμεσα στα παιδιά της και στην καριέρα της προτίμησε τη δεύτερη. Η Εύα (Λιβ Ούλμαν) ζει με τον πάστορα σύζυγό της στο πρεσβυτέριο τους μαζί με την ανάπηρη αδερφή της Έλενα. Μετά από επτά χρόνια συνεχούς απουσίας, η Σάρλοτ απαντά θετικά στην πρόσκληση της κόρης να την επισκεφτεί θέλοντας να ξεκουραστεί από τις αδιάκοπες συναυλίες και πρόβες και να ηρεμήσει μετά τον θάνατο του εραστή της.

Στην αρχή, η Εύα αντιμετωπίζει τη μητέρα της με χαρά, ίσως και δουλικότητα. Παρακολουθώντας την εξέλιξη της συνάντησης των δύο αυτών γυναικών γίνεται ολοένα και πιο ξεκάθαρη η ένταση και η συναισθηματική αστάθεια που καλλιεργήθηκε και στις δύο γυναίκες όλα αυτά τα χρόνια, καθώς και το γεγονός ότι ουδέποτε μίλησε η μία στην άλλη γι’ αυτό. Η ένταση θα γίνει μεγαλύτερη όταν η Σάρλοτ διαπιστώσει ότι στο σπίτι δεν βρίσκονται μόνο τρία άτομα. Μαζί με την Εύα και τον Βίκτωρ μένει και η άλλη κόρη της Σάρλοτ, η Έλενα, ένα ανάπηρο κορίτσι με νοητική υστέρηση. Η έκπληξη είναι ιδιαίτερα δυσάρεστη για τη Σάρλοτ, που πιστεύει ότι η κόρη της βρίσκεται σε ίδρυμα, όμως η Εύα την έχει πάρει από εκεί και την έχει κοντά της.

Από τους διαλόγους γίνεται σαφής μία περίπτωση τρομακτικής, σχεδόν τερατώδους και σίγουρα καταστροφικής παραμέλησης της Έυα και της ανάπηρης αδερφής της, ‘Ελενα από τη διάσημη μαμά τους. Ακόμη και τις στιγμές που η Εύα περιγράφει στη μητέρα της το βάρος που νιώθει, την οδύνη που δεν έχει ξεπεράσει από τον θάνατο του γιου της Έρικ, η Σάρλοτ μοιάζει αφοσιωμένη στον εαυτό της. Μοιάζει να ακούει την κόρη της με τη συμπάθεια που θα έδειχνε ένας ξένος, κάποιος άγνωστος. Ευθαρσώς θα παραδεχθεί κάποια στιγμή ότι «πάντα νιώθω ότι μου λείπουν τα παιδιά μου, το σπίτι μου. Όταν όμως είμαι σπίτι πάντοτε συνειδητοποιώ ότι δεν είναι αυτό που ποθώ.»

Το συναίσθημα της ενοχής έχει αρχίσει να απασχολεί πλέον τη Σάρλοτ. Φέρεται να μην είχε την παραμικρή ιδέα για ό, τι συνέβαινε στα υπόλοιπα μέλη της οικογένειάς της, πόσο μάλλον για το γεγονός ότι αιτία ήταν και είναι αποκλειστικά η ίδια, σε μία στιγμή τεράστιας ευαισθησίας ομολογεί: «Πάντα σε φοβόμουν… Φοβόμουν τις απαιτήσεις σου». Όταν αργότερα, μάνα και κόρη καθίσουν πιο ήρεμα, θα έρθει η κορύφωση του δράματος. Η Σάρλοτ θα ζητήσει από την Εύα να παίξει κάτι στο πιάνο κι εκείνη παίζει ένα κομμάτι του Σοπέν.

Οι επαγγελματικού ύφους, υποδείξεις της Σάρλοτ, για το πώς πρέπει να παίξει, στην κόρη της που προσπαθεί και αγωνιά να την ευχαριστήσει, θα οδηγήσουν την Έυα σε ένα ξέσπασμα, που θα βγάλει από μέσα της ό,τι δεν είχε πει τόσα χρόνια. Η σύγκρουση των δύο είναι συγκλονιστική. Και οι δύο ηρωίδες παρουσιάζονται να βιώνουν μία διαρκή εσωτερική πάλη με μόνη ανάγκη να αγαπήσουν και να αγαπηθούν.

Μετά την οδυνηρή σύγκρουση, όλα επανέρχονται στην αρχική τους κατάσταση, με τη μόνη διαφορά, ότι τώρα ξέρουμε τι κρύβεται βαθιά, κάτω από την επιφάνεια. Η Σάρλοτ φεύγει από το σπίτι και με το που αλλάζει περιβάλλον φαίνεται να ξεχνά τα πάντα και να ξαναβρίσκει την παλιά καλή της ταυτότητα, ως διάσημη πιανίστρια. Η Έυα λίγες μέρες μετά πεπεισμένη ότι εκείνη ευθύνεται για την αποχώρηση της μητέρας της, της γράφει ένα γράμμα συγγνώμης. Όπως πολύ εύστοχα λέει ο Μπέργκμαν «Με αυτό τον τρόπο το μίσος τους τσιμεντώνεται για πάντα».

Ο μύθος θέλει όλες τις μαμάδες του κόσμου να αποτελούν προσωποποίηση της απόλυτης, ανεξάντλητης αγάπης, της τρυφερότητας, της προστασίας και της στήριξης. Δεν είναι, όμως, πάντα έτσι. Υπάρχουν παιδιά που μεγαλώνουν με μαμάδες που δε μπορούν ή δεν ξέρουν πώς να τα αγαπήσουν. Και, ειδικά αν πρόκειται για κορίτσια που θα γίνουν με τη σειρά τους και αυτά κάποτε μαμάδες, οι πληγές που αφήνει μία τέτοια προβληματική σχέση μπορεί να είναι τεράστιες και αθεράπευτες. Η σχέση της κόρης με την μητέρα της λειτουργεί ως βάση για την σχέση της κόρης με τον ίδιο της τον εαυτό.

Η Rosjke Hasseldine (ψυχοθεραπεύτρια με ειδικό ενδιαφέρον για τα θέματα των γυναικών και την σχέση μητέρας-κόρης) πιστεύει ότι η σχέση μητέρας και κόρης είναι ο καθρέφτης στον οποίο αντανακλώνται οι συναισθηματικές και κοινωνικές συνθήκες μέσα στις οποίες ζουν οι μητέρες. Σύμφωνα με την ίδια, γενιές ολόκληρες γυναικών έμαθαν να μην είναι ορατές, δηλαδή να μην κάνουν ορατές τις προσωπικές συναισθηματικές τους ανάγκες και μάλιστα να πιστεύουν ότι αυτή η σιωπή είναι φυσιολογική και πρέπουσα για την γυναίκα.

Κάποιες μητέρες φέρονται στην κόρη τους σαν να είναι αυτές η αιτία του κενού τους. Άλλες αποσύρονται συναισθηματικά από τη ζωή της κόρης τους γιατί η ελευθερία της επόμενης γενιάς είναι εξαιρετικά οδυνηρή για αυτές (τους θυμίζει τα δικά τους ανολοκλήρωτα όνειρα, σχέδια κλπ.). Από την μεριά τους, οι κόρες θυμώνουν για την παθητική ή εκδικητική στάση της μητέρας, για τις απόψεις της, για τις παρεμβάσεις και επικρίσεις της ή για την απουσία από την ζωή τους.

Η κόρη που δεν έχει αγαπηθεί δεν ξέρει ότι είναι άξια αγάπης και τρυφερότητας. Μπορεί να έχει μεγαλώσει νιώθοντας παραμελημένη, έχοντας εισπράξει κριτική ή αδιαφορία. Στο κεφάλι της ακούει μόνο μία φωνή, αυτή της μητέρας της, που της λέει όλα αυτά που δεν είναι (έξυπνη, όμορφη, καλή, άξια). Οι επιτυχίες και τα ταλέντα της θα συνεχίσουν να υπονομεύονται από τη φωνή αυτή, αν δεν υπάρξει κάποια παρέμβαση.

Μια ανταγωνιστική σχέση μητέρας-κόρης αναμφίβολα μπορεί να βελτιωθεί, να μετατραπεί σε μία σχέση ειρηνική, συνεργατική, σε μια σχέση αγάπης. Πέρα από τη συνειδητοποίηση του ρόλου της, η μητέρα, όπως και κάθε γονιός, χρειάζεται να μπορεί να ακούει. Οι δεξιότητες επικοινωνίας αποτελούν απαραίτητες προϋποθέσεις ενός υγιούς και γόνιμου διαλόγου ανάμεσα στις δύο γενιές. Οι δεξιότητες αυτές βέβαια μαθαίνονται και εξελίσσονται, όπως ακριβώς εξελίσσεται και εμπλουτίζεται και βαθαίνει η σχέση ανάμεσα στη μητέρα και την κόρη, οι οποίες μπορούν να συνυπάρξουν αρμονικά και συμπληρωματικά και καθόλου ανταγωνιστικά.


Προτεινόμενη βιβλιογραφία

Evetts-Secker, J. (2003). Μητέρα και κόρη, ιστορίες από την παγκόσμια παράδοση. Εκδόσεις Σαββάλας

Streep, P. (2009). Mean Mothers: Overcoming the Legacy of Hurt. Published by William Morrow

Rosjke Hasseldine: Home of Mother Daughter Relationship Therapy