Κείμενο: Μαριέτα Δημουλά


Δεν ήξερε πια να γράφει, ξέμαθε. Ο νευρολόγος δεν μπορούσε να βρει τί έχει ο ασθενής. Οι κινήσεις του χεριού του Ορέστη γινόντουσαν με απόλυτη ακρίβεια, ήταν όμως εμφανές ότι παρέλυε όταν έπρεπε να σημειώσει κάτι.

Κάποτε, η γραφή του ήταν γρήγορη και άτσαλη, μα πάνω απ’ όλα σίγουρη. Σκόρπιζε τις λέξεις με ταχύτητα πάνω στις λευκές κόλλες, αποκτούσε ύλη ό,τι στριφογύριζε μέσα στο κεφάλι του κι ένα συνονθύλευμα από κύκλους και πολύγωνα έστηναν παρέλαση πάνω στο χαρτί. Από μικρός δεν ακολουθούσε τις γραμμές των τετραδίων. Λες και δε μπορούσε να ανεχτεί καμία προσταγή περί τάξης, κανένα νόμο καλλιγραφίας. “Ορέστη, τα γράμματά σου δεν διαβάζονται”, του έλεγαν οι δάσκαλοι, αλλά εκείνος είχε τους δικούς του νόμους, τη δική του λογική για το σωστό αράδιασμα των λέξεων. Τα γράμματά του, συνεπώς, ανεβοκατέβαιναν, αλλά παρόλλη την τραμπάλα, εξέπεμπαν μια σιγουριά, μια σιγουριά ότι αυτό που γράφει το εννοεί μέχρι το μεδούλι, μέχρι την τελευταία στάλα μελανιού. Κατά κάποιον τρόπο ήταν το σήμα κατατεθέν του. Μεγαλώνοντας δεν απέκτησε κάποια βελτίωση στον τρόπο που έγραφε, ίσως μάλλον και να χειροτέρεψε μετά απ’ τα ερωτικά στραπατσαρίσματα, κάπου γύρω στα είκοσι.

Δικαστικός επιμελητής στο επάγγελμα, παρέδιδε εξώδικα και δικόγραφα, χτυπούσε κουδούνια και ως επί το πλείστο στο άκουσμα του επαγγέλματός του, οι άνθρωποι αποκτούσαν ένα βλέμμα παράξενο. Κάτι ανάμεσα στο φόβο και την αποστροφή. Εκπροσωπούσε το Νόμο εκείνος με τα πιο άναρχα γράμματα και την πιο άγρια υπογραφή. Και όμως, αυτά τα χαρακτηριστικά του αντί να μπορούν να τον θέσουν σε αμφισβήτηση για την επαγγελματική του υπόσταση, τον καθιέρωναν. “Είναι λες και μέσα από τα γράμματά σου αναβλύζει η οργή του Κράτους για τους ανυπόταχτους”, του είχε πει φανερά ενθουσιασμένος κάποιος δικηγόρος στα πρώτα του χρόνια στη δουλειά.

Σιγά σιγά όμως παρατήρησε ότι όταν πήγαινε να γράψει στις διάφορες, δικαστικές κυρίως, φόρμες το γράμμα ήτα σα να κόμπιαζε λίγο. Σαν κάποιος να του πάταγε χειρόφρενο ενώ εκείνος ήταν αταβιστικά κολλημένος στο γκάζι. Καθόταν για λίγο πάνω από την λέξη που δεν είχε προλάβει να σχηματιστεί ακόμα, έπαιρνε μια ανάσα καθώς κατάπινε την απορία γιατί του συμβαίνει αυτό, και έγραφε το ήτα. “Ήττα, σκεφτόταν, ήττα. Δεν γίνεται, τόσα έγγραφα πρέπει να υπογράφω καθημερινά μπροστά σε κόσμο και εγώ κολλάω να γράψω το ήτα που υπάρχει ακόμα και στο ονοματεπώνυμο μου;

Τα πράγματα δυσκόλεψαν με τα χρόνια. Γράμματα που απαιτούσαν έναν παραπάνω σχεδιασμό, μια συγκεκριμένη μανιέρα για να σχηματιστούν όπως το φι, άρχισαν να τον τρομάζουν. Κόλλαγε να τα σχεδιάσει στο χαρτί. Κάποτε, μια κοπέλα, που έπρεπε να της παραδώσει ένα εξώδικο για εξύβριση προς τον εργοδότη της, τον ρώτησε αν είναι καλά, καθώς εκείνος με το στυλό να χάσκει ανάμεσα στα δάχτυλα δεν μπορούσε να σχηματίσει τη λέξη “Πέμπτη”. Στους δρόμους, παρατηρούσε τις ταμπέλες, θαύμαζε την τελειότητα των γραμμάτων, μα όταν πήγαινε να πιάσει το στυλό στο χέρι του ήταν τρομαχτικά δύσκολο να γράψει.

Μία ώρα περίπου προσπαθούσε να εξηγήσει στο γιατρό τί του συμβαίνει.

Νιώθω σαν να έχω χάσει την ταυτότητά μου”, κατέληξε.

Εσύ έχασες την ταυτότητά σου και άλλοι χάνουν τα σπίτια τους”, σχολίασε ο γιατρός. “Ίσως να σε έχει επηρρεάσει το εργασιακό σου περιβάλλον και να μην το έχεις διαπιστώσει”, συνέχισε και του έδωσε ένα χαρτί για άδεια μερικών εβδομάδων από τη δουλειά.

Μέσα στο αμάξι, ο Ορέστης έβγαλε το χαρτί του γιατρού και χάζευε τα γράμματα. Μικρά, ενωμένα και δυσανάγνωστα. “Γιατί να μην τύχει σε εκείνον αυτή η κατάσταση; Σάμπως κάνει καλύτερη δουλειά από μένα;

Ο Ορέστης είχε εκπαιδευτεί να μην επηρεάζεται από τη στεναχώρια των ανθρώπων όταν ανακοίνωνε τις κατασχέσεις ακινήτων ή ακόμα και όταν προειδοποιούσε με εξώδικα τους οφειλέτες ότι θα βρεθούν στο δρόμο. Ήξερε ότι στα μάτια του κοινού του ήταν απλά η βιτρίνα ενός Πρωτοδικείου, τα προεόρτια μιας πορείας δικαστικών μαχών με ανυπολόγιστες συνέπειες. Όπως είχε πει και στο γιατρό “Εξάλλου είναι μια δουλειά με τα πάνω και τα κάτω της, σαν όλες οι άλλες.”

Αποφάσισε για τις ημέρες της άδειάς του, να απομονωθεί στο πατρικό του στην εξοχή, να απολαύσει το βουνίσιο αέρα και τη θέα του Αργοσαρωνικού. Πριν φύγει μόνο, είχε μια υπόθεση ανοιχτή, να παραδώσει μια κατασχετήρια έκθεση για ακίνητο. Η οφειλέτης ονομαζόταν Άννα Παύλου και το διαμέρισμα στον 2ο όροφο μιας πολυκατοικίας, Ξενίας και Μιχαλακοπούλου γωνία, ανήκε στην ίδια και στον εν διαστάσει σύζυγό της που χρώσταγε στην τράπεζα. Είχε ετοιμάσει την φόρμα ηλεκτρονικά ακόμα και για τα χειρόγραφα πεδία έτσι ώστε να μην χρειαστεί να ταλαιπωρηθεί εκείνη την ώρα. Πέντε λεπτά παράδοση κι έξω απ’ την πόρτα.

Τελικά η πόρτα άνοιξε και οι κεραυνοί χτύπησαν τον Ορέστη. Ένα σικάτο πλάσμα με μακριά, ίσια μαλλιά και μεγάλα μελιά μάτια εμφανίστηκε μπροστά του. Ο Ορέστης στεκόταν ξέπνοα στην εξώπορτα, τα είχε χαμένα τελείως από την ομορφιά της κοπέλας, σαν κάτι να τον είχε ρουφήξει σε ένα μαύρο τούνελ και το μόνο που έβλεπε ήταν τα μελιά μάτια. Αλλά ούτε η Άννα μίλαγε. Ο Ορέστης αντιλαμβανόμενος την ανάγκη του να πει κάτι, κάπως να εξηγήσει με εύσχημο τρόπο την παρουσία του μπροστά σε αυτήν την θεότητα, έψαξε για μερικά δευτερόλεπτα να βρει κάτι έξυπνο. Ματαίως.

Καλημέρα…

Η Άννα έμεινε για λίγα δευτερόλεπτα να τον κοιτάζει, ύστερα του χαμογέλασε και στη συνέχεια εξαφανίστηκε τρέχοντας προς τα μέσα. Επέστρεψε σχεδόν αμέσως κρατώντας ένα μπλοκάκι κι ένα στυλό. Χωρίς να βγάλει άχνα έγραψε δυο λόγια και του πάσαρε το μπλοκάκι μαζί με το στυλό.

Μάλλον είπατε καλημέρα. Καλημέρα κι από μένα. Με λένε Άννα και είμαι κωφάλαλη. Ποιος είστε;

Ο Ορέστης κοίταζε μια το χαρτί, μια τη χαμογελαστή Άννα. Το μυαλό του είχε γίνει πλυντήριο, ένιωθε νερά να βγαίνουν από τα αυτιά του, το σώμα του να συρρικνώνεται τόσο που τα ρούχα του να μην μπορούν να κρατηθούν πάνω του και να μένει μικρός, βρεγμένος και γυμνός μπροστά της.

Με τρεμάμενα χέρια κράτησε το στυλό κι έκανε μια απόπειρα να γράψει. Από το τρέμουλο, το μπλοκάκι έπεσε στο πάτωμα. Όπως έσκυψε να το πιάσει, είδε τους γυμνούς αστραγάλους της Άννας, κι ένιωσε ένα επαναλαμβανόμενα δυνατό χτύπο στην καρδιά του με το ρυθμό να φτάνει ως τα ακροδάχτυλα. Πήρε ανάσα, σηκώθηκε και με πολύ αργές κινήσεις άρχισε να χαράσσει τα πρώτα γράμματα πάνω στο χαρτί.

Πάνε δυο χρόνια από τότε. Η Άννα κοιμάται στο μεγάλο κρεβάτι κι ένα σημείωμα αφημένο στο κομοδίνο. “Είσαι πολύ όμορφη όπως κοιμάσαι… Πάω γραφείο.

Στρογγυλά γραμματάκια που ανεβοκατεβαίνουν, αλλά παρόλλη την τραμπάλα, εκπέμπουν μια σιγουριά, μια σιγουριά ότι αυτό που γράφει το εννοεί μέχρι το μεδούλι, μέχρι την τελευταία στάλα μελανιού. Κατά κάποιον τρόπο ήταν και θα είναι το σήμα κατατεθέν του.

Ο Ορέστης έμαθε ξανά να γράφει.