Άρθρο: Κατερίνα Τσιτούρα
Φιλόλογος
Θα σου διηγηθώ μια ιστορία, όμως σε καμμιά περίπτωση δεν θα ήθελα να τη συσχετίσεις με το πρόσωπό μου. Θα μπορούσε, κάλλιστα, να καταγράφει τις περιπέτειες ενός φίλου στην ατέρμονη προσπάθεια ανακάλυψης εκείνου του φαρμάκου που εξουδετερώνει μεμιάς κάθε υποψία προσωρινότητας σε μια ζωή που θα συνεχίζει να τρέχει με ιλιγγιώδεις ρυθμούς μετά από εμάς, όπως ακριβώς έκανε και πριν από την εμφάνισή μας σε αυτόν τον κόσμο.
Και αναρωτιέμαι… Πόσο εύκολο είναι, άραγε, να κατανοήσουμε ότι υπάρχουμε απλώς ως ενοικιαστές των διαμερισμάτων του σύμπαντος; Και αν αυτό το διαμέρισμα αποτελεί μια στέγη που δίνεται με πίστωση χρόνου, πού στ’ αλήθεια μεταφερόμαστε αργότερα και γιατί κανένα χρηματικό ποσό δεν υπόσχεται την ιδιοκτησία;
“Φόβος θανάτου”. Αν επιχειρήσουμε να δώσουμε τον ορισμό του, θα συναντήσουμε ένα πλήθος βιβλιογραφιών που προσεγγίζουν με επιστημονική ακρίβεια μια έννοια πανάρχαια και μυστηριώδη, ένα πεδίο πολυσυζητημένο μα αχαρτογράφητο.
Η Βρετανική Εθνική Υπηρεσία ταυτίζει το άγχος θανάτου με τη ψυχική αναστάτωση που διακατέχει όποιον σκέφτεται τη διαδικασία του ή την πορεία προς την ανυπαρξία ή τη συνέχειά αφού η καρδιά σταματήσει να χτυπά. H Harpenito-Moyer (2008) πραγματοποιεί, επίσης, αναφορά στην ανησυχία, ταραχή, αδυναμία του ανθρώπου μπροστά στη λέξη που ισοδυναμεί με την αυλαία της παράστασης της ζωής και υπογραμμίζει ότι τα άτομα που υποφέρουν από έντονο άγχος θανάτου δύνανται να περάσουν ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, έχοντας εμμονή με αυτόν και αποφεύγοντας την παραμικρή νύξη γύρω από την πηγή της εμμονής τους, ελπίζοντας, ενδεχομένως, ότι με αυτόν τον τρόπο θα καταφέρουν ν’ ανακόψουν την ορμή της. Ο Βecker (1973) εκθέτει την άποψη ότι η ανθρώπινη φύση αδυνατεί ν ’αποβάλλει τον τρόμο θανάτου, τονίζει, ωστόσο, ότι η συνεχή ενασχόληση με αυτόν οδηγεί σε μια ζωή δυσλειτουργική. Ο Υalom (2008), από την άλλη, υποστηρίζει ότι «μολονότι η σωματική διάσταση του θανάτου μας καταστρέφει, η ιδέα του ενδεχομένως να μας σώσει», καθώς κάποιες αφυπνιστικές εμπειρίες, ορισμένες διασταυρώσεις με το τρομαχτικό του πρόσωπο (πένθος για αγαπημένο άτομο, μια απειλητική ασθένεια, χωρισμός έπειτα από μακροχρόνια σχέση, απώλεια δουλειάς ή αλλαγή καριέρας, συνταξιοδότηση, ή ακόμη και ένα σημαδιακό όνειρο) αναπλαισιώνουν, έστω και προσωρινά, το πορτραίτο της ζωής, ντύνουν τις μορφές με χρώματα πιο ζεστά, κινήσεις περισσότερο ουσιαστικές, χαμόγελα πιο αληθινά..
Μα κάπου εδώ, κάνει την εμφάνιση του ο σιωπηλός σύμμαχος του φόβου ανυπαρξίας. Σου θυμίζει κάτι ο όρος “υποχονδριάση”; Η υποχονδριάση περιγράφει την κατάσταση διαρκούς ανησυχίας του ατόμου σχετικά με την υγεία του. Το στρες που προκαλείται από την προοπτική μιας σοβαρής ασθένειας χαρακτηρίζεται τόσο ισχυρό, ώστε ο άνθρωπος πείθεται σταδιακά ότι νοσεί, καταφεύγει σε συνεχείς ιατρικές εξετάσεις και αμφισβητεί τα αποτελέσματά τους αφού αυτά δεν ταυτίζονται με την ετικέτα του μελλοθάνατου που έχει βιαστεί να αποδώσει στον εαυτό του.
Και ο φίλος, για τον οποίο σου έγραφα προηγουμένως, γνωρίζει καλύτερα από πολλούς τον παραπάνω όρο. Αν επιχειρούσα να στον περιγράψω, θα έκανα λόγο για κάποιον χαρούμενο τύπο, που αρέσκεται ν’ αστειεύεται συχνά, ταυτίζει την ευτυχία με τα χαμόγελα των φίλων που ομορφαίνουν την καθημερινότητα και συλλέγει αχόρταγα εμπειρίες από τον ανθισμένο κήπο της πολύχρωμης ζωής.
Και τώρα, η κάμερα ζουμάρει ακριβώς στη σκηνή που το άτομο της ιστορίας μας σκύβει για να μυρίσει εκείνο το εντυπωσιακό κόκκινο τριαντάφυλλο. Ο ήλιος χαρίζει τις εκτυφλωτικές του ακτίνες στην παραδεισένια προοπτική των ονείρων και το μέλλον φαντάζει ένας απέραντος ωκεανός που κρύβει θησαυρούς στα βάθη του.
Αλλά, για στάσου λίγο…Ο αισιόδοξος αυτός νέος καρφώνει ανήσυχος το βλέμμα του πάνω στην ελιά που κοσμεί τον δεξί καρπό του. Είναι βέβαιος ότι δεν υπήρχε μέχρι χτες. Και πια μαύρα σύννεφα σκιάζουν τον μέχρι πρότινος καταγάλανο ουρανό και απόβλητα διοχετεύονται στην πεντακάθαρη θάλασσα του παρελθόντος. Οι σφυγμοί ανεβαίνουν και οι χτύποι της καρδιάς συναγωνίζονται σε ταχύτητα τον ρυθμό του πιο χορευτικού τραγουδιού στην ιστορία της ανθρωπότητας. Κρύος ιδρώτας λούζει τώρα το σώμα του και με μια απεγνωσμένη κίνηση καταφέρνει να γραπώσει στο χέρι του το τελευταίας τεχνολογίας κινητό (απορεί και ο ίδιος που βρήκε τη δύναμη- θυμήσου, είναι στα τελευταία του) και να σχηματίσει τον αριθμό που αντιστοιχεί στον αγαπημένο του παθολόγο. Το ραντεβού προγραμματίζεται για την ίδια μέρα, καθώς η επείγουσα φύση του συμπτώματος δεν αφήνει περιθώρια αναμονής.
Και να τος τώρα, σε εκείνη τη ψυχρή αίθουσα, να περιμένει τη θλιβερή διάγνωση ενώ, συγχρόνως, σιγοψιθυρίζει προσευχές και εκτελεί με ακρίβεια χειρούργου, πρωτοποριακές ασκήσεις θετικής σκέψης. Συγκεντρώνει, που λες, όλη την προσοχή του σε εκείνη την ελιά που σηματοδοτεί το τέλος της πορείας του στον μάταιο τούτο κόσμο και αποπειράται να την εξαφανίσει με σύμμαχο τις ανεξάντλητες δεξαμενές δύναμης του υποσυνειδήτου του. Κανένα αποτέλεσμα ωστόσο…
Νιώθει τα μάτια του υγρά, όμως οφείλει να δείξει γενναιότητα και αποβάλλει κάθε αρνητικό συναίσθημα καθώς, όπως πολύ σωστά έχει διαβάσει, το στρες εξασθενεί το ανοσοποιητικό σύστημα του οργανισμού και, στην κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει, δεν υπάρχουν περιθώρια περαιτέρω επιδείνωσης.
Η στιγμή έφτασε. Ο μελλοθάνατος οδηγείται στην κρεμάλα. Με αργό βηματισμό κατευθύνεται στο χώρο βασανιστηρίων. Το γνώριμο πρόσωπο του γιατρού χαμογελά συγκαταβατικά, προσπαθώντας έτσι να απαλύνει τον πόνο του τραγικού νέου.
“Λοιπόν, Αλέξη, σε ακούω. Τι σε φέρνει και πάλι εδώ;“, του απευθύνει τον λόγο ο θεραπευτής και η ελαφρώς σαρκαστική χροιά της φωνής έχει προφανώς αποδέκτη τη μοίρα και τα περίεργα τερτίπια της.
Στο σημείο αυτό, να σου διευκρινίσω ότι η σημερινή αποτελεί την πέμπτη επίσκεψη του φίλου μας στο γραφείο του παθολόγου, μέσα στον χρονικό ορίζοντα ενός μήνα. Ο καημένος, ταλαιπωρήθηκε αρχικά από ένα ελαφρύ κάψιμο στο στομάχι, στη συνέχεια από ανεπαίσθητο πονόλαιμο σε συνδυασμό με δέκατα (στο 37.3 έφτασε το θερμόμετρο, απίστευτη λαχτάρα…), ύστερα από τσιμπήματα στην ευαίσθητη περιοχή της γλώσσας και τέλος από ισχυρές ενδείξεις δυσλεξίας, καθώς με τρόμο εντόπισε 3 ορθογραφικά λάθη στις 5 σελίδες του προσωπικού ημερολογίου του.
Δεν μπορείς να τον κατηγορήσεις που μεριμνά για την υγεία του, θα μπορούσες, ωστόσο, να τον συγχαρείς καθώς μοιάζει να γνωρίζει καλύτερα από τον καθένα ότι η πρόληψη αποτελεί την αποτελεσματικότερη θεραπεία.
Ο Αλέξης παίρνει πια μια βαθιά ανάσα και με τρεμάμενη φωνή ξετυλίγει το κουβάρι του δράματος,
«Μάλιστα… Θα μου επιτρέψεις, σε παρακαλώ, να ελέγξω την περιβόητη ελιά;», του ζητάει την άδεια ο γιατρός.
Ο φίλος μας τότε, βγάζει το γάντι (καταλαβαίνεις, έπρεπε να βρει ένα τρόπο να την κρύψει, η θέα αυτής του προξενούσε απίστευτο άγχος- τουλάχιστον εάν είχε εμφανιστεί στην πλάτη δεν θα χρειαζόταν να έρχεται διαρκώς αντιμέτωπος με την οδυνηρή αλήθεια, αλλά τι να πεις, και εκεί ακόμη άτυχος…) και με μάτια γουρλωμένα από την αγωνία ρωτά ‘Πείτε μου, θα ζήσω; Χωρίς περιστροφές! Την αλήθεια!»
«Μα κάτσε ένα λεπτό αγόρι μου, δεν πρόλαβα καν να τη δω ακόμη».
Μετά από μερικά λεπτά προσεχτικής εξέτασης, ο διάδοχος του Ιπποκράτη ξεροβήχει και ετοιμάζεται να προβεί σε διάγνωση.
«Χμ. Θα ήθελα να σου αποκαλύψω κάτι ιδιαιτέρως σημαντικό. Οι άνθρωποι βγάζουν νέες ελιές σε όλη τους τη ζωή. Και, υπογραμμίζω, πρόκειται για κάτι απολύτως φυσιολογικό, που σε καμμιά περίπτωση δεν απειλεί την ύπαρξη τους. Είναι άτομα που ζουν ανάμεσά μας, εισάγονται στο Πανεπιστήμιο, μαθαίνουν ξένες γλώσσες, κάνουν αίτηση για θέσεις εργασίας, δουλεύουν, αποταμιεύουν για τα παιδιά τους, παντρεύονται και αν δεν αντέχουν άλλο την κρεβατομουρμούρα χωρίζουν κιόλας. Σε διαβεβαιώ ότι μπορείς να βγάλεις τα γάντια- για τον Θεό, έχουμε Ιούλιο μήνα- και να απολαύσεις μια ζωή πολύ μικρή για να αναλωθεί στα δάκρια των παράλογων φόβων».
Ο Αλέξης αισθάνεται σα ν΄αναγεννίεται μέσα από τις στάχτες του. Σε ένα παραλήρημα ξέφρενου ενθουσιασμού, σηκώνεται από την καρέκλα του, σφίγγει στην αγκαλιά του τον σωτήρα του και του χαρίζει ένα παθιασμένο φιλί στο μάγουλο.
«Σας ευχαριστώ, σας ευχαριστώ για όλα! Έχω τόσα όνειρα να κυνηγήσω. Επιτέλους, μπορώ και πάλι να τρέξω στον ανθισμένο κήπο του παρόντος μου, να μυρίσω τα υπέροχα άνθη του κόσμου».
Και ο φίλος μας, βγαίνει τώρα από το γραφείο πιο ξέγνοιαστος από ποτέ και το περπάτημα του ένας αέρινος χορός με την αθανασία. Πόσο ανόητος υπήρξε. Τόσες φανταστικές ανησυχίες, του στερούσαν για χρόνια στιγμές χαράς, ανεμελιάς. Όμως πια, μεταμορφωμένος σε έναν τελείως διαφορετικό άνθρωπο, πετά τα γάντια στον κάδο ανακύκλωσης- ήταν ο πιο κοντινός του, τι να έκανε;- και νιώθει ελεύθερος, καθώς τα βαρίδια αγωνίας αποτελούν παρελθόν και το μέλλον ένας χάρτης με συναρπαστικές διαδρομές.
Και, ξαφνικά, αντιλαμβάνεται τους χτύπους της καρδιάς του ελαφρώς ακανόνιστους… Ω Θεέ μου, τελικά μάλλον πάσχει από κολπική μαρμαρυγή! Τόσο νέος μα τόσο άτυχος. Δεν υπάρχουν περιθώρια δεύτερης σκέψης. Πρέπει να πάρει άμεσα το δρόμο επιστροφής στο ιατρείο. Προχωρά περίλυπος, σιγομουρμουρίζοντας τη μελωδία του γνωστού τραγουδιού ‘Η ζωή που περνά και χάνεται’…
Βιβλιογραφικές αναφορές
Becker, E. (1973). The denial of death. New York: Simon & Schuster.
Harpenito-Moyet (2008), Handbook of Nursing Diagnosis
Yalom, I. (2008). Στον κήπο του Επίκουρου, αφήνοντας πίσω τον τρόμο του θανάτου. Αθήνα: Άγρα.