Άρθρο: Χρύσα Μαγγινοπούλου
Κοινωνική Ανθρωπολόγος
Ο εργένης φωτογράφος Τζέφ είναι στο γύψο, με σπασμένο πόδι, ακινητοποιημένος, σχεδόν ανάπηρος. Επαναπαυμένος στην παθητική θέση του, απωθεί τον έρωτα και το δεσμό του με τη Λίζα και αντιστέκεται επίσης στις παραινέσεις της προστατευτικής και μητρικής νοσοκόμας του, να εγκαταλείψει τις ηδονοβλεπτικές δραστηριότητες του και να δεχτεί τη γυναίκα που του προσφέρεται. Ασυνείδητα, προτιμά να παραμείνει μπλοκαρισμένος και άπραγος ερωτικά, και έτσι να επιδοθεί ανεμπόδιστος στο χόμπι του, την παρατήρηση όσων συμβαίνουν στην απέναντι πολυκατοικία αφήνοντας ελεύθερες τις ηδονοβλεπτικές ορμές του.
Δεν είναι τυχαίο ότι το κεντρικό πρόσωπο της ταινίας είναι ένας φωτορεπόρτερ, δηλαδή ένα πρόσωπο που έχει κάνει επάγγελμα το κοίταγμα «μέσα απ’ την κλειδαρότρυπα». Για τον επαγγελματία της εικόνας, ο κόσμος έχει ένα νόημα μόνο ως το βαθμό που είναι θέαμα. Άλλωστε και η Λίζα κάνει ένα επάγγελμα εξόχως οπτικό: είναι μανεκέν. Η Λίζα, συνεπώς, κρατάει το άλλο άκρο της ηδονοβλεπτικής διαδικασίας: δουλειά της δεν είναι να βλέπει, όπως ο φωτορεπόρτερ φίλος της, αλλά να τη βλέπουν. Στο ίδιο επίπεδο υπάρχει στο φιλμ και μια άλλη γυναίκα, που ασκεί ένα επάγγελμα εξόχως οπτικό: είναι μασέζ-νοσοκόμα. Είναι αυτή που θα πάρει, αργότερα, συγκεκριμένες πρωτοβουλίες για την εξιχνίαση ενός εγκλήματος, που ο φωτορεπόρτερ το επισημαίνει μόνο οπτικά.
Αυτά τα τρία κεντρικά πρόσωπα της δράσης είναι εγκλωβισμένα μέσα σ’ ένα δωμάτιο, εξαιτίας της αναπηρίας του φωτορεπόρτερ που έσπασε το πόδι του σε μια φωτοδημοσιογραφική αποστολή, θεαματική και επικίνδυνη. Απ’ τη στιγμή που θα τραβηχτεί η κουρτίνα στην αρχή της ταινίας, το παράθυρο του δωματίου του θ’ ανοίξει σε μια «εσωτερική αυλή». Δεν υπάρχει πια κουρτίνα για να εμποδίζει την όραση του, τώρα πια θα γίνει ο τέλειος ηδονοβλεψίας.
Πίσω από κάθε παράθυρο παίζεται κι ένα δράμα, μια κωμωδία ή μια φάρσα. Είναι η ζωή στην απέραντη δραματική ποικιλία της. Ο ήρωας, παρατηρώντας αχόρταγα τους άλλους, παίρνει μαθήματα από το σχολείο της ζωής που ξετυλίγεται μπροστά στα μάτια του. Μπαίνει σε μια διαδικασία προβολής και ταυτίσεων με τους απέναντι ενοίκους, που έχουν παρόμοια προβλήματα με τα δικά του. Προβλήματα του έρωτα και του γάμου, προβλήματα επιλογής ανάμεσα στην έγγαμη ή τη μοναχική ζωή. Το ζευγάρι των νεόνυμφων, που κλείνονται εσπευσμένα στο γαμήλιο δωμάτιο για να χαρούν τον έρωτα τους, αλλά μετά από λίγο ο άντρας κουράζεται. Η γεροντοκόρη που αποπειράται να αυτοκτονήσει ή ο εργένης μουσικός που επιθυμεί να δημιουργήσει έναν δεσμό. Μα πιο σημαντικό από όλα το φθαρμένο παντρεμένο ζευγάρι, μέσα από τις γκρίνιες και τους καυγάδες που οδηγείται στην καταστροφή, στο φόνο της συζύγου από το σύζυγο.
Στο θέαμα του κόσμου περιέχεται και το έγκλημα, και ο μάρτυρας ενός εγκλήματος είναι λίγο δύσκολο να παραμείνει για πολύ σιωπηλός. Οι μάρτυρες εδώ δε λύνουν τη σιωπή τους από αγανάκτηση, αλλά διότι το θέαμα τους παρέσυρε τόσο, που είναι αδύνατον πια να μείνουν παθητικοί θεατές. Από κει κι έπειτα αρχίζει η φάση της περιπέτειας, της έμπρακτης αναζήτησης της αλήθειας και του κινδύνου, που φέρνουν κοντά τον Τζέφ και τη Λίζα. Η κοσμική και σοφιστικέ Λίζα θα περάσει στο πεδίο της δράσης, θα εγκαταλείψει την επιτήδευση της και θα επιδείξει πρακτικό πνεύμα τόλμη κι εξυπνάδα. Ο κοινός αγώνας τους θα τους ενώσει σα ζευγάρι. Το θέαμα παρακινεί σε δράση, αλλά αυτή η δράση, θα οδηγήσει και πάλι στην αδράνεια και την ακινησία: αφού στο τέλος, ο ήρωας μας θα σπάσει και το άλλο του πόδι.
Μαζί με τον άνθρωπο γεννήθηκε από την αρχή η ανάγκη του να ξέρει τι κάνει ο άλλος. Αν είναι καλά, αν έχει προβλήματα, αν στο σπίτι του κυκλοφορεί γυμνός ή απλώς κοιμάται όλη μέρα. Και αναλόγως να τον κρίνει. Το σύνδρομο της κλειδαρότρυπας υπήρχε πάντα και παντού. Παλαιότερα, ήταν η αυλή. Οι κυρίες της αυλής, είχαν όχι το δικαίωμα, αλλά την υποχρέωση να πηγαινοφέρνουν τα νέα, έστω και αν αυτά στην πορεία, διαστρεβλωνόντουσαν και παραποιούνταν. Την σκυτάλη, πήρε η γραφική γειτονιά και η φράση: «τί θα πει η γειτονιά; ». Η τεχνολογία διευκόλυνε και εξέλιξε απόλυτα την συνήθεια αυτή. Γιατί της έδωσε κύρος και βάσεις ώστε να την μετατρέψει σε επικερδή επιχείρηση.
Οι εικόνες που προβάλλονται από την τηλεόραση και γενικότερα τα περιοδικά, τον κινηματογράφο και το διαδίκτυο, καθιστούν τον αδηφάγο θεατή ηδονοβλεψία και διεγείρουν τα κατώτερά του ένστικτα. Προβάλλονται εικόνες που αφορούν την προσωπική ζωή ατόμων και εικόνες σεξ και βίας. Η ψυχαγωγική ανάλωση προσωπικών ιστοριών, συνήθως ερωτικού έως και πορνογραφικού περιεχομένου, αγγίζει «οροφή», προκαλώντας μια ανησυχητική σύγχυση ανάμεσα στο κουτσομπολιό και στην είδηση, στο περιθώριο και στην κοινωνική σκηνή.
Η κλειδαρότρυπα μπορεί να αφυπνίσει τα πιο ταπεινά ανθρώπινα ένστικτα, να ωθήσει στον μικροαστισμό και τον συντηρητισμό, να εκθρέψει τη μισαλλοδοξία και τον φανατισμό. Η προθυμία να ψυχαγωγηθούμε με την κρεβατοκάμαρα των επωνύμων, πολιτικών ή αστέρων, με τα βίντεο από κρυφές κάμερες, τα διαδικτυακά «λαβράκια», τα παπαρατσικά στιγμιότυπα, καθίσταται πλέον εμμονική.
Μας αρέσει να ασχολούμαστε με τις ζωές των άλλων. Για να θαυμάσουμε και να ζήσουμε μέσα από τις ζωές τους, αυτά που εμείς δεν μπορούμε να ζήσουμε και για να κατακρίνουμε, τονώνοντας έτσι το εγώ μας που διαφοροποιείται από αυτά, συμπεριφορές και καταστάσεις που δεν συνάδουν με την τακτοποιημένη μας ζωή. Άλλωστε το να κοιτάμε είναι μία πράξη επιλογής και ως αποτέλεσμα μιας τέτοιας πράξης, αυτό που βλέπουμε έρχεται κοντά μας. Ποτέ δεν κοιτάμε ένα και μόνο πράγμα, κοιτάμε πάντα τη σχέση ανάμεσα στα πράγματα και τον εαυτό μας.
Προτεινόμενη βιβλιογραφία
Debord, G. (1967). Η κοινωνία του θεάματος. Εκδόσεις Διεθνής Βιβλιοθήκη.
Rancière, J. (2008). Ο Χειραφετημένος θεατής. Εκδόσεις Εκκρεμές.