Άρθρο: Μοσχούλα Κύρη
Φοιτήτρια θεατρολογίας


“Στην απέραντη πάνα του ντουνιά όλοι μας (με αόρατον τον Καραγκιοζοπαίκτη μας και στα πίσω) παίζουμε με την αιώνια φάρσα της ζωής γελόντες… δακρύομεν!…”, Γιάννης Σκαρίμπας

Πρωί σαββάτου καθισμένη στρογγυλεμένα στον αναπαυτικό μου καναπέ, απολαμβάνω τον ζεστό μου ελληνικό κάνοντας πρόβα τα λόγια για την παράσταση της σχολής μου “Ο Μεγαλέξανδρος και το Καταραμένο Φίδι”. Επρόκειτο για ένα έργο του θεάτρου σκιών που δημιούργησε, όπως πιστεύουν οι περισσότεροι Καραγκιοζοπαίχτες, ο Μίμαρος στα τέλη του 19ου- αρχές του 20ου αι.

Έχοντας θριαμβευτικά πάρει το ρόλο του Βεζύρη, εξασκούσα όλο το πρωί τη βραχνιά και επιτακτική του φωνή, προφέροντας συνεχώς: “Έι ωρέ Βεληγκέκα!”.

Μελετώντας με όρεξη και μεράκι τα χωρικά του έργου που μου αναλογούσαν, συνάμα στα αυτιά μου αντηχούσαν οι μουσικές του Χατζηδάκι που γράφτηκαν για το έργο αυτό.

Είναι γνωστό, πως ο Καραγκιόζης επηρέασε κι ενέπνευσε αρκετούς Έλληνες καλλιτέχνες, όπως τον Μάνο Χτζηδάκι και τη Ραλλού Μάνου. Στρεφόμενη προς το βιβλίο της Ραλλούς Μάνου «… Ου των ραδίων… ούσαν την τέχνην…» η Ραλλού περιγράφει το πρώτο της ξεκίνημα με τον Μάνο Χατζηδάκι, εμπνευσμένη από τη λαική μορφή του Καραγκιόζη.

Όταν τελείωσαν οι Έξι Λαϊκές Ζωγραφιές, λέω μία μέρα στον Χατζηδάκι καθώς κατέβαινε τη σκάλα του σπιτιού μου: “Μάνο, για τη σειρά των παραστάσεών μας χρειάζεται να κάνεις άλλη μία μουσική”. “A! Όχι. Δε μπορώ να κάμω άλλη εγώ”. Συνέχισε την κατηφόρα. “Και όμως, έχω μία τόσο ωραία ιδέα”, του λέω εγώ, “τον Καραγκιόζη”. Απότομα σταμάτησε στη μέση της σκάλας, και γύρισε να με κοιτάξει με ενδιαφέρον. Δεν είπαμε τίποτε άλλο τότε, αλλά τη σκάλα την κατέβηκε αργά και συλλογιστικά. Μέσα του δούλευε κιόλας το δημιουργικό δαιμόνιο!

Καθώς συνέχιζα να διαβάζω με προσήλωση το εγχείρημα των δύο καλλιτεχνών, άρχιζα να αντιλαμβάνομαι πόσο σπουδαία θέση κατείχε Καραγκιόζης στις λαικες ψυχές, τους πόθους και τις επιθυμίες. Οι δύο αυτοί καλλιτέχνες στόχευαν στην εντέλεια, ζητώντας έτσι από τον Ευγένιο Σπαθάρη να προσφέρει τη βοήθειά του στην προσπάθειά τους. Ένα έργο του από το Θέατρο Σκιών έγινε ο καμβάς όπου κεντήθηκε αριστοτεχνικά το Καταραμένο Φίδι. Στη συνέχεια διάλεξαν με προσοχή εκείνους που θα χόρευαν για πρώτη φορά τους διάφορους ρόλους. Ο Χατζηδάκις πρότεινε στη Μάνου να χορέψει τον Καραγκιόζη, κάνοντας τον Καραγκιόζη τον ρόλο που θα τη γέμιζε περισσότερο χαρά και ταυτόχρονα θα καθρέπτιζε την ευχαρίστηση στα πρόσωπα των θεατών. Οι πρόβες τους γίνονταν τόσο στο δωμάτιο της Μάνου, στο σπίτι των πεθερικών της στην πλατεία Κάνιγγος, όσο και στο φουαγιέ του Εθνικού Θεάτρου, όπου η Ραλλού ήταν χορογράφος.

Κατά την προετοιμασία της πρώτης σειράς παραστάσεών τους στο Ρεξ, δεν είχαν στα χέρια τους γραμμένη μουσική κι ως εκ τούτου έκαναν τις πρόβες τραγουδώντας. Όπως επισημαίνει η Ραλλού: “Ευτυχώς που οι γοητευτικές μελωδίες και οι πρωτότυποι ρυθμοί του Μάνου ευκόλυναν κάπως την κατάσταση.

Αναντίρρητα, η Μάνου αντιμετώπιζε αρκετές δυσκολίες προκειμένου να βγάλει εις πέρας το εγχείρημα της, καθώς η οικονομική της κατάσταση ήταν ιδιαιτέρως δυσχερής. Ωστόσο, οι σχέσεις της με τους φίλους της ήταν γνήσιες και ειλικρινείς, γεγονός που την έκανε να σταθεί στα πόδια της και να ανταπεξέλθει επιτυχώς στο έργο της.

Η παραμονή της πρεμιέρας έφτασε. Οι τεχνικοί του θεάτρου κατέφθασαν, δηλώνοντας πως αν δεν πάρουν τα χρήματά τους προκαταβολικά, η αυλαία δε θα σηκωνόταν. Η Ραλλού επέμενε να τους πληρώσει την επόμενη μέρα με τα χρήματα που θα είχαν εισπράξει από τα εισιτήρια, όμως εκείνοι παρέμεναν ανένδοτοι. Η Ραλλού απογοητευμένη, είχε καθίσει κάτω από την πόρτα της σκηνής, ντυμένη μάλιστα Καραγκιόζης για την τελευταία πρόβα, εικόνα που φαντάζει ιδιαίτερα τραγελαφική. Λίγο αργότερα την πλησίασε η Αλίκη Παπαεμμανουήλ, η οποία χόρευε έναν από τους τρεις Εβραίους στο έργο και της είπε πως η μητέρα της θα της έφερνε πέντε χρυσές λίρες. Ξάφνου, η Ραλλού πετάχτηκε όρθια και το πρόσωπό της έλαμψε από χαρά. Αμέσως κάλεσε όλους τους ηθοποιούς για πρόβα χωρίς να χάνει την ελπίδα της για να τα κααφέρει. Η Αλίκη Παπαεμμανουήλ λίγο αργότερα άλλαξε το όνομά της σε Αλίκη Παπαληγούρα, αλλά όπως εξέφρασε η Μάνου ποτέ δεν άλλαξε τη διάθεση της απέναντι στο έργο τους. Στάθηκε πλάι τους με αγάπη και ενδιαφέρον, άλλος ένας πολύτιμος άγνωστος στρατιώτης.

Μια σκέψη μου διέκοψε την ανάγνωση του βιβλίου της Ραλλού. Η πραγματική θέληση είναι αυτή που σε οδηγεί αυόχρημα στην προσέγγιση των ονείρων σου. Όσες δυσκολίες κι αν βρεθούν, όσα εμπόδια κι αν υπάρξουν η ενδόμυχη δύναμη θα είναι αυτή που στο τέλος θα διαπρέψει.

Και κάπως έτσι συνέχισα να προφέρω τα λόγια μου και να μιμούμαι το ρόλο Βεζύρη. Έργο κοπιώδες που όμως άξιζε τον κόπο. Άξιζε, γιατί ήρθα πιο κοντά στην τέχνη της ηθοποιίας, ταξιδεύονας αχαλίνωτα γύρω από τον μαγικό κόσμο του Καραγκιόζη.


Προτεινόμενη βιβλιογραφία

Μάνου, Ρ. (1988). Ου των ραδίων…ούσαν την τέχνην. Εκδόσεις Γνώση