Κείμενο: Μανώλης Νικόλτσιος
Ασκούμενος Δικηγόρος
Ιστορίες μιας σελίδας, Σελίδα 1
Ζεστό νερό, αφρός. Τελειωμένος ο αφρός. Λογικό. Δεύτερη εβδομάδα αυτοπεριορισμού. Σε λίγο θα πάψει να ξυρίζεται, μάταιο χούι ούτως ή άλλως. Δεύτερη εβδομάδα αυτοπεριορισμού, αν δεν πήγαινε κάθε τρεις και λίγο για κατούρημα, συνέπεια κι αυτό των πολλών καφέδων, και δεν αναγκαζόταν να βλέπει τα μαύρα μούτρα του σίγουρα θα χε πάψει να γδέρνει με το ξυράφι τα μάγουλά του.
Μετά το μπάνιο επόμενη στάση η κουζίνα, γέμισε άλλο ένα φλιτζάνι με έναν απαίσιο καφέ. Είχε τελειώσει μέρες τώρα ο αγαπημένος του και συμβιβαζόταν με ένα απαίσιο ζουμί που του ‘φτιαχνε μια συσκευασία με καφέ για αδυνάτισμα. Θα συμβιβαζόταν ακόμα και μ’ ελληνικό, αν είχε, αρκεί να μην έβγαινε από το σπίτι. Δεύτερη εβδομάδα αυτοπεριορισμού. Τα τρόφιμα τελειώναν, για τσιγάρο είχε πλέον κάτι «απαγορευμένα» στοκ, σουβενίρ που του ‘φερε ο Τάσος από Ολλανδία. Δεύτερη εβδομάδα αυτοπεριορισμού και οι θυσίες ακόμα έδειχναν μάταιες. Οι τρεις πρώτες σειρές γέμισαν γρήγορα, κι από τότε γέμιζε και ξαναγέμιζε την μπαταρία του φορητού αλλά ο κέρσορας δεν κουνιόταν πόντο.
Στην αρχή του φάνηκε εύκολο, να γράψει ιστορίες, άσχετες μεταξύ τους, με καμιά συγγένεια στον τίτλο, στο θέμα, στους ήρωες. Όλες, μόνο, θα ‘χαν έναν κοινό, δε θα ξεπερνούσαν σε έκταση τη μια σελίδα. Μόνο πρόβλημα αν η σελίδα αυτή θα ‘πρεπε να ναι Α4 ή μικρότερη. Αν τον εκδώσουν ποτέ μπορεί να ναι μεγάλες για τη σελιδοποίηση.
Δυο εβδομάδες αυτοπεριορισμού, είχε σκεφτεί, και τι στο καλό, μια σελίδα γεμίζει εύκολα, αν έχεις και δυο εβδομάδες γράφεις έπος. Η μούσα του μάλλον κώφευε. Μια ρημαδοσελίδα και δε γέμιζε. Ο κέρσορας αναβόσβηνε, το φουρφούρι που χε στα σπλάχνα του το λάπτοπ φαινόταν να τον γιουχάρει. Πώς θα ‘γραφε το λόγο που θα εκφωνούσε μια μέρα στην Ακαδημία για την είσοδό του. Εδώ δε μπορούσε να γράψει μια σελίδα.
Δυο εβδομάδες αυτοπεριορισμού και αποφάσισε να τα παρατήσει, δεν ήταν αυτός που θα γέμιζε μια σελίδα, έκλεισε το αρχείο και άνοιξε αυτό που δούλευε πριν, το μυθιστόρημά του, το πήρε από κει που το χε αφήσει, απ’ την σελίδα τριακόσια εξήντα πέντε.