Κείμενο: Μανώλης Νικόλτσιος
Ασκούμενος Δικηγόρος
Ιστορίες μιας σελίδας, Σελίδα 2
- Λυπάμαι, αλλά χωρίς ταυτότητα δεν μπορώ ν’ ανοίξω την πόρτα.
Από τύχη είχε πάνω του το κινητό του. Μια πόρτα ξύλινη τον χώριζε από το πορτοφόλι του με την κάρτα του video club, την κάρτα της Πειραιώς, την ταυτότητά του και ένα προφυλακτικό. Το δεύτερο, το χρησιμοποιημένο, πλήρωνε τώρα.
- Είναι η νομοθεσία που ‘ναι αυστηρή. Καταλαβαίνετε.
Καταλάβαινε, από την αρχή όλα τα καταλάβαινε. Μια γνωριμία και ένα πήδημα μετά από ένα πάρτι ποτέ δε σήμαιναν πρόταση γάμου. Αλλά να του κάνει σκηνή, να τον πετάξει χωρίς τα πράγματά του έξω απ’ το σπίτι, να σηκωθεί να φύγει κι ίδια και να τον αφήσει μόνο με το παντελόνι στο διάδρομο της πολυκατοικίας, δεν της το χε.
- Γιατί στο κουδούνι δε γράφει τ’ όνομά σας;
Κύριος Τάσος. Το χαρτάκι με τα πολλά οχτάρια στην πόρτα του ασανσέρ ήταν δικό του. Ίσως έπρεπε να προτιμήσει το άλλο με τα εννιάρια. Ηλίθια προκατάληψη για τους μονούς αριθμούς.
- Αν βέβαια ανοίξω και μου δείξετε κάποιο στοιχείο σας, τότε όλα καλά.
Κι όμως στην αρχή όλα πήγαν καλά. Δεν αναγνώριζε τον εαυτό του με το θάρρος που βρήκε, να της πει να πάνε σπίτι της. Του φάνηκε εύκολο. Ηλίθια εντύπωση για τις κοκκινομάλλες.
- Αντίο σας λοιπόν και την επόμενη φορά που θα βγάλετε τα σκουπίδια να ‘στε πιο προσεκτικός.
Φόρεσε το πουκάμισό του και πήρε στα χέρια το σακάκι. Δίπλα στην πόρτα υπήρχε μια μαύρη σακούλα γεμάτη. Την πήρε κι αυτή. Βγαίνοντας βεβαιώθηκε πως η πόρτα έκλεισε καλά.