Κείμενο: Μανώλης Νικόλτσιος
Ασκούμενος Δικηγόρος


Ιστορίες μιας σελίδας, Σελίδα 3

Κολόνια και σώματα. Άφησε τη βότκα που κρατούσε λάφυρο στο χέρι. Δέκα λεπτά στην ουρά του μπαρ. Φθηνό αλκοόλ σήμαινε υπηρεσίες σελφ σέρβις. Έβηξε τον καπνό απ’ το τσιγάρο του ψηλού τύπου δίπλα του. Γύρισε απ’ την άλλη. Η μουσική χαμήλωσε απότομα και ακούστηκε συγχρονισμένο ως χορωδία το πλήθος να τραγουδά. Ήρθε η δικιά του, πρώτα του άρπαξε τη βότκα για να κλέψει λαίμαργα τη διάθεση που χρειαζόταν, μετά άρπαξε τον ίδιο. Κολόνια. Σε κυκλικές της λεκάνης κινήσεις συνέχισαν για πολλή ώρα. Τα χέρια του είχαν περάσει κάτω απ’ τα δικά της. Τράβηξε απότομα τα μαλλιά της στην άκρη και έχωσε το κεφάλι του στο λαιμό της.

Μύριζε το οινόπνευμα μέσα και έξω της. Μέσα. Την ώρα που του ‘πε γεια, κατάλαβε ότι μοιράζονταν την ίδια αγάπη για τη βότκα. Έξω. Γιασεμί, είχε σκύψει στο αυτί του για να συστηθεί.

Το τραγούδι συνέχιζε στο ίδιο ύφος με πριν. Τα σώματα τώρα έπρεπε να ξεκολλήσουν και να χορέψουν αντικριστά. Δε χωρίστηκαν όλα. Έκαναν από μόνοι τους τη δικιά τους μουσική.

-Πάμε στην άκρη. Την τράβηξε απ’ το χέρι.

Αθέατοι, μα αισθητοί. Είχαν ήχο, είχαν δικό τους ρυθμό. Κρυμμένοι πίσω από γυρισμένες πλάτες. Μα ήταν εκεί. Όλοι το ήξεραν. Δε τους ‘βλεπαν, τους μύριζαν. Μύριζαν κι αυτοί, κολόνια και σώματα.