Άρθρο: Χριστίνα Ζερδεβά


Νύχτωσε κι απόψε και έτσι αποκαμωμένη όπως ήμουν από το τρέξιμο της μέρας γέρνω το κουρασμένο μου κορμί στην αγαπημένη μου πολυθρόνα δίπλα στο μεγάλο παράθυρο. Είναι τόσο αναπαυτική και ας έχει από τον καιρό φθαρεί και ας χάσκει αναιδώς κάποιο ελατήριο από κάτω. Eκεί, όταν αφήνεσαι ήρεμα, όλα κατά κάποιο τρόπο περνάνε πιο γρήγορα. Κληρονομιά βλέπεις από το πατρικό, κουβαλάει πάνω της στιγμές, εικόνες, χαρές, πίκρες… όλα τα συναισθήματα που σε συντροφεύουν μια ολόκληρη ζωή για να μην πλήττεις. Είναι η πολυθρόνα του μπαμπά! Κάτι νύχτες σαν κι αυτή παίρνω θέση και κουρνιάζω μέσα στην αγκαλιά της με ένα ποτό στο χέρι αφού έτσι μπορώ χωρίς προσπάθεια να ταξιδεύω σε μέρη αγαπημένα πίσω στο χρόνο. Αφήνω μονάχα το φως από την παλιά τη λάμπα να αχνοφέγγει κάπου στο βάθος και καρφώνω το βλέμμα μπροστά στο τοίχο σαν να δίνω έτσι κάποιο σήμα μυστικό στο νου, που σχεδόν αποκοιμισμένος, αρχίζει να χαλαρώνει και να με οδηγεί. Τότε που…

Η μητέρα βάζει την «πλάκα» στο πικάπ με ιταλικά τραγούδια για να δημιουργήσει κλίμα, φοράει το γιορτινό χαμόγελο, λίγο πιο πλατύ από το καθημερινό της –έτσι ήταν η μητέρα, σχεδόν πάντα γελαστή- τα μαλλιά της πιασμένα όμορφα προς τα πίσω με φιόγκο, στρώνει τη καθαρή της ριγέ ποδιά, αυτή με τις δαντέλλες και με τη καλή της διάθεση μπαίνει με φόρα στην κουζίνα για να μείνει εκεί μέσα με τις ώρες. Με ένα της νεύμα πονηρό με «παρασέρνει» δίχως να το καταλάβω και αναλαμβάνω βοηθός σε όλη αυτή τη γαστριμαργική πανδαισία που πρόκειται να συντελεστεί σε λίγο στη φωτεινή πεντακάθαρη κουζίνα. Με όλα τα παράξενα αντικείμενα ανα χείρας, τις κουτάλες και τα κουζινικά ξεκινάμε τη μάχη, ετοιμοπόλεμες, γεμάτες χαρά και σιγοτραγουδώντας. Η μητέρα μου προσφέρει απλόχερα τη γνώση ενώ μου φτιάχνει όμορφες θύμισες…

Η εικόνα αυτή σβήνει αλλά η αίσθηση της όσφρησης δημιουργεί άλλες, καινούργιες, αφού νιώθω τα σύννεφα από όλα αυτά τα παράξενα ευωδιαστά υλικά που έχει αραδιάσει πάνω στο τραπέζι η μαμά να ανακατεύονται παράξενα μεταξύ τους και να με τυλίγουν. Μικρές αλχημείες και μυρωδιές, δημιουργίες με άρωμα, χρώμα και γεύση μένουν αναλοίωτες στο πέρασμα του χρόνου και φθάνουν μέχρι σήμερα αφού και μόνο στη θύμησή τους ξαναζωντανεύουν ως δια μαγείας αναμνήσεις που με γεμίζουν χαρά. Σκοντάφτεις πάνω τους και άθελά σου απασφαλίζεις, εκείνες τότε εκρήγνυνται χωρίς να υπολογίζουν καν τη δική σου συγκίνηση. Πιπέρια πολύχρωμα, κανέλα, μπαχάρια, γαρίφαλα, σαφράν και κόλιαντρο μαζί με μοσχοκάρυδο σου γαργαλούν νοερά τη μύτη, σε ξεσηκώνουν και ανασύρουν δίχως τελειωμό εικόνες που συναγωνίζονται μεταξύ τους ποιά θα πρωτοπάρει θέση στη μνήμη για να τις ρουφήξεις ύστερα εσύ, όλες μαζί, αχόρταγα!

Μια μικρή διακοπή για να πιώ μια γουλιά κονιάκ από το κρυστάλλινο ποτήρι που κρατώ στο χέρι, κληρονομιά κι αυτό από το πατρικό. Είναι σαν να νιώθω πως μέσα του το ποτό αποκτά μια άλλη γεύση, πιο οικεία. Τις νύχτες ειδικά που θέλεις η ηθελημένη μοναξιά σου να σε οδηγήσει κάπου που να νιώσεις και πάλι παιδί, η συντροφιά του είναι επιβεβλημένη.

Συνεχίζω την αναπόληση κοιτώντας ξανά το κενό μπροστά μου, λες και διεισδύω μέσα από τον τοίχο και περνώ κατευθείαν στην καταστόλιστη σάλα του σπιτιού μου τότε… Χριστούγεννα πλησιάζουν και ο πατέρας με φωνάζει, με την μισάνοιχτη κούτα γεμάτη στολίδια και φωτάκια για να στολίσουμε μαζί το τεράστιο έλατο. Τι όμορφα που μυρίζει αλήθεια, φρεσκάδα και βουνίσιο αέρα μαζί με μια άλλη μυρουδιά, μοναδική, αξέχαστη. Η χαρά μου δεν είναι μόνο που θα στολίσουμε παρέα το δέντρο, είναι που κάθε χρόνο αυτή η διαδικασία που επαναλαμβάνεται μου αφήνει μια γλύκα στο στόμα και στην ψυχή. Να, σαν τα ζαχαρωτά που πριν λίγο μπήκαν στο φούρνο και αδημονώ να δοκιμάσω. Η επαφή με τον πατέρα και το παιχνίδι της χαράς, τα γέλια μας, το αίσθημα αυτό της συνεργασίας και των ατελείωτων πειραγμάτων είναι που με κάνουν να νιώθω ακόμα και σήμερα τόσο υπέροχα. Όταν το δέντρο επιτέλους στολιστεί κάνω ένα βήμα πίσω για να το δω και τα παιδικά μου μάτια ανοιγοκλείνουν γεμάτα ικανοποίηση μέσα στη τρυφερή αγκαλιά του μπαμπά μου.

Τα Χριστούγεννα όμως, δεν νιώθουν όλοι το ίδιο συναίσθημα, δεν συνεπαίρνει όλους η μαγεία των ημερών και η γλυκιά ψευδαίσθηση της λαμπερής αυτής γιορτής δεν είναι δυστυχώς για όλους μια πραγματικότητα. Δεν το είχα καταλάβει. Ώσπου μια χρονιά, ο πατέρας με πήρε να πάμε για ψώνια. Εγώ πήδαγα σαν κατσίκι από τη χαρά μου παρά περπατούσα σαν άνθρωπος γιατί ήξερα τους πονηρούς σκοπούς του. Κάποια στιγμή με σκούντηξε και μου έκανε ένα διακριτικό νεύμα με το χέρι για να κοιτάξω προς τη βιτρίνα στα δεξιά μου. Μπροστά στο τζάμι στεκόταν ένα πανέμορφο κοριτσάκι, στην ηλικία μου περίπου, που φορούσε ένα φθαρμένο παλτουδάκι –ό,τι απέμεινε να θυμίζει κάποιες άλλες ίσως ευχάριστες εποχές- και κοίταζε αχόρταγα, άπληστα θαρρείς κάποια παιχνίδια που σε προκαλούσαν να τα πάρεις στα χέρια. Σκύβει προς το μέρος μου ο πατέρας -αφού με είδε εν τω μεταξύ να χλωμιάζω- και συνομωτικά μου λέει στο αυτί «τι θα έλεγες το δώρο σου φέτος να το χαρίζαμε στην όμορφη αυτή πιτσιρίκα; Είσαι πια μεγαλούτσικη για να καταλάβεις ότι είναι πραγματικά μια ευκαιρία να δεις αυτή τη γιορτή της αγάπης σαν δώρο. Το δώρο που θα κάνει ευτυχισμένον κάποιον άλλο είναι το πιο όμορφο «δώρο» που θα μπορούσες να κάνεις εσύ στον εαυτό σου και να νιώσεις αυτή τη γλύκα της χαράς μέσα σου». Τον κοίταξα για λίγο καχύποπτα αλλά τελικά του είπα «ωραία, κάνε με να νιώσω αυτή τη χαρά που λες μπαμπά, άντε πάμε». Διαλέξαμε μια όμορφη κούκλα με κατακόκκινο φουστάνι και ζήτησα στο κουτί να βάλουν πολλούς φιόγκους για να χαρεί το κοριτσάκι. Πίστευα πως οι φιόγκοι θα έκαναν πιο όμορφο το δώρο. Της είχαμει πει να περιμένει και αυτή πράγματι μας περίμενε με απορία. Βγήκαμε και της έδωσα το κουτί ενώ μας κοιτούσε με δυσπιστία. Της χαμογέλασα για να την ενθαρρύνω να το δεχτεί. Μόλις το άνοιξε δισταχτικά είδα τα ματάκια της να γίνονται τεράστια στη θέα της υπέροχης αυτής κούκλας και ένιωσα για πρώτη φορά αυτή τη γλύκα της προσφοράς που είναι ανεκτίμητη, αυτό το σκίρτημα που δεν περιγράφεται απλά νιώθεται! Ήταν πράγματι ένα δώρο ψυχής που η αξία του δεν μετριέται σε χρήμα αλλά μόνο με… ταχυκαρδίες, αυτές που προκαλεί η αυθόρμητη χαρά. Εκείνη τη χρονιά οι γονείς μου δεν μου πήραν κάποιο δώρο, ήθελαν μάλλον να με κάνουν να νιώσω τι σημαίνει προσφορά χωρίς επιβράβευση. Μα και εγώ κατάλαβα πως δεν είχα ανάγκη ένα ακόμα δώρο αφού το χαρούμενο βλέμμα της μικρής με το φθαρμένο πράσινο παλτουδάκι μου έφτανε, ήταν η δική μου ευτυχία. Αυτή η ανεκπλήρωτη επιθυμία ενός παιδιού για το «δώρο» των γιορτών που δεν θα μπορούσε ποτέ να αποκτήσει και όλα τα αναπάντητα «γιατί» να αιωρούνται στον αέρα θα με ακολουθούσαν για καιρό. Ευγνωμονώ τη τύχη μου που είχα για πατέρα έναν άνθρωπο που προσπάθησε από πολύ μικρή να με εξοπλίσει με «δώρα» καρδιάς, αυτά που δεν χάνονται ποτέ μέσα στο χρόνο, δεν μπερδεύουν μόνο φροντίζουν να μην υπάρξουν κενά δυσαναπλήρωτα, μονάχα αγάπη. Μου άρεσε αυτό το αίσθημα της αυθόρμητης χαράς και ήθελα να το ξανανιώσω. Με τον καιρό μου έγινε συνήθεια μέχρι που στη πορεία της ζωής μου, πολύ αργότερα, ανακάλυψα και άλλους δρόμους που οδηγούν εκεί αλλά και στην εσωτερική σου απελευθέρωση.

Βγήκα από το λήθαργο απότομα όταν ξαφνικά άκουσα ένα θόρυβο έξω στη βεράντα. Σηκώθηκα αργά και κόλλησα το πρόσωπο στο τζάμι. Φυσάει και κάνει κρύο απόψε. Ακόμα και από μέσα τα χνώτα μου έμοιαζαν να κρυσταλλώνουν στον αέρα. Πόσοι βρίσκονται άραγε απροστάτευτοι εκεί έξω, πόσα παιδιά χάνουν διαρκώς το παιδικό τους χαμόγελο σε αυτούς τους δύσκολους καιρούς που ζούμε, αναρωτήθηκα. Ρητορικό το ερώτημα, άμεση και η απάντηση. Πολλοί και τελειωμό δεν έχει η λίστα της δυστυχίας εκεί έξω. Πως γίναμε έτσι… έχουμε μπλεχτεί σε μια ζωή ακατανόητη. Χιόνι πυκνό έκρυψε τις ψυχές μας! Πως παγώνουν πλέον τόσο εύκολα όλα γύρω μας, ακόμα και το δάκρυ. Θλίψη βαθιά, αβάσταχτη, να περνά η ζωή και να μην τη νιώθεις, χιόνι που κάλυψε ακόμα και αυτά τα πιο όμορφα συναισθήματα, αυτά που μας διαφοροποιούν μεταξύ μας. Σκέφτομαι πως έρχονται Χριστούγεννα σε λίγες μέρες. Το δέντρο όμως φέτος θα το στολίσω μονάχα με ευχές, δίχως καν ένα τόσο δα πλουμιστό στολίδι. Θα τραβήξω ένα-ένα τα αστέρια του ουρανού για φώτα, να το τυλίξω ολόγυρα σαν γιρλάντα και θα καρφώσω πάνω του μοναχά ευχές και ένα αστέρι στην κορφή. Από αυτές που με έμαθε κάποτε ο πατέρας να νιώθω, να έχω ανάγκη και να προσφέρω απλόχερα για να γεμίζω ύστερα εγώ με αυτή την απροσποίητη χαρά…

Εύχομαι σε όλους μας ολόψυχα, να βγει ήλιος δυνατός φέτος και φως να απλωθεί πάνω στο χιόνι της θλίψης που πληγώνει και ακινητοποιεί. Να το λιώσει κι αυτό να γίνει νερό και να πλημμυρίσει παντού, να παρασύρει το φόβο που την προκαλεί αλλά και να σπάσει το σκληρό τσόφλι που μάζεψε ολόγυρά της η ψυχή μας. Να ξαναβρούμε πάλι τη λιακάδα μέσα μας, να νιώσουμε χαρά αυτές τις μέρες βάζοντας ευχές πάνω στο δέντρο και της δικής μας ψυχής αντί για μπάλες και μπιρμπιλωτά στολίδια, να προσφέρουμε «δώρα» σε αυτούς που το έχουν κυρίως ανάγκη, διακριτικά –ακόμα και νοερά- να κάνουμε από μια σκέψη καλύτερη φέτος, ένα γενναίο απολογισμό, μια βαθιά περισυλλογή. Να πετάξουμε από πάνω μας κάτι ξεχασμένα εσωτερικά ξεκαθαρίσματα που δεν έγιναν ποτέ και έχουν απομείνει να χάσκουν σαν κουφάρια μέσα μας ενώ αναζητούσαν απεγνωσμένα αλήθειες. Να δούμε τα «θέλω» μας, να μας αφουγκραστούμε και να βάλουμε επιτέλους άφοβα νέους στόχους, που ενώ στριφογύριζαν καιρό τώρα μέσα στο κεφάλι μας πού να βρούμε εμείς τάχαμου το χρόνο για να σκεφτούμε. Τώρα όμως οι συνθήκες μας βγάζουν την ανάγκη τους πιεστικά πια στην επιφάνεια και «αν θες κάνε κι αλλιώς». Πολλά μας βγάζουν τούτες οι μέρες. Ακόμα και αν κάποια από αυτά μπορεί να μας πονάνε, άστα να βγουν. Να ξέρεις πως χρήσιμα είναι τελικά… αφού ό,τι ξεριζώνεται από τη ρίζα, φόβοι, άκαμπτες ιδέες και πλήθος από αρνητικά συναισθήματα, αν καταφέρουμε να τα κατανοήσουμε… θα αρχίσουν αυτά να διαλύονται από μόνα τους σαν φούσκες. Την ίδια στιγμή όμως, εμείς θα αναγνωρίσουμε έτσι απλά την αυθόρμητη χαρά που υπάρχει μέσα μας, εκεί από όπου θα πρέπει πάντοτε να ψάχνουμε να βρούμε για να γεμίζουμε διαρκώς με δύναμη, ενέργεια και πάθος… ιδιότητες απαραίτητες στην αναζήτηση της προσωπικής μας ευτυχίας. Ας αρχίσουμε από σήμερα κιόλας, τούτη τη στιγμή, για… να κάνουμε «Χριστούγεννα» τη κάθε μας μέρα από εδώ και πέρα για μας και για τους άλλους. Να γίνουμε καλύτεροι άθρωποι!