Προσέγγιση: Βαγγέλης Κατσαμπούρης MBPsS
PhD Health Psychology researcher
Honorary assistant clinical psychologist
“Αντέχεις πραγματικά τη μοναξιά;”
“-Ό,τι κι αν είναι αυτό, πες μου τι συμβαίνει.
-Το σουέλ μού ‘βαλε μπελά στο μυαλό.
-Ποιος είναι ο πραγματικός λόγος που δε γυρίζεις;
-Η θάλασσα δεν με επιστρέφει.
-Τι γυρεύεις τώρα πια;
-Δεν έχω θέληση για στεριά.”
Κάποιους ανθρώπους τους γδέρνει καθημερινά η μοναξιά, όπως τον καπετάνιο στην θάλασσα ή αυτούς που τον περιμένουν. Έχουν μάθει να ζουν με αυτή. Την έχουν αποδεχτεί. Είτε επειδή έτσι τους τα ‘φερε η ζωή, είτε επειδή τη διάλεξαν από μόνοι τους. Αυτή η επιλογή συμβιβασμού δεν σημαίνει ότι δεν έχουν άλλους ανθρώπους στη ζωή τους ή άλλα ενδιαφέροντα. Απλά αρέσκονται ή συνήθισαν να περνούν πολύ χρόνο μόνοι τους. Και έμαθαν να αντέχουν αυτές τις ώρες απουσίας «του άλλου». Και στα εύκολα και στα δύσκολα.
Στη σημερινή εποχή έχει γίνει αρκετά της μόδας να υιοθετείται η φράση: «Εγώ; Τα ‘χω βρει με τον εαυτό μου». Όχι, φίλε μου! Και το όχι αυτό είναι κατηγορηματικό. Δεν τα έχεις βρει. Παπαγαλίζεις ό,τι ακούς χωρίς να το φιλτράρεις. Δεν έχεις ιδέα τι σημαίνει να είσαι μόνος, πραγματικά μόνος, να το αντέχεις, να το επιλέγεις και να σου αρέσει. Με λίγα λόγια να εγκολπώνεσαι ολοκληρωτικά τη μοναξιά, ή αλλιώς την «αξία» του ενός που αυτοκαθορίζεται και συλλαμβάνεται αφ’ εαυτού του. Αυτοί που επιλέγουν αρκετές ώρες μοναξιάς δεν πρέπει να χαρακτηρίζονται αυτόματα ως αντικοινωνικοί κι αντι-επικοινωνιακοί. Απλά ίσως προσπαθούν να διαχωρίσουν τον εαυτό τους από τους άλλους. Από την άλλη πλευρά, εσύ μπορεί και να μην είσαι τόσο επικοινωνιακός, νιώθεις μόνος επειδή δεν κεντρίζεις το ενδιαφέρον των άλλων ανθρώπων και σέρνεσαι από πίσω τους. Δεν εγκλωβίστηκες, όμως, τόσο εύκολα στο κάστρο της ηθελημένης μοναχικότητας.
Ο μοναχικός τύπος δεν είναι σαν κι εσένα. Είναι αυτάρκης και ανεξάρτητος. Και πάνω απ’ όλα, εκείνος τα έχει βρει με τον εαυτό του, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Εκείνος δε θα διστάσει να κάτσει μόνος του σε μία καφετέρια και να πιει τον καφέ του διαβάζοντας ένα βιβλίο, με αρκετά αδιάκριτα βλέμματα να τον κοιτούν περίεργα, να τον διαπερνούν τα δηκτικά τους σχόλια ότι η τρέλα του χτύπησε την πόρτα. Όπως, επίσης, δε θα δειλιάσει να πάει μόνος του σινεμά ή να βγει για ποτό. Ενδεχομένως μέσα στη μοναξιά του μπορεί να διεκδικήσει την ευκαιρία να γνωρίσει νέους, άγνωστους ανθρώπους. Εσύ όμως;
Το μόνο πρόβλημα με τη μοναξιά είναι ότι δε γνωρίζει από ηλικίες. Χτυπάει ανεξαρτήτως. Καραδοκεί οπλισμένη με υπομονή μέχρι να έρθει το βράδυ. Τότε ξεπετιέται ανεξέλεγκτη απ’ το σκοτάδι της ψυχής σου. Όσο καλά προετοιμασμένος κι αν είσαι, παρ’ όλο που έχεις ξαναζήσει τόσα και τόσα βράδια ξαπλωμένος ανάσκελα στο κρεβάτι σου, η δύναμη της ψυχής σου δε μπορεί να ανταπεξέλθει πάντοτε στον πόνο και στους προβληματισμούς που σε σκεπάζουν κοιτώντας το ταβάνι. Το ταβάνι βρίσκεται εκεί για να σου δείχνει το όριο, να σε πνίγει και να μη σε αφήνει να αναπνεύσεις. Βρίσκεται εκεί για να διαλύει τον καπνό από το στριφτό σου τσιγάρο, ενώ εσύ πνίγεις τη βουβαμάρα μέσα σε ποτήρια από αλκοόλ, διαβάζοντας ή ακούγοντας μουσική. Αλλά το ταβάνι το γνωρίζεις, ξέρεις ότι θα είναι εκεί, επειδή εσύ διάλεξες να μείνεις κάτω από αυτό. Ωστόσο, έχεις πάντα την εναλλακτική να ανοίξεις την πόρτα και να βγεις έξω να πάρεις καθαρό αέρα. Αντιθέτως, προτιμάς να μείνεις εσώκλειστος στο ασφαλές καβούκι σου και στις σκέψεις σου.
Τους ανθρώπους που έχουν επιλέξει ηθελημένα να είναι μόνοι τους να τους σέβεστε, να μην τους ενοχλείτε και να μην τους κατακρίνετε. Επειδή εκείνοι δεν κρίνουν εσάς. Τους αρέσει αυτό που ζουν, επειδή το αντέχουν. Οπότε, φίλε μου, ξανασκέψου· την αντέχεις πραγματικά τη μοναξιά; Κι αν ναι, ποια μοναξιά;
Ο χρόνος πλάθει μια λησμονιά για το καθετί. Οι δικές μου λησμονιές αργούν. Αντιστέκομαι.
Προσέγγιση: Μαριέτα Δημουλά
“Το Σουέλ της Λίτσας”
Σπασμένη νύχτα γιορτών, Χριστούγεννα 2007, με καλούσε ο Μορφέας, στα μάτια μου ανέβλυζαν λαμπιόνια θολά, στάζαν από τα δέντρα οι ευχές, ένα σίγουρο και καλύτερο έτος μας περίμενε ολόγιομο μπροστά μας. Σπασμένη νύχτα γιορτών, να ψαχουλεύω τους σταθμούς στο ραδιόφωνο του αυτοκινήτου, με είχαν κουράσει τα ντεσιμπέλ στο μπαρ, σκάλωσα σαν άκουσα τη φωνή του Τζουανόπουλου στην εκπομπή “Ζωντανή γραμμή με τους Έλληνες του κόσμου.”
Ακροατές από διάφορα μέρη της Ελλάδας και μη έπαιρναν τηλέφωνο να πάρουν μια δόση ζεστασιάς, μια πρέφα ελληνισμού, να ζητήσουν ένα τραγούδι που λαχταρούσαν. Εκείνη η εκπομπή, μπολιασμένη με τη θεότητα της εποχής μας· τη νοσταλγία, έμοιαζε σαν ένα ξεκομμένο νησί που κρατούσε καλά φυλαγμένη την έννοια της θαλπωρής και της αγάπης για αυτόν τον τόπο. Ώσπου ένας ναύτης, σπαρμένος κάπου στον κόλπο της Βεγγάλης, πήρε τηλέφωνο τον Τζουανόπουλο να ζητήσει ένα τραγούδι κρητικό, να τιμήσει τον τόπο του, κέρδισε -έλεγε- το φλουρί στη βασιλόπιτα που κόψανε στον πλοίο, πήρε δώρο 200 ευρώ από τον καπετάνιο. Μέχρι να φτάσω σπίτι, ένιωθα πως καβούρια τσίμπαγαν τα πόδια μου, κι ένα κύμα βουβό, ένα Σουέλ, με είχε λούσει και η αρμύρα είχε χωθεί στα νύχια μου.
Μέχρι σήμερα, αυτό το στιγμιότυπο, έχει αποτυπωθεί στη μνήμη μου, και κάθε φορά που χαζεύω το εξώφυλλο του βιβλίου της Ιωάννας Καρυστιάννη, “Σουέλ”, η εικόνα του νοσταλγού ναύτη στον Κόλπο της Βεγγάλης να λύνει τους κάβους στρογγυλοκάθεται σα σινεμασκόπ στο κεφάλι μου. Κι ύστερα θυμάμαι τη Λίτσα.
Η Λίτσα, ένας από τους πιο στιβαρούς αλλά και μινιμαλιστικούς χαρακτήρες σε βιβλίο, σκόρπιες αράδες, εμβόλιμα στις θαλασσοπεριπέτειες του πλοίου Athos III τα εννέα γράμματά της· ποιητικά γράμματα κομμώτριας που όμως ανέδιδαν τόση αγάπη. Αγάπη δίχως όρους, δίχως μπερδέματα και σφυρηλατημένες συμπεριφορές σε κοινωνικά καλούπια, η Λίτσα που αγαπούσε τον καπετάνιο της, καρποφορούσε με τη σιωπή τους κι ανθούσε με τα αγγίγματά του.
“Σ’ αγαπώ σημαίνει σε υπολογίζω.
Έρθεις δεν έρθεις, θα είμαι καλά.
Και να ‘σαι καλά, γυρίσεις δε γυρίσεις.”
Η Λίτσα που βίωνε τη δική της μοναξιά σαν ευλογία γιατί ο,τιδήποτε άλλο θα την απομάκρυνε από τη θύμηση εκείνου. Μια αντι-ηρωίδα καθ’ όλα όμως ηρωίδα της αγάπης που έκανε τη μοναξιά της σύμμαχο προσμένοντας καρτερικά και αγόγγυστα τον Καπετάνιο της αφήνοντας τη σφριγηλότητα της νιότης της να χαθεί, να γίνει λίπασμα για τον κήπο της όπου με μαεστρία περιποιούτανε σαν να ‘τανε παιδί της. Αλλά δεν παραπονιόταν. Από επιλογή, γιατί “χωρίς αυτόν δεν”, ζούσε μια ζωή πλημμυρισμένη από μπουκαμβίλιες, χτενίσματα γυναικών και τη θύμηση εκείνου μετατρέποντας τη ζωή της την ίδια σε ένα ποίημα παρόλο που η ίδια δεν μπορούσε να γράψει ούτε ένα.
Η αγάπη δεν είναι παζάρεμα και η Λίτσα το γνώριζε καλά. Γενναιόδωρη, υπέρμαχος της ανιδιοτέλειας, κρατούσε δυο μερόνυχτα στη χούφτα της μια φλούδα μήλου επειδή την άγγιξε εκείνος λίγο πριν φύγει για ταξίδι. Γυναίκα ανεξάρτητη, δυναμική και παρόλο το χαμηλό εκπαιδευτικό της υπόβαθρο, διέθετε τέτοια ποιότητα όπου κανείς συναντά μόνο σε βαθιά φιλοσοφημένους ανθρώπους.
Η Λίτσα γνώριζε καλά τί σημαίνει Σουέλ, εκείνο το βουβό κύμα μελαγχολίας που σε γραπώνει, που δύσκολα αναγνωρίζεις την προέλευση του αλλά σε παραλύει. Μέσα σε μια ζωή μοναχική όμως, η γυναίκα αυτή ήταν γεμάτη από αγάπη, περίμενε καρτερικά να περάσει το Σουέλ, να ποτίσει τα παρτέρια της έτσι ώστε να είναι όλα έτοιμα όταν θα έρθει εκείνος.
Η Λίτσα Τσιχλή ήταν ένας καθαρά αισιόδοξος χαρακτήρας βιβλίου, μια φωτεινή ύπαρξη.
Εξ’ άλλου, όπως έγραφε και η ίδια «Στη ζωή μου δεν ήθελα παρά να αγαπώ»
Συνοπτικά, το “Σουέλ” είναι ένα βιβλίο ύμνος για τη σιωπηλή αγάπη και τη σιωπηλή μοναξιά. Συναισθήματα που εμπερικλείουν τις περισσότερες φορές αξιοπρέπεια και ήθος. Σαν επιλογές, όμως, έχουν προέλθει από προηγούμενες επιλογές του ανθρώπου. Όπως ένα σουέλ, ένα κύμα βουβό, που σκάει “αναίτια” σε μια περιοχή και αφήνει έκπληκτους τους ναυτικούς να μαντεύουν σε πόσα μακρινά μίλια δημiουργήθηκε.
Συνήθως όταν επιλέγεις να αγαπάς σιωπηρά, ένα πέπλο μοναξιάς σε συνοδεύει. Γιατί η μοναξιά και η αγάπη δεν είναι συναισθήματα αμοιβαίως αποκλειόμενα. Ακόμα και όταν επιθυμείς να ζήσεις στη μοναξιά σου κι ας έχεις τριγύρω σου ανθρώπους που σε αγαπάνε. Ακόμα και όταν επιθυμείς να προσφέρεις απλόχερα κι ανιδιοτελώς την αγάπη σου, πάλι θα νιώσεις ένα πέπλο μοναξιάς να σε συνοδεύει. Γιατί δεν αποκλείουμε το γεγονός ότι αν αγαπάς και αγαπιέσαι, δε θα νιώσεις τη μοναξιά να σε κατακλύζει.
Θα κυμαίνεσαι όμως πάντα ανάμεσα στο φάσμα μοναξιάς – αγάπης.
Εσύ γνωρίζεις και επιλέγεις σε ποιο από τα δύο άκρα τείνεις περισσότερο.
Προτεινόμενη βιβλιογραφία
Καρυστιάνη, Ι. (2006). Σουέλ. Αθήνα, Εκδόσεις Καστανιώτης.
Gierveld, J. D. J. (1998). A review of loneliness: concept and definitions, determinants and consequences. Reviews in Clinical Gerontology, 8 (01), 73-80.
Peplau, L. A. (1982). Loneliness: A sourcebook of current theory, research, and therapy (Vol. 36). New Jersey: John Wiley & Sons Inc.