Κείμενο: Μανώλης Νικόλτσιος
Ασκούμενος Δικηγόρος
Ιστορίες μιας σελίδας, Σελίδα 5
Χρειαζόταν ένα νούμερο μικρότερο. Πίσω απ’ την κουρτίνα του δοκιμαστηρίου έψαχνε με αγωνία τα νούμερα στις ετικέτες, αλλά όλα ήταν πολύ μεγάλα για να τον χωρέσουν. Και το δοκιμαστήριο ήταν μεγάλο. Έκανε δυο βήματα και πήγε στο σωρό με τα δικά του ρούχα, ήλεγξε άλλη μια φορά το νούμερο που χρειαζόταν. Έβγαλε έξω το κεφάλι του. Η πωλήτρια έδειχνε κάτι κάλτσες σ’ ένα χοντρό χωρίς μαλλιά. Θα περίμενε, ο ίδιος να βγει δεν υπήρχε περίπτωση. Άσπρες κάλτσες. Για κανένα λόγο δε θα ‘βγαινε από το δοκιμαστήριο ενώ φορούσε άσπρες κάλτσες. Για την ακρίβεια δε θα ‘πρεπε να ‘χε βγει καν από το σπίτι του. Τώρα απλά ήταν αιχμάλωτός της κακής του επιλογής. Έβγαλε άλλη μια φορά το κεφάλι του. Ο χοντρός προφανώς είχε αποφασίσει να χτίσει γκαρνταρόμπα, γιατί τώρα του ‘δειχνε κάτι βρακιά. Άσπρα. Άσπρος ήταν κι ο λόγος που τον κρατούσε κλεισμένο στο δοκιμαστήριο. Σκέφτηκε τον εαυτό του γέρο, ξεχασμένο στο δοκιμαστήριο για δεκαετίες. Τότε δε θα ‘ταν άσπρες μόνο οι κάλτσες του, αλλά και τα μαλλιά του. Ενώ αν του ‘χε μείνει κανά δόντι, αυτό θα ‘ταν κίτρινο. Αηδίασε στη σκέψη. Θα την φώναζε. Ναι, αυτό θα έκανε. Ξανάβγαλε το κεφάλι του. Το ξανάβαλε μέσα. Δεν μπορούσε να πιστέψει ότι ο χοντρός ερχόταν κατά το μέρος του κρατώντας μποξεράκια με κινούμενα σχέδια. Έπιασε με μανία την κουρτίνα στις άκρες να μην τολμήσει να αμφιβάλλει ότι το δοκιμαστήριό του ήταν κατειλημμένο. Είδε τη σκιά να πλησιάζει σαν ένα τεράστιο εμπόδιο με το εξωτερικό φως. Σταμάτησε μπροστά απ’ την κουρτίνα, φάνηκε να κουνιέται και μετά έκανε στροφή και πήγε προς το διπλανό. Ανακουφίστηκε. Όχι. Οι κάλτσες του εξείχαν κάτω απ’ την κουρτίνα.