Κείμενο: Αλίκη Κατσαρού


Κατάλαβα τι σου συμβαίνει από την πρώτη στιγμή που το κατάλαβες και εσύ. Ας μην μίλησα. Παρατηρούσα.

Όταν πήγες στο λύκειο ήμουν πλέον σίγουρη.

Ο πατέρας σου δε μίλησε ποτέ ανοιχτά. Ρωτούσε πότε-πότε αν ξέρω πού πάτε με την παρέα σου όταν βγαίνεις τα βράδια, αν ξέρω το κορίτσι σου, αν κουβεντιάζουμε παραπάνω.

«Όλα θαυμάσια είναι» του έλεγα, και ο κόμπος με έπνιγε.

«Δε βλέπεις; Άριστος είναι, το Πολυτεχνείο σίγουρο το έχει, κιθάρα παίζει, στ’ αγγλικά πήρε το Proficiency. Τι ρωτάς; Αφού το βλέπεις το παιδί», απαντούσα και θυμάμαι πάντα έπινα νερό μετά από κάθε τέτοια συζήτηση, μήπως και καταπιώ τον κόμπο που μου έκλεινε το λαιμό.

Ήξερα και ήξερες.

Ντρεπόσουν, μα δεν ντρεπόμουν καθόλου. Φοβόμουν. Την αντίδραση του πατέρα σου. Μα πιο πολύ φοβόμουν τους άλλους. Τους άγνωστους άλλους που χωρίς ονοματεπώνυμο διαφεντεύουν τις ζωές μας στην επαρχία.

Όταν έφυγες για σπουδές χάρηκα τόσο πολύ.

Ευχόμουν να χτίσεις τη ζωή που ονειρεύεσαι στη μεγάλη πόλη. Ακόμα και να φύγεις στο εξωτερικό ευχόμουν, αρκεί να μπορείς αν αισθάνεσαι ελεύθερος, ζωντανός αληθινός.

Δεν ευχόμουν όμως να μην ξανάρθεις ποτέ στο σπίτι μας.

Δε θέλω να μάθω. Μόνο φαντάζομαι πόσο σε πλήγωσαν κάποιοι άνθρωποι εδώ. Αλλιώς θα ερχόσουν πού και πού στις διακοπές σου. Μα… φαντάζομαι.

Στις οικογένειες τις δικές μας, τις ελληνικές, δεν έχουμε μάθει να λέμε ‘σ’ αγαπώ’. Έχω όμως τόσο μεγάλη ανάγκη να σου πω ότι σε αγαπώ. Σε αγαπώ διπλά. Από την ημέρα που κατάλαβα, σε αγαπώ διπλά.

Και θέλω να είσαι ευτυχισμένος.

Με τον άντρα που αγαπάς. Ελπίζω ν’ αγαπάς κάποιον. Κάποιον που σ’ αγαπά.

Κι ακόμα ότι δεν έρχεσαι στην πόλη μας, το καταλαβαίνω.

Εύχομαι να είμαι γερή, να μπορώ να έρχομαι εγώ να σε βρίσκω.

Εύχομαι ακόμα, να βρεις μεγάλη αγάπη, για όταν η δική μου, η διπλή θα φύγει μαζί μου και δεν αντέχω να σε σκέφτομαι μονάχο, γιε μου.