Άρθρο: Δημήτρης Βαγενάς
Ψυχολόγος


«Μ’ αρέσουν πάρα πολύ οι όπερες του Βάγκνερ: είναι τόσο θορυβώδεις που μπορείς να μιλάς καθ’ όλη τη διάρκεια της παράστασης, χωρίς να ενοχλείς κανέναν»
Όσκαρ Ουάιλντ

Για κάποιους αποτελεί έναν ακόμα συνθέτη κλασσικής μουσικής που γνωρίζουν μονάχα ονομαστικά, γι’ άλλους τ’ όνομά του είναι συνώνυμο της όπερας, ενώ μερικοί τον μνημονεύουν μόνο για ν’ αναφερθούν στη σχέση του με το Χίτλερ, παρότι ο  μεγάλος δημιουργός πέθανε προτού καν γεννηθεί ο Φύρερ. Σε κάθε περίπτωση, ο Ρίχαρντ Βάγκνερ (1813 – 1883) ανήκει στους ανθρώπους που δικαίως αποκαλούμε «αθάνατους», όσο κλισέ κι αν είναι ένας τέτοιος χαρακτηρισμός, αφού οι όπερές του παίζονται ξανά και ξανά στα μεγαλύτερα θέατρα όλου του κόσμου, με τις περισσότερες παραστάσεις να είναι sold out ακόμα και στην Ελλάδα που, φαινομενικά τουλάχιστον, δεν είμαστε ιδιαίτερα εξοικειωμένοι με αυτού του είδους τη μουσική. Ωστόσο, αυτό φαίνεται να μην έχει μεγάλη σημασία, αφού τα έργα του μπορούν να εντυπωσιάσουν ακόμα και τους αμύητους θεατές: οι ιστορίες του είναι πλημμυρισμένες με ιππότες, πριγκίπισσες, μαγικά φίλτρα, μάχες και Θεούς της Σκανδιναβικής μυθολογίας, ενώ στα θέματά του περιλαμβάνονται ο έρωτας, η προδοσία, το μίσος κι η αιμομιξία. Τα σκοτεινά αυτά θέματα, σε συνδυασμό με τις επικές κι υποβλητικές του μελωδίες, έχουν κεντρίσει το ενδιαφέρον διάφορων μελετητών, με ορισμένους να έχουν οδηγηθεί στο συμπέρασμα πως η μουσική του Βάγκνερ μπορεί ν’ αποβεί καταστροφική για την ψυχική υγεία.

Πηγαίνοντας πίσω στο 1865, όπου έγινε η πρεμιέρα της περίφημης όπερας «Τριστάνος και Ιζόλδη», δεν μπορούμε να μην αναφερθούμε στη λιποθυμία του Βέλγου συνθέτη Guillaume Lekeu κατά τη διάρκεια της παράστασης, ο οποίος αναγκάστηκε να μεταφερθεί έξω απ’ το χώρο του θεάτρου, και στην ψυχική κατάρρευση του βασιλιά Λουδοβίκου Β’ της Βαυαρίας. Άξιο λόγου είναι επίσης το γεγονός πως ο μουσικός Edmund Pfühl αρνήθηκε να παίξει αποσπάσματα του έργου, λέγοντας πως αυτό δεν είναι μουσική, αλλά βλασφημία, χάος και παραφροσύνη, επικυρώνοντας τις απόψεις των περισσότερων κριτικών, σύμφωνα με τις οποίες ο «Τριστάνος και η Ιζόλδη» έχουν ουρλιαχτά κι αγκομαχητά, αντί για νότες.  Ο πρώτος ερμηνευτής του Τριστάνου, Ludwig Schnorr von Carolsfeld, φαίνεται να ήταν κι ένα από τα πρώτα «θύματα» της βαγκνερικής μουσικής, καθώς πέθανε λίγο μετά την πρεμιέρα του έργου έχοντας παραισθήσεις και παραληρητικές ιδέες, όπως κι ένας άλλος ερμηνευτής, ο Aloys Ander, που τελικά απεβίωσε στο ψυχιατρείο. Αν αναλογιστούμε μάλιστα και την καταγεγραμμένη περίπτωση ψυχικά ασθενούς που είχε βαγκνερικές ακουστικές ψευδαισθήσεις, δεν πρέπει να ξαφνιαζόμαστε που διακεκριμένοι γιατροί εκείνης της εποχής είχαν καταλήξει στο συμπέρασμα πως οι όπερες του Βάγκνερ επηρεάζουν αρνητικά την ψυχική υγεία, με το Γερμανό ψυχίατρο Jacob van Deventer να δηλώνει, μόλις οχτώ χρόνια μετά το θάνατο του δημιουργού, πως πολλοί άνθρωποι που πάσχουν από ψυχικές ασθένειες είναι φανατικοί θαυμαστές του Βάγκνερ.

Σ’ αυτό το συμπέρασμα δεν οδηγήθηκαν μόνο απ’ τα ιδιαίτερα θέματα των έργων του, αλλά και απ’ την ίδια τη φύση της μουσικής του. Ιδιαίτερα στην όπερα «Τριστάνος και Ιζόλδη» οι μελωδίες είναι τόσο ασυνήθιστες που οι ερμηνευτές και οι μουσικοί δυσκολεύονταν να συντονιστούν, με αποτέλεσμα πολλοί να υποστηρίξουν πως το εν λόγω έργο έχει μία έλλειψη ρυθμού σχεδόν παθολογική, και πως η ομαλότητα και η υγεία χαρακτηρίζονται από ρυθμό, σε αντίθεση με τις ασθένειες που χαρακτηρίζονται από αρρυθμία. Για όλους αυτούς τους λόγους, οι γυναίκες αποθαρρύνονταν να παρακολουθούν τις όπερες του Βάγκνερ και να παίζουν τις μελωδίες του στο πιάνο, καθώς επικρατούσε η άποψη πως τα έργα του ήταν ικανά να τούς γεννήσουν απαγορευμένες ερωτικές επιθυμίες και να προκαλέσουν συμπτώματα υστερίας και μελαγχολίας. Υπήρχε μάλιστα μια περίοδος που η βαγκνερική μουσική θεωρούταν τόσο επικίνδυνη για τις γυναίκες όσο ο αλκοολισμός για τους άντρες, ενώ ο πρωτοπόρος της Ψυχοθεραπείας Γκεστάλτ, Christian von Ehrenfels, είχε φτάσει στο σημείο να υποστηρίξει πως η μουσική του Τριστάνου είναι ικανή να προκαλέσει οργασμό.

Στις μέρες μας αυξάνονται συνεχώς οι μελέτες που υποστηρίζουν πως ο μεγάλος δημιουργός έπασχε από διπολική διαταραχή, ενώ αξίζει να σημειωθεί πως λίγα χρόνια πριν η παράσταση «Τανχόιζερ» προκάλεσε θύελλα αντιδράσεων στη Γερμανία, με το μεγαλύτερο μέρος του κοινού ν’ αποχωρεί απ’ το θέατρο σοκαρισμένο και με κάποιους θεατές ν’ αναζητούν ιατρική φροντίδα. Αυτό βέβαια συνέβη επειδή το έργο διασκευάστηκε κι ο χρόνος δράσης του μεταφέρθηκε στη ναζιστική Γερμανία, ενώ ο «Τανχόιζερ» είχε γραφτεί σχεδόν έναν αιώνα πριν απ’ το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο κι εκτυλίσσεται στο Μεσαίωνα, το γεγονός είναι πάντως πως ακόμα και σήμερα μια όπερα του Βάγκνερ κατάφερε να σοκάρει και να πανικοβάλει ορισμένους θεατές.

Δυο αιώνες μετά τη γέννησή του λοιπόν, ο ιδιαίτερος αυτός δημιουργός εξακολουθεί να προκαλεί περίεργες αντιδράσεις και να παρακινεί τους επιστήμονες ν’ ασχοληθούν μαζί του. Παρόλα αυτά, αρκετά άρθρα στερούνται επιστημονικής εγκυρότητας και οι διάφοροι μύθοι γύρω απ’ τ’ όνομά του συχνά μας αποπροσανατολίζουν, κάνοντάς μας ν’ ασχολούμαστε περισσότερο με τη ζωή του, παρά με το έργο του.


Προτεινόμενη βιβλιογραφία

Connolly, K. (2013). A disease called Richard? Wagner as mental health menacetheguardian.com/music

Connolly. C. (2013). Nazi-themed Wagner opera pulled after walkouts. wagner-opera-pulled-walkouts

Spice, N. (2013). Is Wagner bad for us? is-wagner-bad-for-us