Ποίημα: Χρήστος Γκαραβέλας


Και στην κιβωτό ανέβηκα

μαζί με όλους που στον κόσμο θέλανε να μείνουν

σαν μια τελευταία ελπίδα

Ένα πλοίο γεμάτο ανθρώπους

που απ’ τη θάλασσα θέλουν να σωθούν

Μια παραλλαγμένη μορφή του Νώε

σαν ηγετική μορφή μπροστά μας εμφανίστηκε

«Ακόμα και η κιβωτός μπορεί να ναυαγήσει»

μας είπε κάτω από τα σφραγισμένα λόγια του

και την ανασφάλειά μας επικύρωσε

Και τα κύματα την κιβωτό χτυπούσαν

όπως η μοίρα τα όνειρά μας

και στο πουθενά μας οδηγούσαν

κι ο Νώε με την χαλασμένη πυξίδα

μπροστά μας καθοδηγούσε

Με μάτια που δεν βλέπουν

στα μάτια μάς κοίταζε

Και με χέρια που δεν νιώθουν

μας άγγιζε

Ψηλά στον ουρανό

τον ανύπαρκτο θεό κοιτούσε

Την όμορφη ελπίδα μια βραδιά

 στα αγριεμένα κύματα είδα

«Τον κόσμο αυτόν βαρέθηκα» μου είπε

και με μια κίνηση

όλη της την ύπαρξη έριξε μέσα στα κύματα

και τα δάκρυά της άφησε να πετάξουν μακριά

σαν δυο λευκά περιστέρια που μες στον άνεμο πετούν

απελευθερωμένα απ’ το κλουβί τους

Σαν ένα κομμάτι φωτιάς

που μέσα στη θάλασσα σιγοσβήνει

και σιγά σιγά πεθαίνει

Εγώ πλέον κενός

σαν ένα κουκούλι που την πεταλούδα του έχει χάσει

Αλλά στην κιβωτό θα παραμείνω

και στο ίδιο σημείο

θα περιμένω να δω

το γαλανό ουρανό

τα μαύρα σύννεφα να σπάσουν

και δυο λευκά περιστέρια κοντά μου να πετάξουν

…………………………………………………………………………..

Ίσως να τρέφομαι με σπασμένα όνειρα

αλλά και πάλι

κι αυτός δεν είναι ένας τρόπος για να επιβιώσει κανείς;