Άρθρο: Ευθύμης Μαυρεπής
Φοιτητής Ιστορίας και Αρχαιολογίας/ Ιστορίας της Τέχνης
Επιμέλεια: Mαρία Κασσεροπούλου
Φιλόλογος
“Δεν νομίζω ότι η ομοφυλοφιλία είναι επιλογή. Η κοινωνία σε εξαναγκάζει να πιστέψεις ότι είναι επιλογή αλλά στην πραγματικότητα είναι επιλογή της φύσης. Η επιλογή έγκειται στο αν εκφράζει κανείς τη φύση του αληθινά ή αν περνάει τη ζωή του λέγοντας ψέματα γι’ αυτό.”
–Marlo Thomas
Ανά την υφήλιο, οι Έλληνες φημίζονται για τα αναλλοίωτα και διαχρονικά έργα τέχνης. Αν λοιπόν είμαστε σε θέση να προβάλλουμε και να αξιοποιούμε τα πολιτιστικά μας αγαθά, τότε πρέπει να είμαστε και σε θέση να κατανοούμε εις βάθος το μεγαλείο και την σημασία των πανανθρώπινων και οικουμενικών αξιών και ιδεών του πολιτισμού μας. Η δημοκρατία, η αρχή ενός κράτος-δικαίου, η αυτοδιάθεση, η ισοπολιτεία και η ισονομία αποτελούν βασικούς πυλώνες, με βάση τους οποίους θεμελιώθηκε το οικοδόμημα του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού. Με αφορμή το σύμφωνο συμβίωσης των ομόφυλων ζευγαριών, μιας συζήτησης που είχε ξεκινήσει το προηγούμενο διάστημα και ολοκληρώθηκε με την κοινοβουλευτική διαδικασία, ανέκυψε μια πληθώρα ζητημάτων προάσπισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Θα πρέπει λοιπόν να προσμετρήσουμε και σε αυτή την περίπτωση τις ιστορικές μας αναλογίες με το απώτερο παρελθόν ώστε το ζήτημα να μην αφορά μόνο την γραφειοκρατική διευθέτηση μιας, επί της ουσίας, νομικής πράξης αλλά να θέτει και ζήτημα «κρίσης» του πολιτισμού μας. Εφόσον πλέον το σύμφωνο συμβίωσης κατοχυρώθηκε συνταγματικά, είναι καιρός να ξεκινήσει μια νέα συζήτηση.
Ας αφήσουμε κατά μέρους τα νομικά και ας περάσουμε στο γνώριμο, και συνάμα οικείο για μένα θα πρόσθετα, χώρο της ιστορίας. Σύμφωνα με την έρευνά μου, η ομοφυλοφιλία έχει διαρκή και εντεταμένη παρουσία στην μακραίωνη ιστορική μας πραγματικότητα. Σύμφωνα με τον K. J. Dover:
« ο αρχαίος ελληνικός κόσμος είχε την ικανότητα να παραδέχεται την εναλλαγή των ομοφυλοφιλικών και ετεροφυλοφιλικών προτιμήσεων στο ίδιο άτομο. Άφηνε να εννοηθεί ότι μια παρόμοια εναλλαγή ή συνύπαρξη δεν δημιουργούσε προβλήματα στο άτομο ή στην κοινωνία. Η γλώσσα των αρχαίων Ελλήνων μάλιστα, δεν είχε την αναλογία του αγγλικού όρου Homosexual (που είναι σύγχρονη), ενώ δεν διαχώριζε τις ομοφυλοφιλικές και τις ετεροφυλοφιλικές σεξουαλικότητες. Στην πραγματικότητα πίστευαν, πως όλοι αντιδρούν σε διαφορετικές στιγμές, σε ομοφυλοφιλικά και ετεροφυλικά ερεθίσματα. Επιπλέον, ότι ήταν δυνατό κάποιος άνδρας να έρθει τόσο σε ενεργητική όσο και σε παθητική σεξουαλική επαφή, σε διάφορα στάδια της ζωής του. Ο ελληνικός πολιτισμός μάλιστα, έδειχνε κατανόηση στην ελεύθερη έκφραση των ομοφυλοφιλικών επιθυμιών με «λόγια» και με «πράξεις» και απόλαυε τη , χωρίς αναστολές, χρήση ομοφυλοφιλικών θεμάτων, στην λογοτεχνία και τις εικαστικές τέχνες. Υπάρχει αφθονία θεμάτων ασυγκάλυπτης ομοφυλοφιλίας σε έργα αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων/ φιλοσόφων και ζωγράφων, ενώ πως θα ήταν δυνατόν να μην αναφέρουμε, την συγκεκαλυμμένη ομοφυλόφιλη τάση του αρχαιοελληνικού θεάτρου, που άντρες ενσάρκωναν γυναικείους ρόλους[…] ».
Η σύγχρονη μελέτη των Gender Studies και του φεμινιστικού κινήματος έχει καταστήσει σαφές πως το αρχαιοελληνικό θέατρo υπήρξε προδρομική μορφή των διεμφυλικών θεαμάτων ( Drag Show), υπόθεση που ενισχύεται από τις παραστάσεις ομοφυλοφιλικών θεμάτων και συμποσίων σε αγγεία. Κοινωνικές εκδηλώσεις δηλαδή που παρευρίσκονταν μόνο άντρες, συνθήκη που όπως είναι φυσικό υποβοηθούσε τις μεταξύ τους συνευρέσεις. Με βάση τα παραπάνω είναι ασφαλές να συμπεράνουμε πως η έκδηλη ομοφυλοφιλία ήταν διαδεδομένη ήδη από τις αρχές του 6ου π. Χ. αιώνα.
Στη συνέχεια ας επικεντρωθούμε στην επιλογή συγκεκριμένων λέξεων στην ιστορία για να περιγράψουμε τις ομοφυλοφιλικές συμπεριφορές των αρχαίων Ελλήνων: προτιμήσεις, ερεθίσματα, εναλλαγή ενεργητικού και παθητικού ρόλου, επιθυμίες. Οι λέξεις αυτές δεν πρέπει ωστόσο να παρεξηγηθούν ή να δημιουργήσουν συγχύσεις όσον αφορά την άποψη ότι η αρχαία ελληνική κοινωνία υπήρξε πολύ πιο προοδευτική στο ζήτημα αποδοχής της ομοφυλοφιλίας συγκριτικά με την σύγχρονη Ελλάδα. Η σύγχρονη επιστήμη απεφάνθη πως η ομοφυλοφιλία αποτελεί γενετήσιο σεξουαλικό προσανατολισμό ενώ όροι που αποδίδουν στην ομοφυλοφιλία χαρακτήρα «σεξουαλικής προτίμησης» είναι άτοποι και ανεδαφικοί. Ωστόσο η ομοφυλοφιλία στην αρχαία Ελλάδα, που επαναλαμβάνω ως λέξη φαντάζει εξόφθαλμος αναχρονισμός, δεν ήταν δυνατόν να μελετηθεί επιστημονικά, κοινωνιολογικά ή ψυχολογικά. Για τον λόγο αυτό, είναι δόκιμο να χρησιμοποιούμε λέξεις όπως επιθυμία ή προτίμηση, που προσδιορίζουν αποκλειστικά και μόνο την αρχαία ελληνική αντίληψη γύρω από την ομοφυλοφιλία. Εξάλλου η ομοφυλοφιλική σεξουαλικότητα αναφέρεται στις διαφορές πηγές ως «επιθυμία» ή «προτίμηση». Μόνο έτσι μπορούμε να κατανοήσουμε και να προσεγγίσουμε πιστά την άποψη των αρχαίων Ελλήνων σχετικά με το «φαινόμενο της ομοφυλοφιλίας». Θα πρέπει να δοθεί έμφαση στη λέξη «φαινόμενο», γιατί στο παρόν άρθρο εξετάζουμε την ομοφυλοφιλία ως κοινωνικό φαινόμενο ή αν θέλετε καλύτερα, προσεγγίζουμε την κοινωνιολογική της διάσταση. Σε καμία περίπτωση δεν μας ενδιαφέρει να ασχοληθούμε με τα επιστημονικά συμπεράσματα (ιατρικής, ψυχολογίας κλπ) που αφορούν την ομοφυλοφιλία.
Ο Αριστοτέλης εκφράζει για την ανθρώπινη φύση, την απαλλαγμένη από κάθε ηθική εκτίμηση κρίση για την ομοφυλοφιλία τα εξής: « Όταν αιτία είναι η φύση, κανείς δεν θα ονόμαζε αυτά τα άτομα ανήθικα, όπως δεν ονομάζει ανήθικες τις γυναίκες επειδή έχουν παθητικό και όχι ενεργητικό ρόλο κατά την ερωτική συνομιλία. (Ηθικά Νικομάχεια, 7, 5, 3).» Ο Μισέλ Φουκώ στο βιβλίο του L’ usage de plaisir (κεφάλαιο ΙV, 1), έχοντας μελετήσει βιβλία ιστορικών σχετικά με τα ήθη των αρχαίων, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η οροθετική, ηθική γραμμή στην Ελλάδα δεν περνούσε ανάμεσα στους ομοφυλόφιλους και τους ετεροφυλόφιλους αλλά ανάμεσα στους εγκρατείς και τους έκφυλους. Η έλλειψη αυτοσυγκράτησης απέναντι στα αγόρια δεν ήταν περισσότερο σοβαρή από το να ενδίδεις στα θέλγητρα μιας γυναίκας. Αντίστροφα, προκειμένου να εγκωμιάσουν την εγκράτεια ενός άντρα, υπογράμμιζαν ότι ήταν ικανός να απέχει τόσο από τα αγόρια όσο κι από τις γυναίκες.
Η άποψη των αρχαίων Ελλήνων, οι οποίοι θεωρούσαν την ομοφυλοφιλία ως επιλογή ή εναλλαγή ρόλου διέφερε κατά πολύ από την άποψη των σύγχρονων ομοαρνητικών ή ομοφοβικών. Η διαφορά συνίσταται στα εξής:
(α) Οι αρχαίοι Έλληνες δεν είχαν μελετήσει επιστημονικά την ομοφυλοφιλική σεξουαλικότητα. Επιπλέον δεν είχαν λάβει υπόψη τους τα συμπεράσματα ερευνών της βιολογίας, της ιατρικής και της ψυχιατρικής, αναφορικά με την ομοφυλοφιλία. Οι όροι «επιλογή» ή «επιθυμία», που προσδίδουν στις ομοφυλοφιλικές σχέσεις, οφείλονται σε άγνοια. Από την άλλη πλευρά, στην σημερινή εποχή το επιχείρημα κάθε ομοαρνητικού ή ομοφοβικού ατόμου αναιρείται από την ίδια την επιστήμη και δεν έχει λογική βάση. Εν τούτοις, η παραδοχή της ομοφυλοφιλίας ως επιλογής από τους αρχαίους Έλληνες πιθανόν να λειτουργούσε ευεργετικά. Στο πλαίσιο της αυτοδιάθεσης κάθε ενήλικου ελευθέρου πολίτη, του αναγνωριζόταν η σεξουαλική ελευθερία και το δικαίωμα να επιλέγει αυτοβούλως κάθε σεξουαλική του συνεύρεση, χωρίς να στιγματίζεται από ηθικές προσταγές και κοινωνικά ταμπού. Στην αρχαία Αθήνα, η ομοφυλοφιλία αποτελούσε συστατικό του «παιδαγωγικού έρωτος», κατά τον οποίο ο δάσκαλος δεν είχε μόνο πνευματικό ενδιαφέρον για το μαθητή. Διαδεδομένη είναι και η αντίληψη ότι οι Αθηναίοι μεγαλύτερης ηλικίας πήγαιναν στα γυμναστήρια, όπου οι έφηβοι γυμνάζονταν γυμνοί (εξού και η λέξη), για να τους θαυμάσουν και να βρουν εραστές. Στο σημείο αυτό, καλούμαστε να αποσαφηνίσουμε πως ο όρος «εραστές» αφορά κυρίως συναισθηματικούς/ πνευματικούς δεσμούς. Στη Σπάρτη και στις δωρικές κοινωνίες , η ομοφυλοφιλία θεωρούνταν τμήμα της ζωής των στρατιωτών και αναπόσπαστο τμήμα της κοινοτικής ζωής. Ο Αριστοφάνης χαρακτηρίζει «φυσική αναγκαιότητα» την ομοφυλόφιλη επιθυμία, τοποθετώντας την δίπλα στην ετεροφυλόφιλη επιθυμία, δηλαδή την επιθυμία να φάμε, να πιούμε, να γελάσουμε (Νεφέλες, 1075). Ο Ευριπίδης δεν βρίσκει καλύτερο τρόπο να δικαιολογήσει τον Λάιο που απήγαγε τον νεαρό Χρύσιππο από εξής χαρακτηριστικά λόγια: «Τα υπολόγισα όλα, αλλά η φύση με ανάγκασε να το κάνω.» (Απόσπασμα, 840)
(β) Αν και οι αρχαίοι Έλληνες δεν γνώριζαν τα σύγχρονα επιστημονικά συμπεράσματα, μολαταύτα αποδέχονταν τους ομοφυλόφιλους στο κοινωνικό πλαίσιο και όχι μόνο σε επίπεδο ανεκτικότητας. Οι ίδιοι θεωρούσαν τις ομοφυλόφιλες συμπεριφορές ως αποδεκτά φυσιολογικές, που απορρέουν από την εναλλαγή ενεργητικού και παθητικού σεξουαλικού ρόλου στα διάφορα στάδια ζωής του ανθρώπου. Ωστόσο κάτω από αυτές τις συνθήκες και με αυτά τα δεδομένα, η ομοφυλοφιλία θεωρούνταν φυσιολογική. Άνδρες με ομοφυλόφιλες σεξουαλικές συμπεριφορές δεν αποκλείονταν κοινωνικά, δεν στιγματιζόταν και προφανώς έχαιραν κάθε δικαιώματος. Σήμερα παρατηρούμε συνήθως σεξουαλική μονομέρεια και προσανατολισμό προς μια κατεύθυνση (ομοφυλοφιλική ή ετεροφυλοφιλική). Ο σύγχρονος ομοφοβικός ή ομοαρνητικός στην καλύτερη περίπτωση βρίσκεται στο «στάδιο της ανοχής» ενώ στην χειρότερη προβαίνει σε ρητορικές μίσους ή ακόμα και βίαιες πρακτικές. Με άλλα λόγια, η άποψη του περί της ομοφυλοφιλίας συνοψίζεται ως εξής: «Δεν με νοιάζει τι κάνεις στο κρεβάτι σου, αρκεί να μην το δείχνεις». Η άποψη αυτή είναι αναχρονιστική και απέχει κατά πολύ από την προηγμένη αρχαία ελληνική κοινωνία ( κυρίως δε την αθηναϊκή, που αποτελούσε λίκνο του αρχαίου πολιτισμού). Η Αθήνα αναγνώριζε στους ομοφυλόφιλους την αυτοδιάθεση να εκφράζουν ελεύθερα την σεξουαλικότητα τους στα συμπόσια. Τα συμπόσια ήταν μια επίσημη κοινωνική εκδήλωση, στα οποία συμμετείχαν κατά αποκλειστικότητα άνδρες καθώς και εταίρες. Για να ενισχύσω ακόμα πιο πολύ το επιχείρημα μου, θα αναφέρω πως παραστάσεις ομοφυλοφιλικών θεμάτων σε αγγεία ήταν ευρέως διαδεδομένες. Τα αγγεία είχαν δημόσιο αντίκρισμα και κυκλοφορούσαν εκτεταμένα στον καθημερινό βίο. Επιπλέον, είχαν περίοπτη θέση σε δημόσιους χώρους, ναούς και δημόσια κτήρια. Σε σύγκριση με την σύγχρονη εποχή, είναι χρήσιμο να παραπέμψω στην πουριτανική ή προκατειλημμένη στάση των ΜΜΕ, που συχνά λογοκρίνουν τα ομοφυλόφιλα θέματα ή θεάματα, ώστε να μην προβάλλονται. Ακόμα δε και όταν τα παρουσιάζουν, αρέσκονται σε γραφικές ή τετριμμένες απεικονίσεις, στερεοτυπικά κατάλοιπα ή εμπορευματοποιημένους χαρακτήρες- καρικατούρες.
(γ) Στη σημερινή εποχή είναι σημαντικό να κατανοήσουμε πως οι ομοφυλοφιλικές σχέσεις πρέπει να εναρμονίζονται με τις κοινωνικές μας συνθήκες ενώ το ζήτημα περιπλέκεται όταν στην επίσημη πολιτεία ανακύπτουν θρησκευτικά/ εκκλησιαστικά κωλύματα. Είναι γνωστό πως το αρχαίο ελληνικό δωδεκάθεο δεν είχε δόγμα. Συνεπώς ούτε θεσμοθετημένες οδηγίες» για το πώς πρέπει το οργανωμένο κράτος να «παράγει καλούς πιστούς». Είναι αλήθεια είναι πως ούτε στον αρχαίο κόσμο ήταν δεκτοί οι δεσμοί μεταξύ των ομοφυλοφίλων αλλά αυτό δεν προέκυπτε από κάποια ηθική υποταγή στο θείο ή ανάμειξη του ιερατείου στα δημόσια πράγματα. Ως εκ τούτου, είναι ασφαλές να συμπεράνουμε πως μολονότι δεν υπήρχε κάποιο κώλυμα που να παρεμποδίζει την θεσμοθέτηση της συμβίωσης ομόφυλων ζευγαριών με νόμους της πολιτείας, ούτε κάποιο θεολογικό πρόβλημα, οι αρχαίοι Έλληνες, που οι ίδιοι διαμόρφωναν το θεσμικό πλαίσιο της πόλης-κράτους τους, δεν ένιωσαν ποτέ την ανάγκη να ψηφίσουν κάποιο νομοθέτημα που να προβλέπει τον κοινό βίο ομοφυλόφιλων ανδρών ή γυναικών. Αυτό όμως δεν σημαίνει πως τους απαγορευόταν από κάποιο επίσημο θεσμό. Λογικά συμπεραίνουμε ότι ποτέ δεν θεώρησαν πως υπάρχει τέτοιο αίτημα. Εξάλλου η αποδοχή των ομοφυλόφιλων στο κοινωνικό γίγνεσθαι της εποχής ήταν μεγάλη. Άρα δεν υπήρχε η ανάγκη προστασίας ή αποδοχής τους μέσω μιας «συμβολικής» πράξης αμοιβαίας συμβίωσης. Σύμφωνα λοιπόν με το επιχείρημα μας, το «φαινόμενο» της ομοφυλοφιλίας είναι και κοινωνικό, που θα πρέπει να εναρμονίζετε με τις συνθήκες της εκάστοτε κοινωνίας, η πλήρης αποδοχή, η ποινικοποίηση του στιγματισμού και της ομοφοβικής βίας καθώς και η συνταγματική αναγνώριση του οικογενειακού βίου των ομόφυλων ζευγαριών είναι «αίτημα» των καιρών μας. Μπορεί στην αρχαία Ελλάδα να μην συναντούμε τέτοιου είδους αιτήματα αλλά αυτό δεν αποτελεί τεκμήριο της κοινωνικής απομόνωσης των ομοφυλοφίλων από την κοινωνία, όπως συχνά υποστηρίζεται.
(δ)Ας επιστρέψουμε όμως στο «σήμερα». Το επιχείρημα ότι ένα σύγχρονο κράτος θα πρέπει να είναι κοσμικό και όχι θεοκρατικό, με τους θρησκευτικούς κανόνες να ισχύουν στην καλύτερη περίπτωση (μόνο και εθελοντικά) για τους πιστούς της εκάστοτε θρησκείας, παρασιωπάτε στην ιδιάζουσα ελληνική περίπτωσή μας. Άλλη μια παράμετρος που αποδεικνύει πως ο αρχαίος κόσμος βρισκόταν σε υψηλότερο επίπεδο βιοτικής ανάπτυξης. Ακόμα και αν το επίσημο κράτος, εσφαλμένα, δεν διαχωρίζεται από την Εκκλησία και έστω και αν η Εκκλησία προβάλλει δογματικά ζητήματα ψευτοηθικής/ πουριτανικής διάστασης σχετικά με την συμβίωση των ομοφυλοφίλων, το γεγονός αυτό δεν πρέπει να αδρανοποιεί τους κοινοβουλευτικούς μηχανισμούς. Αντιθέτως, θα πρέπει να λαμβάνονται πρωτοβουλίες που να ικανοποιούν τις κοινωνικές ανάγκες. Δεν μπορεί να αμφισβητήσει λοιπόν κανείς πως στη νεότερη εποχή η αποδοχή της ομοφυλοφιλίας εξελίχθηκε σε κοινωνικό αίτημα και η παγίωση της ισότιμης θέσης των ομοφυλοφίλων στην κοινωνία διεκδικήθηκε δυναμικά από το ακτιβιστικό ΛΟΑΤ κίνημα. Κατά τον Μεσαίωνα ή ακόμα προγενέστερα, το να είσαι ομοφυλόφιλος ίσως σήμαινε ότι αναζητάς καθαρά σαρκική ηδονή και ότι ικανοποιείς τα σεξουαλικά ένστικτα. Όπως όμως είναι λογικό, κάτι τέτοιο δεν ευσταθεί.
Ο ομοφυλοφιλικός προσανατολισμός συνδέεται σήμερα με τις συναισθηματικές ανάγκες της συντροφικότητας, του οικογενειακού βίου και της τεκνοθεσίας. Παράλληλα ζητήματα γραφειοκρατικής φύσεως, κληρονομικών υποθέσεων και βεβαίως προστασίας της αυτοδιάθεσης του ατόμου καλούνται να διευθετηθούν. Έστω και αν δεχθούμε ότι η ρητορική μίσους της ελληνορθόδοξης Εκκλησίας μπορεί να σταθεί στον δημόσιο λόγο. Θα πρέπει να λάβει κανείς υπόψη του πως τα θρησκευτικά κείμενα, που καταδικάζουν τις σεξουαλικές σχέσεις μεταξύ ομοφυλόφιλων, δεν αποτελούν επιστημονικά ορθά δοκίμια, επομένως δεν χαίρουν ευρείας αποδοχής. Επιπλέον οι περιρρέουσες κοινωνικές συνθήκες της εποχής γραφής των κειμένων αυτών ακολούθησαν μια πλήρως απελευθερωμένη αρχαία κοινωνία, που αποδεχόταν την ομοφυλοφιλία. Η παλαιοχριστιανική εποχή θεωρούσε κοινωνικά αποδεκτές τις σχέσεις ομοφύλων, παρόλο που δεν στόχευαν σε ένωση μεταξύ των συμμετεχόντων δρώντων (όπως ο γάμος). Τέλος, η Εκκλησία δεν δύναται να διαφοροποιείται με την συμβίωση δυο ομοφυλόφιλων καθώς στόχος, κατά το θεολογικό δόγμα, είναι η ψυχική ένωση των ανθρώπων. Στην εποχή μας τα ζευγάρια ομοφυλοφίλων δεν στοχεύουν μόνο στην πρόσκαιρη σαρκική ηδονή αλλά και στην ένωση ψυχής και σώματος. Κατά λογική συνέπεια, απαγορεύοντας η ελληνική Εκκλησία τον κοινό βίο μεταξύ ενός ομόφυλου ζεύγους, αποτυγχάνει έμπρακτα το έργο της.
Στην ουσία συμπράττει σε ακόμη μια μορφή υποδούλωσης της ψυχής στο σώμα.…
Προτεινόμενη Βιβλιογραφία
K. J. Dover, ( 1990). Η ομοφυλοφιλία στην αρχαία Ελλάδα. Εκδόσεις Χιωτέλλη
Michel Foucault, (2003). Histoire de la Sexualite 2. L’usage des Plaisirs. Εκδόσεις Ράππα
Αριστοτέλης, (2006). Ηθικά Νικομάχεια . Εκδόσεις Ζήτρος
Αριστοφάνης, (1998). Νεφέλες. Εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα
Πλάτωνας, (2012). Συμπόσιο. Εκδόσεις Εστία