Κιζιρίδου Γεωργία
Εξελικτική – Σχολική Ψυχολόγος, MSc- Εκπαιδεύτρια Ενηλίκων
Μία εβδομάδα πριν, χτύπησε το τηλέφωνό μου… Ήταν ένας συνάδελφος. Με ρώτησε αν θα με ενδιέφερε να προσφέρω τη βοήθειά μου στους πρόσφυγες στην Ειδομένη. “Οι ανάγκες ολοένα και μεγαλώνουν και χρειαζόμαστε ανθρώπους.. Θα το ήθελες; Να σε υπολογίζω;” Παρόλο που με αιφνιδίασε, η απάντησή μου ήταν κατευθείαν θετική. Απόγονος προσφύγων καθώς είμαι, πολύ δύσκολα θα μπορούσα να αρνηθώ. Άλλωστε, μεγάλωσαμε ακούγοντας ιστορίες περί προσφυγιάς κι έχουμε ανεπτυγμένη ευαισθησία και ενσυναίσθηση σε παρόμοια ζητήματα. Από εκείνη τη στιγμή το μυαλό μου τριγυρνούσε στους πρόσφυγες και στις αντικειμενικές δυσκολίες που αντιμετωπίζουν αυτή τη στιγμή. Ο καιρός δε βοηθούσε, καθώς έβρεχε καταρρακτωδώς και είχε πολύ κρύο. Πόσο μικρά έμοιαζαν τα δικά μας προβλήματα. “Αν θέλω να λέγομαι άνθρωπος, θα πάω..” είπα στον εαυτό μου. Η συνάντηση ορίστηκε για την Κυριακή το πρωί. “Για πού το έβαλες πρωί πρωί;” ρώτησε ένας γείτονας. “Σήμερα θα βοηθήσω τους πρόσφυγες” απάντησα με αφέλεια. “Τους Έλληνες τους βοηθάς καθόλου;” μου είπε εμφανώς ενοχλημένος και θυμωμένος. Σάστισα για μία στιγμή. “Δεν έχω αρνηθεί βοήθεια σε άνθρωπο κύριε. Όποτε μπορώ βοηθάω“. Έφυγα και πήγα να συναντήσω τους υπόλοιπους της ομάδας.
Φορτώσαμε τα τρόφιμα και τα είδη πρώτης ανάγκης στα αυτοκίνητα και ξεκινήσαμε. Στη διαδρομή δε μιλούσαμε πολύ. Προσπαθούσαμε να συντονιστούμε μεταξύ μας. Το σχέδιο ήταν εξαρχής ένα: Μοιράζουμε εμείς και μόνο εμείς στους πρόσφυγες. Δεν μεταθέτουμε την ευθύνη σε άλλους, όπως στην Εκκλησία ή το στρατό. Λίγο πριν φθάσουμε στον τελικό μας προορισμό, κάναμε μια μικρή στάση. Ήταν μια αυτοδιαχειριζόμενη διεθνής ομάδα νέων που είχαν αναλάβει να μαγειρεύουν και να μοιράζουν είδη στους πρόσφυγες. Ένας εθελοντής από την Τσεχία μας είπε πως ήρθαν άτομα από όλο τον κόσμο για να βοηθήσουν, ακόμα και από τη Νέα Ζηλανδία. “Πιστεύουμε σε έναν κόσμο χωρίς σύνορα. Μένουμε σε σκηνές κι εμείς, όπως οι πρόσφυγες. Νοικιάζουμε με δικά μας έξοδα κι ένα σπίτι εδώ στο χωριό για να καλύπτουμε τις ανάγκες μας” είπε με χαμόγελο ο εθελοντής και συνέχισε την εργασία του στην αυτοσχέδια κουζίνα. Εντύπωση μου έκανε η πειθαρχία όλων και η αγαστή συνεργασία μεταξύ τους. Τελικά, οι άνθρωποι θέλουν ένα σκοπό για να τους ενώνει, για να συνυπάρχουν αρμονικά.
Φθάσαμε στον τελικό μας προρισμό. Λίγο πριν ξεκινήσουμε να μοιράζουμε τρόφιμα σκηνή-σκηνή, μας πλησίασε ένας νεαρός πρόσφυγας. Ταλαιπωρημένος, όμως είχε μια έμφυτη ευγένεια. “Με λένε Αλί. Ήρθα για να σας βοηθήσω. Προσοχή μην σας τα κλέψουν. Υπάρχουν κάποιοι που τα πουλάνε για ένα ευρώ σε άλλους που δεν έχουν τίποτα”. Όντως σε όλη τη διάρκεια ήταν δίπλα μας και έδειχνε να χρήζει σεβασμού. Όταν πλησίαζαν πολλοί μαζί με επιθετικές διαθέσεις, τους οριοθετούσε στη γλώσσα τους. “Σας ευχαριστούμε για όλα. Συγνώμη για την όποια αναστάτωση” είπε. Το βλέμμα του ήταν βαθύ, γεμάτο αξιοπρέπεια.
Καθώς περνούσε η ώρα ένιωθα την έντονη ανάγκη να γνωρίσω κάποιους από αυτούς. Μου συστήθηκε μια παρέα κοριτσιών, γύρω στα 20. “Εσείς οι Έλληνες είστε πολύ καλοί και ανοιχτόκαρδοι. Ξέρουμε ότι έχετε προβλήματα. Θέλουμε να φύγουμε όσο πιο γρήγορα γίνεται από εδώ. Να πάμε στη Γερμανία που έχει δουλειές. Θέλουμε να σπουδάσουμε και να δουλέψουμε” είπε μια από τις κοπέλες. Η ελπίδα και μόνο την ομόρφαινε.. “Μπορώ να σου ζητήσω μια χάρη;” με πλησίασε διστακτικά ένα από τα κορίτσια. “Έχεις καλλυντικά μαζί σου; Τσιμπιδάκι για τα φρύδια; Θέλω να ξανανιώσω όμορφη.” Δεν ήξερα τι να απαντήσω. “Να μην ξαναέρθετε εδώ. Δε θέλουμε ούτε μπισκότα, ούτε ρούχα. Να ανοίξετε τα σύνορα. Να φύγουμε θέλουμε.” φώναξε ένας νεαρός με άψογη αγγλική προφορά γύρω στα 30, εμφανώς εξοργισμένος. Λίγο πιο πέρα μια παρέα νεαρών αντρών κάπνιζαν ναργιλέ. Σαν να βρίσκονταν σε άλλο μέρος.. Σαν να είχαν ξεχάσει ότι ήταν πρόσφυγες. Χαμογελούσαν κι έκαναν αστεία μεταξύ τους.
Είδα ένα ζευγάρι ηλικιωμένων. Μου μιλούσαν αράβικα. Απ’ ότι κατάλαβα έλεγαν τα παράπονά τους. Είδα κι ένα αγόρι παραπληγικό σε αμαξίδιο. Το μετέφερε το αδερφάκι του και παράλληλα ζητούσε παπούτσια. “Δεν έχουμε παπούτσια. Έχουν λιώσει. Φέρτε μας παπούτσια. Και γυναικεία κολάν. Άνετα ρούχα να μας φέρνετε” ζήτησε με ευγένεια ένα κορίτσι. “Είσαι Χριστιανή;” με ρώτησε ένας έφηβος. “Ναι“, είπα με κάθε επιφύλαξη. “Κι εγώ. Στη Συρία τους Χριστιανούς τους σκοτώνουν“.
Προσγειώθηκα απότομα όταν ήρθε κάποιος και μου μίλησε ελληνικά. “Κακώς φέρνετε τρόφιμα. Είναι παράνομο. Έχω μίνι μάρκετ εδώ δίπλα. Μας κάνετε μεγάλη ζημιά. Μόνο σκουπίδια κάνουν αυτοί. Σου μιλάω ως Έλληνας“. Ζαλίστηκα, αλλά δεν μπορούσα να μην απαντήσω. “Σου μιλάω ως άνθρωπος. Εάν αγόραζαν από εσένα τρόφιμα, τα σκουπίδια τους θα σε πείραζαν το ίδιο; Αλήθεια, ποιοί περιμένεις να αγοράσουν από εσένα;” “Ψόφια πράγματα. Όσο περνάνε οι μέρες, τόσο λιγότερο ψωνίζουν“. Ουδέν σχόλιον. Τελικά υπάρχει κι αυτή η Ελλάδα.
“Είμαστε όλοι πρόσφυγες” είπα από μέσα μου. Σε λίγες μόνο ώρες είδα, έμαθα κι εκτίμησα τόσα πολλά. Κάποιες φορές τα λόγια είναι περιττά. Γύρισα πίσω, έχοντας στο μυαλό μου κυρίως τα παιδικά πρόσωπα. Θλίψη, οργή, συγκίνηση, ελπίδα. Όλα ανάμεικτα.. Σκέψεις και συναισθήματα… Την επόμενη φορά… Ελπίζω να μην υπάρχει άλλη φορά.
“Είμαστε όλοι άνθρωποι” είπα στον εαυτό μου..