Κείμενο: Μανώλης Νικόλτσιος
Ασκούμενος Δικηγόρος


Ιστορίες μια σελίδας, Σελίδα 9

Πήγε μέχρι την πόρτα του μπαρ. Δεν άνοιξε τη διπλή γυάλινη που ‘ταν για να κόβει τον παραπάνω ήχο. Γύρισε στο τραπέζι της. Πήρε το τσιγάρο που ‘χε αφήσει στο τασάκι, το φύλαγε η Άννα, καπνίζοντας το, να μη σβήσει. Δεν ρούφηξε. Η τζούρα δεν αποδεικνύεται πάντα η ιδανική μονάδα μέτρησης του χρόνου. Αυτή ήταν μέσα, πριν λίγο εκείνη είχε βγει έξω. Προφάσεις ότι είχε πάει αργά. Έξι το πρωί είναι νωρίς, δεν είναι αργά. Θύμωσε με αυτούς που όρισαν το εικοσιτετράωρο να αρχίζει αυθαίρετα κατά τις εφτά κι όχι όπως πρέπει τα μεσάνυχτα. Πήγε πάλι προς την πόρτα.

Θυμήθηκε το τσιγάρο στο χέρι. Χέστο. Ας στρίψει άλλο η Άννα. Βγήκε έξω από το μαγαζί. Αυτές οι πόρτες, οι διπλές, ‘καναν όντως δουλειά. Εκείνη δεν είχε φύγει. Η δικιά της η τζούρα είχε τη σχέση με το χρόνο που χρειαζόταν. Την είδε και έβγαλε τον τελευταίο καπνό που μπορούσε να της δώσει το τσιγάρο που πέταξε κάτω.

Την κοίταξε, αν κι εκείνη πιο ντροπαλή έκανε ν’ αποφύγει το βλέμμα. Με χαμόγελα πια αντί για μάτια μετρούσαν η μια την άλλη. Μετά τη φίλησε.