Άρθρο: Χρύσα Μαγγινοπούλου
Κοινωνική Ανθρωπολόγος
Μια ταινία παιχνίδι πάνω στην μνήμη, που σε υπνωτίζει, που κάνει κύκλους, που προσπαθεί να ενώσει παρελθόν, παρόν και μέλλον σε μια στιγμή όπου όλα έχουν υπάρξει ή μπορεί να υπάρξουν. Ο χώρος και ο χρόνος αναμειγνύονται και αλληλο-αναιρούνται, η μνήμη καταργείται και ξανα-δημιουργείται, το όνειρο και η πραγματικότητα συγχέονται.
Οι πρωταγωνιστές είναι τρία πρόσωπα, ο αφηγητής και εραστής, η γυναίκα και ο σύζυγος. Φαινομενικά η απλή ιστορία της ταινίας θα μπορούσε να είναι η εξής: Ο αφηγητής και εραστής είχε συναντήσει τη γυναίκα πέρυσι στο ίδιο ξενοδοχείο. Αγαπήθηκαν και εκείνη δέχθηκε να φύγει μαζί του, όμως την τελευταία στιγμή φοβήθηκε την αντίδραση του συζύγου της και ζήτησε προθεσμία χρόνου. Ο χρόνος πέρασε και ο αφηγητής έρχεται να την αναζητήσει.
Ένα μπαρόκ μέγαρο «ντυμένο» με «νεκρώσιμη» μουσική από όργανο, λειτουργεί ως μαυσωλείο μνήμης και πιθανοτήτων. Η περσινή πιθανή συνάντηση των ηρώων, ένας πιθανός έρωτας, ένας πιθανός σύζυγος, ένας πιθανός φόνος, και μια σίγουρη αδυναμία να ζήσουν μια «πιο πραγματική πραγματικότητα».
Η ιστορία υφίσταται συνεχείς μετατοπίσεις που την υπονομεύουν, είναι αυτή η ιστορία και συγχρόνως σα να μην είναι. Η γυναίκα δεν θυμάται τον αφηγητή, μπορεί να κάνει λάθος ο αφηγητής, να γνώρισε πέρυσι μιαν άλλη γυναίκα. Ο αφηγητής όμως επιμένει, αναφέρει λεπτομέρειες και τότε σαν η δύναμη αυτής της αφήγησης του στο παρόν, να ήταν για να υπάρξει, να δημιουργηθεί αυτό το παρελθόν, κατορθώνει τελικά να παρασύρει τη γυναίκα. Όμως άλλη υπονόμευση, ολόκληρη αυτή η νέα φυγή των εραστών είναι διηγημένη στο παρελθόν. Έτσι, ολόκληρη η ιστορία μπορεί να ξαναρχίσει, το πέρυσι να επαναλαμβάνεται συνεχώς και η γραμμή, η γραμμή της αφήγησης, η γραμμή του χρόνου να γίνει κύκλος.
Οι ήρωες δεν έχουν όνομα. Είναι παγιδευμένοι σε έναν κόσμο, που μπορεί να μην έχει σχέση με τον πραγματικό. Έτσι όλα είναι πιθανά στο φιλμ, είναι ανοιχτά σε άπειρες δυνατές λύσεις. Η λειτουργία μετατοπίζεται στη φαντασία του θεατή, τη δική μας φαντασία.
Τη δεκαετία του 60 ο κινηματογράφος πραγματοποίησε ένα τεράστιο άλμα. Ο Αλέν Ρενέ, ο Μπέργκμαν ο Γκοντάρ και άλλοι αποπειράθηκαν να εκφράσουν τα πάντα ή το ανείπωτο κάπως όπως η ποίηση. Έχουν περάσει 45 χρόνια από τότε που ο Αλέν Ρενέ γύρισε το “Πέρυσι στο Μαρίενμπαντ” και το φιλμ αυτό εξακολουθεί να είναι ένα έργο πρωτοποριακό, ένα έργο παράξενο και μοναδικό.
Η ταινία θα μπορούσε να ιδωθεί σαν μια εξερεύνηση του χάσματος μεταξύ του υποκειμενικού χρόνου που δημιουργούν οι αισθήσεις και οι αναμνήσεις μας και του αντικειμενικού χρόνου του ρολογιού. Θα μπορούσε να είναι μια αλληγορία πάνω στην πειθώ αλλά θα μπορούσε να είναι και η αφήγηση μιας ψυχανάλυσης.
Η δύναμη της υποβολής καταλαμβάνει τη θέληση της ψυχής, την εξουσιάζει, την πείθει και τη μεταμορφώνει μέσω της σαγήνης, άλλωστε η Πειθώ εμφανίζεται αρχικά ως θεότητα όχι του λόγου, αλλά της ερωτικής δράσεως. Οι πιο επιθυμητές γυναίκες προσέλκυαν πολλούς υποψήφιους μνηστήρες και ο πειστικός λόγος καθόριζε συχνά τον βαθμό επιτυχίας τους, εξού και η ομοιότητα των λέξεων «πειθώ» και «πόθος».
Στον πυρήνα του, το φιλμ είναι ένα φιλοσόφημα πάνω στον χρόνο, τις εκδοχές και τις πιθανότητες. Στο ερώτημα «Ποια είναι η φύση του χρόνου;» ο Ιλία Πριγκοζίν με το πρωτοποριακό του έργο, έφερε στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος τον εξαιρετικά σημαντικό ρόλο που παίζει το βέλος του χρόνου, η διάκριση δηλαδή μεταξύ παρελθόντος και μέλλοντος μέσα στον φυσικό κόσμο. Ο χρόνος είναι πραγματικός και είναι συνυφασμένος με το γίγνεσθαι του φυσικού κόσμου. Για να κατανοήσουμε λοιπόν τη φύση του χρόνου θα πρέπει να καταλάβουμε ότι δεν υπάρχει χρόνος χωρίς γίγνεσθαι, και ταυτόχρονα ότι χρόνος και γίγνεσθαι θεμελιώνονται πάνω σε έναν κόσμο άπειρων δυνατοτήτων, έναν κόσμο ανοιχτό στο μέλλον.
Ο χρόνος πάντα θα είναι συντονισμένος με τα ρολόγια που με επιμέλεια κατασκεύασε ο άνθρωπος για να τον μετράει. Για την ώρα, είτε το θέλουμε είτε όχι, θα ζούμε σ’ ένα παρόν και πίσω μας θα συσσωρεύουμε ένα παρελθόν, και πάντα μπροστά μας θα απλώνεται ένα αδιευκρίνιστο μέλλον. Το παρελθόν ορίζει τη τάξη, εκεί όπου όλα είναι τακτοποιημένα και οριστικά. Το μέλλον ορίζει το χάος, εκεί όπου όλα είναι άγνωστα και σκοτεινά. Και το παρόν είναι το μεταίχμιο, εκεί που όλα ισορροπούν επικίνδυνα ανάμεσα στους δύο κόσμους.
Γράφει ο Νίκος Καζαντζάκης στην «Αναφορά στον Γκρέκο» : «…o χρόνος, συλλογίστηκες είναι απεριόριστος η ύλη είναι περιορισμένη αναγκαστικά λοιπόν θα ’ρθει πάλι στιγμή που όλοι ετούτοι οι συνδυασμοί της ύλης θα ξαναγεννηθούν οι ίδιοι, οι απαράλλαχτοι. Ύστερα από χιλιάδες αιώνες ένας άνθρωπος σαν και μένα, εγώ ο ίδιος, θα σταθώ πάλι στο βράχο τούτον τον ίδιο και θα ξαναβρώ την ίδια ιδέα. Κι όχι μονάχα μια φορά, αναρίθμητες φορές˙ καμιά λοιπόν ελπίδα το μελλούμενο να ’ναι καλύτερο, καμιά σωτηρία˙ πάντα οι ίδιοι, απαράλλαχτοι, θα στριφογυρίζουμε στον τροχό του χρόνου. Και τα πιο εφήμερα καταντούν έτσι αιώνια, κι η πιο ασήμαντη πράξη παίρνει ανυπολόγιστη πια σημασία…..»
Προτεινόμενη βιβλιογραφία
Cialdini, R. (2009). Η τέχνη της πειθούς. Εκδ. Δίαυλος.
Δανέζης, Μ. & Θεοδοσίου, Σ. (1994). Μετρώντας τον άχρονο χρόνο. Εκδ. Δίαυλος.
Foer, J. (2012). Χορεύοντας με τον Αϊνστάιν. Εκδ. Λιβάνη.