Κείμενο: Μανώλης Νικόλτσιος
Ασκούμενος δικηγόρος
Ιστορίες μιας σελίδας, Σελίδα 12
Ο πέμπτος όροφος πάντα μύριζε φαγητό. Οι πρώτοι δύο, οροφοδιαμερίσματα, στέγαζαν μόνο γραφεία. Οι υπόλοιποι οικογένειες κι έναν εργένη. Στον τελευταίο, τον δικό του, το δώμα.
Πάντα αδιαφορούσε για το τι υπήρχε κάτω του. Μοναδικές εξαιρέσεις όταν ήταν χαλασμένο το ασανσέρ και έπρεπε ν’ ανέβει τους ορόφους με τις σκάλες.
Προσπερνούσε τα τηλέφωνα στους δύο πρώτους. Αγνοούσε τις φωνές απ’ τα παιδιά στους επόμενους. Κοντοστεκόταν μόνο στον πέμπτο να καταλάβει τι ‘ναι αυτό που μαγείρευαν και συνέχιζε στον έκτο. Εκεί έμενε. Δεν κουνιόταν παρά μόνο όταν μάθαινε από τους θορύβους του κλιμακοστασίου ότι το ασανσέρ ξανάπαιρνε μπρος ή αν τα ράφια, ψυγείου και κουζίνας άδειαζαν οριστικά.
Αυτή τη φορά, όμως, δεν είχε σκοπό να βγει. Να πάει πού;
Το δικό του τηλέφωνο δε χτυπούσε όπως του πρώτου και του δεύτερου. Οικογένεια δε θα ‘κανε ποτέ ο ίδιος· φαγητό το σπίτι του είχε χρόνια να μυρίσει.
Εκεί ψηλά, στον έκτο, έβρισκε αυτό το ύψος ως τη μόνη λύση. Τόσα χρόνια, επιτέλους θα του χρησίμευαν σε κάτι όλα αυτά τα μέτρα.
Και το ‘νιωθε, ένα κατέβασμα πιο γρήγορο απ’ του ασανσέρ. Δεν τον ένοιαζε αν πονέσει. Δεν τον ενοχλούσαν τα χτυπήματα του τηλεφώνου, ούτε οι φωνές. Να μπορούσε μόνο ήθελε να παρακάμψει τον πέμπτο όροφο και τις μυρωδιές του.